Θύμωσα με το φίλο μου:
είπα την οργή μου, η οργή μου έσβησε.
Θύμωσα με τον εχθρό μου:
δεν το είπα, η οργή μου θέριεψε.
Και την πότιζα με φόβο
Νύχτα και μέρα με τα δάκρυά μου
Με χαμόγελα την έκρυψα
και με γλυκές, απατηλές γητειές.
Μέρα και νύχτα εκείνη θέριευε,
μέχρι που γέννησε λαμπρό μήλο,
κι ο εχθρός μου το ‘δε να λάμπει
κι ήξερε ότι ήτανε δικό μου.
Κλεφτά μπήκε στον κήπο μου
όταν η νύχτα είχε ρίξει τα πέπλα της
και την αυγή τον είδα με χαρά
ξαπλωμένο να κείτεται κάτω απ’ το δέντρο.
είπα την οργή μου, η οργή μου έσβησε.
Θύμωσα με τον εχθρό μου:
δεν το είπα, η οργή μου θέριεψε.
Και την πότιζα με φόβο
Νύχτα και μέρα με τα δάκρυά μου
Με χαμόγελα την έκρυψα
και με γλυκές, απατηλές γητειές.
Μέρα και νύχτα εκείνη θέριευε,
μέχρι που γέννησε λαμπρό μήλο,
κι ο εχθρός μου το ‘δε να λάμπει
κι ήξερε ότι ήτανε δικό μου.
Κλεφτά μπήκε στον κήπο μου
όταν η νύχτα είχε ρίξει τα πέπλα της
και την αυγή τον είδα με χαρά
ξαπλωμένο να κείτεται κάτω απ’ το δέντρο.