Αυτό που λέμε όνειρο δεν ειν’ όνειρο
και η πλατειά πραγματικότητα δεν είναι πραγματική.
Κάπου γελιέμαι μα εκεί κιόλας υπάρχω απόλυτα,
σαν το σύννεφο π’ αλλάζει στα νωθρά δευτερόλεπτα
όντας μονάχα η ακάλεστη μεταμόρφωση.
Κανένα λιοντάρι δεν παραγνώρισε το θήραμα
και η πάπια δεν έπαψε να πιπιλίζει τη λάσπη.
το χταπόδι βγαίνει απ’ το ρηχό θαλάμι του με γαλαζόπετρα
στα ξέφωτα η τίγρη λησμονιέται ανεπίληπτα.
Νυχτώνει και σήμερα. Η αγωνία
λέει πάλι: θα βοσκήσω το μαύρο.
και η πλατειά πραγματικότητα δεν είναι πραγματική.
Κάπου γελιέμαι μα εκεί κιόλας υπάρχω απόλυτα,
σαν το σύννεφο π’ αλλάζει στα νωθρά δευτερόλεπτα
όντας μονάχα η ακάλεστη μεταμόρφωση.
Κανένα λιοντάρι δεν παραγνώρισε το θήραμα
και η πάπια δεν έπαψε να πιπιλίζει τη λάσπη.
το χταπόδι βγαίνει απ’ το ρηχό θαλάμι του με γαλαζόπετρα
στα ξέφωτα η τίγρη λησμονιέται ανεπίληπτα.
Νυχτώνει και σήμερα. Η αγωνία
λέει πάλι: θα βοσκήσω το μαύρο.
~
(Από το βιβλίο "Δεύτερη εποχή"
Ο Νίκος Καρούζος (Ναύπλιο, 1926 - Αθήνα, 1990) ήταν ποιητής της πρώτης
μεταπολεμικής γενιάς. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων ο
Καρούζος έδρασε στην ΕΠΟΝ και εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και στη
Μακρόνησο (1951), από όπου έφυγε τελικά το 1953 μετά από νευρικό
κλονισμό. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, δεν
ολοκλήρωσε όμως τις σπουδές του, καθώς ήδη από το 1941 είχε στραφεί στην
ποίηση. Το 1949 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο
των γραμμάτων με τη δημοσίευση του ποιήματός του "Σίμων ο Κυρηναίος" στο
περιοδικό "Ο Αιώνας μας". Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Η
επιστροφή του Χριστού" εκδόθηκε το 1954. Στους λογοτεχνικούς κύκλους
έγινε πιο γνωστός στη δεκαετία του ’60 με τις συλλογές "Η έλαφος των
άστρων", "Ο υπνόσακκος" και "Πενθήματα". Ακολούθησαν πολλές ακόμη
συλλογές και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του ως τη συγγραφή
του τελευταίου του ποιητικού έργου "Αιώρηση", γραμμένου στις 29
Αυγούστου 1990 στο νοσοκομείο Υγεία, όπου ο ποιητής νοσηλευόταν τα δύο
τελευταία χρόνια της ζωής του, άρρωστος από καρκίνο. Συνεργάστηκε με τα
περιοδικά όπως "Νέα Εστία", "Αθηναϊκά Γράμματα", "Ευθύνη", "Σπείρα",
"Τομές", "Η Λέξη". Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1963), το
Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1963), το Α΄ Εθνικό Βραβείο Ποίησης, από
κοινού με τους Τάκη Βαρβιτσιώτη και Μίλτο Σαχτούρη (1972) και το Α΄
Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1988). Η ποίηση του Καρούζου έχει χαρακτηρισθεί
ως φιλοσοφική, θρησκευτική, μυστική, μα δεν είναι τόσο η μεταφυσική
διάσταση που τη διακρίνει, αλλά «μια υπαρξιακή πλησμονή, που τον ωθεί
πέρα από τα όρια του εγώ, προς τη συγχώνευση με το αισθητό σύμπαν»