Ως πότε πια να κάθομαι
να γεμίζω τα χαρτιά με μελάνι
να πνίγομαι μέσα σε φτωχές αναμνήσεις;
Τί μου στέλνεις τούτα τα πρόσωπα
που ν’ αγαπήσουν, ούτε ν’ αγαπηθούν ξέρουν;
που δε μπορούν ν’ αγαπήσουν
ούτε τα μάτια μου, ούτε την ποίηση;
τί μου τα στέλνεις
και μου γεμίζουν τα χέρια αγκάθια
το πουκάμισο κόκκινους λεκέδες
τη ψυχή μου μουχλιασμένα σύννεφα;
τί μου στέλνεις τούτες τις νεκρόμασκες
να μου κλέβουν τη σκέψη, τις ώρες, το αίμα μου;
Τί να τους πω, τί να τους δείξω για να πιστέψουν
που τ’ αυτιά τους γέμισαν τσιμέντο
και τα μάτια τους τσιγαρόσκονη;
Ω ήλιε, ήλιε αδελφέ μου,
μόνο στη φωτιά σου θα ξεδιψάσω.
Οι προδομένοι άγγελοι
ας δικαιολογήσουν την πίκρα μου.
Η άνοδος είναι ο αντικατοπτρισμός
του βυθίσματος στο έρεβος.
Άγγελοι, σκεπάστε με στις φτερούγες σας.
Διψώ, καίομαι. Βοήθεια! Νερό, Φώς!
να γεμίζω τα χαρτιά με μελάνι
να πνίγομαι μέσα σε φτωχές αναμνήσεις;
Τί μου στέλνεις τούτα τα πρόσωπα
που ν’ αγαπήσουν, ούτε ν’ αγαπηθούν ξέρουν;
που δε μπορούν ν’ αγαπήσουν
ούτε τα μάτια μου, ούτε την ποίηση;
τί μου τα στέλνεις
και μου γεμίζουν τα χέρια αγκάθια
το πουκάμισο κόκκινους λεκέδες
τη ψυχή μου μουχλιασμένα σύννεφα;
τί μου στέλνεις τούτες τις νεκρόμασκες
να μου κλέβουν τη σκέψη, τις ώρες, το αίμα μου;
Τί να τους πω, τί να τους δείξω για να πιστέψουν
που τ’ αυτιά τους γέμισαν τσιμέντο
και τα μάτια τους τσιγαρόσκονη;
Ω ήλιε, ήλιε αδελφέ μου,
μόνο στη φωτιά σου θα ξεδιψάσω.
Οι προδομένοι άγγελοι
ας δικαιολογήσουν την πίκρα μου.
Η άνοδος είναι ο αντικατοπτρισμός
του βυθίσματος στο έρεβος.
Άγγελοι, σκεπάστε με στις φτερούγες σας.
Διψώ, καίομαι. Βοήθεια! Νερό, Φώς!
~
Ο Δώρος Λοΐζου (Λευκωσία,1944 - Λευκωσία, 1974) ήταν Κύπριος ποιητής και
πολιτικός. Σπούδασε αρχικά στη σχολή θεάτρου των Θάνου Σακέττα και
Κωστή Μιχαηλίδη στη Λευκωσία, την οποία όμως εγκατέλειψε λόγω των
ταραχών που ξέσπασαν στην Κύπρο την περίοδο 1963 - 1964. Στη συνέχεια
φοίτησε το διάστημα 1966 - 1968 στη σχολή τουριστικών επαγγελμάτων στη
Ρόδο, εκδιώχθηκε όμως λόγω της αντιδικτατορικής του δράσης. Έπειτα θα
μεταβεί στη Βοστόνη όπου θα σπουδάσει Ιστορία στο Hellenic College. Ήταν
ένας ανήσυχος νέος, ένας εραστής της ελληνικής γλώσσας και της
ελληνικής ιστορίας, ένας συνειδητός σοσιαλιστής. Πάνω απ’ όλα ήταν ένας
ολοκληρωμένος ποιητής. Ένας «επικίνδυνος ποιητής» για όλα τα
κατεστημένα, για όλους τους φορείς της αδικίας που έπρεπε, όπως έλεγαν
προφητικά οι στίχοι του, «να πυροβοληθεί χωρίς προειδοποίηση». Ήταν ένας
μεγάλος ανθρωπιστής «που μοίρασε σαν ψωμί την καρδιά του και δεν του
‘μεινε κανένα ψίχουλο». Ήταν ένας στρατευμένος της πολιτικής και της
ποίησης που αν τον ρωτούσες «ποιοι τάχατες αλλάζουν τον κόσμο, οι
ποιητές ή τα κόμματα» δεν ντρεπόταν να σου απαγγείλει δυο – τρεις
στίχους». Ο Λοΐζου είχε μεταφράσει στα ελληνικά ποιήματα ξένων
λογοτεχνών όπως του Σαλβαντόρ Νόβο, του Πωλ Ελυάρ, του Ίκου Τακενάκα
κλπ, ενώ εξέδωσε και την προσωπική του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ψωμί
και Ελευθερία». Το πρωί της 30ής Αυγούστου 1974, ένοπλοι που αποτελούσαν
αυτόνομη ομάδα της ΕΟΚΑ Β' έστησαν ενέδρα κατά του αυτοκινήτου στο
οποίο επέβαινε ο πρόεδρος του ΕΔΕΚ, Βάσος Λυσσαρίδης και οδηγούσε ο
Λοΐζου, σε μέρος κοντά στα γραφεία του κόμματος στη Λευκωσία. Από την
δολοφονική επίθεση γλίτωσε ο Λυσσαρίδης, σκοτώθηκε όμως ο Λοΐζου.