Μη! Μην πας στη Λήθη και μη ζητάς το στάλαγμα
Τ' Ακόνιτου να πιεις. Στο γαλανό σου μέτωπο
Φιλί του Στρύχνου μη δεχτείς ποτέ - κι ας είναι
Εκείνος άλικο της Περσεφόνης δώρο.
Αλήθεια, με καρπούς Ιτάμου θέλεις να φτιάξεις
Κομπολόι; Α, τη θλιμμένη σου ψυχή!
Μα πως αντέχεις τριζόνι του θανάτου να τη δεις
Ή πεταλούδα νεκρική, και μες στις χώρες της Λύπης
Το μοιρολόι του γκιώνη να 'χεις συντροφιά;
Φυλάξου τώρα! Γιατί θα 'ρθει αχνόθωρος ίσκιος πάνω στη σκιά
Και την ασίγητη αγωνία της ψυχής θα πνίξει...
Αλλ' όταν ο ζόφος γείρει της Μελαγχολίας,
Κι άξαφνα, από τους ουρανούς, σα δακρυσμένο σύννεφο κυλήσει,
Τα λιπόθυμα τινάζοντας των λουλουδιών κεφάλια, και τους πράσινους
Λόφους σκεπάζοντας, με τ' Απριλιού το νεκρικό σεντόνι,
Τότε τη θλίψη σου χόρτασε, με τη δροσιά του πρωινού τριαντάφυλλου.
Ή πάνω στο ουράνιο τόξο, που με το κύμα σπάζει στ' ακρογιάλι.
Ή ακόμη, πέρα στο βασιλικό της παιωνίας πλούτο.
Κι αν την Αγαπημένη σου, μια μέρα, έξαλλη δεις από θυμό,
Το τρυφερό της χέρι αιχμαλώτισε - άσε τη να λυσσομανά,
Κι εσύ πιες - πιες ως το τέλος - τη φλόγα που καίει βαθιά,
Στα σμαράγδινα μάτια της.
Ζει με την Ομορφιά η Μελαγχολία - την Ομορφιά
Που πρέπει να πεθάνει. Και τη Χαρά που πάντα
Το χέρι στα χείλη της έχει κι είναι έτοιμη να πει: αντίο.
Εκεί κοντά της Ηδονής ο πόθος - μα φαρμάκι γυρίζει
Την ίδια στιγμή που αχόρταγα πίνει το μελίρρυτο στόμα.
Α, ναι! Μες στο ναό της Ηδονής, τ' αληθινό της ιερό
Η πεπλοφόρος Μελαγχολία έχει κεντήσει.
Κι είναι απ' όλους αθέατη - παρεκτός κι εάν κάποιου η αδάμαστη γλώσσα
Της Χαράς το σταφύλι να σπάσει μπορεί
Στον κρουστό του ουρανίσκο επάνω.
Αλλά τότε, η πανίσχυρη θλίψη της μεμιάς θ' αναρπάσει την ψυχή του
Κι εκεί ψηλά, καταμεσίς στ' αραχνιασμένα της τρόπαια, θα κρεμαστεί!
Τ' Ακόνιτου να πιεις. Στο γαλανό σου μέτωπο
Φιλί του Στρύχνου μη δεχτείς ποτέ - κι ας είναι
Εκείνος άλικο της Περσεφόνης δώρο.
Αλήθεια, με καρπούς Ιτάμου θέλεις να φτιάξεις
Κομπολόι; Α, τη θλιμμένη σου ψυχή!
Μα πως αντέχεις τριζόνι του θανάτου να τη δεις
Ή πεταλούδα νεκρική, και μες στις χώρες της Λύπης
Το μοιρολόι του γκιώνη να 'χεις συντροφιά;
Φυλάξου τώρα! Γιατί θα 'ρθει αχνόθωρος ίσκιος πάνω στη σκιά
Και την ασίγητη αγωνία της ψυχής θα πνίξει...
Αλλ' όταν ο ζόφος γείρει της Μελαγχολίας,
Κι άξαφνα, από τους ουρανούς, σα δακρυσμένο σύννεφο κυλήσει,
Τα λιπόθυμα τινάζοντας των λουλουδιών κεφάλια, και τους πράσινους
Λόφους σκεπάζοντας, με τ' Απριλιού το νεκρικό σεντόνι,
Τότε τη θλίψη σου χόρτασε, με τη δροσιά του πρωινού τριαντάφυλλου.
Ή πάνω στο ουράνιο τόξο, που με το κύμα σπάζει στ' ακρογιάλι.
Ή ακόμη, πέρα στο βασιλικό της παιωνίας πλούτο.
Κι αν την Αγαπημένη σου, μια μέρα, έξαλλη δεις από θυμό,
Το τρυφερό της χέρι αιχμαλώτισε - άσε τη να λυσσομανά,
Κι εσύ πιες - πιες ως το τέλος - τη φλόγα που καίει βαθιά,
Στα σμαράγδινα μάτια της.
Ζει με την Ομορφιά η Μελαγχολία - την Ομορφιά
Που πρέπει να πεθάνει. Και τη Χαρά που πάντα
Το χέρι στα χείλη της έχει κι είναι έτοιμη να πει: αντίο.
Εκεί κοντά της Ηδονής ο πόθος - μα φαρμάκι γυρίζει
Την ίδια στιγμή που αχόρταγα πίνει το μελίρρυτο στόμα.
Α, ναι! Μες στο ναό της Ηδονής, τ' αληθινό της ιερό
Η πεπλοφόρος Μελαγχολία έχει κεντήσει.
Κι είναι απ' όλους αθέατη - παρεκτός κι εάν κάποιου η αδάμαστη γλώσσα
Της Χαράς το σταφύλι να σπάσει μπορεί
Στον κρουστό του ουρανίσκο επάνω.
Αλλά τότε, η πανίσχυρη θλίψη της μεμιάς θ' αναρπάσει την ψυχή του
Κι εκεί ψηλά, καταμεσίς στ' αραχνιασμένα της τρόπαια, θα κρεμαστεί!