Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Αισχύλος (525-456 π.Χ.), «Προμηθεύς Δεσμώτης»

Τραγωδία με φιλοσοφικό και πολιτικό υπόβαθρο, το ποιητικό αριστούργημα του Αισχύλου μιλά για την ελεύθερη βούληση και την αμφισβήτηση της εξουσίας. Ο Προμηθέας κραυγάζει πως η αμφισβήτηση της εξουσίας είναι πάντα, ένα ρήγμα, ένα άλμα, ένα δημιουργικό ξέσπασμα της ελεύθερης βούλησης - χωρίς τακτικούς ελιγμούς, χωρίς «στρατηγικούς» περιορισμούς και γίνεται έτσι η πρώτη φωνή στην ανθρώπινη Ιστορία που δηλώνει ευθαρσώς: Είμαι ρεαλιστής, γιατί ζητώ το αδύνατο. Και το ζητώ, χωρίς άλλον λόγο από τον εαυτό μου. [.....] Κ. Καστοριάδης
 
ΥΠΟΘΕΣΗ: Ο απείθαρχος Τιτάνας Προμηθέας, αμφισβητεί την εξουσία του Δία, χαρίζοντας τη φωτιά στους ανθρώπους. Η τιμωρία θα είναι αμείλικτη. Με διαταγή του πατέρα των θεών θα δεθεί σ’ έναν άγριο βράχο, στα πέρατα του κόσμου. Ωστόσο εκείνος δεν θα σταματήσει να καταφέρεται κατά της εξουσίας, εξαγριώνοντας τον Δία, ο οποίος τον καταποντίζει στον Τάρταρο.
 *
ΠΡΟΣΩΠΑ: 
ΚΡΑΤΟΣ (ΚΑΙ ΒΙΑ), ΗΦΑΙΣΤΟΣ, ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ, ΧΟΡΟΣ ΩΚΕΑΝΙ∆ΩΝ, ΩΚΕΑΝΟΣ, ΙΩ, ΕΡΜΗΣ
 *
 Αισχύλος, «Προμηθεύς Δεσμώτης»
Μετάφραση: Αθανάσιος Δρατζίδης

ΚΡΑΤΟΣ
Φτάσαμε, επιτέλους, σε κάμπο γης μακρινής,
σε τόπο της Σκυθίας.  Ψυχή δεν υπάρχει !
Ήφαιστε! Σειρά σου τώρα. Ό,τι σε διέταξε ο Κύριος
θα το κάνεις. Αυτόν εδώ τον εγκληματία
πάνω στο γκρεμό θα δέσεις,     5
με σιδερένιες αλυσίδες, να μη μπορεί να λυθεί.
Το δικό σου στολίδι, τη λάμψη της χρήσιμης φωτιάς,
το ’κλεψε και στους ανθρώπους το ’δωσε.
Σφάλμα μεγάλο κι ακριβά θα το πληρώσει.
 Να μάθει τη σκλαβιά του Κυρίου    10
με χαρά να δέχεται. Οι σκλάβοι δεν πρέπει να περνάνε καλά.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Εσείς οι δυο, Κράτος και Βία μαζί, τη διαταγή του Κυρίου
τη φέρατε σε πέρας. Εμπόδιο δεν υπάρχει πια.
Κι εγώ; Εδώ στα ψηλά, στα χιονισμένα βράχια, πως να δέσω με
το ζόρι φίλο και συνάδελφο; Δε μου πάει η καρδιά.
Μα πρέπει να γίνει. Μια απόφαση είναι.   15
Αν δεν το κάνω; Ποιος ξέρει τι θα πάθω!
Προμηθέα, δίκαιης μάνας ανοιχτόμυαλο παιδί,
εδώ ψηλά στην ερημιά, χωρίς να το θέλεις, χωρίς να το θέλω
με αλυσίδες χοντρές θα σε δέσω.
 Φωνή δε θ’ ακούς, άνθρωπο δε θα βλέπεις.   20
Σα σε φούρνο απ’ τη ζέστη θα ψήνεσαι
κι απ’ τον ήλιο μαύρος θα γίνεις
Το βράδυ θα δροσίζεσαι, θα χαίρεσαι λιγάκι
μα ο ήλιος το πρωί τη δροσούλα θα διώχνει και πάλι.
 Μιας κι από τον Αυθέντη δεν είδαμε πιο ισχυρόν ακόμα    25
θα λιώνεις απ’ τα βάσανα που θα ‘χεις κάθε μέρα
‘Ετσι καλοπερνάει όποιος θέλει τους άλλους να βοηθάει
Έχεις μεγάλη δύναμη και φόβο δε γνωρίζεις
μα τον Αυθέντη δεν έπρεπε έτσι να αδικήσεις. 
Κι όλα αυτά τώρα θα τα πληρώσεις. Όρθιος και άυπνος σκοπός     30
τις πέτρες αυτές θα φυλάς κι ανάσα δε θα παίρνεις.
Όσο κι αν κλαις και να βογκάς κανείς δε θα βοηθήσει.
Είναι σκληρός ο Αυθέντης,  τον οίκτο δεν τον ξέρει,
όταν για πρώτη του φορά αρχίζει να διατάζει.

ΚΡΑΤΟΣ
 Γι’ αυτό αργείς; Σαν πολύ να τον λυπάσαι. Και τι θα βγει;      35
Δεν μισείς αυτόν που όλοι τον μισούν;
Αυτός εδώ τον πλούτο μας τον μοίρασε σε όλους.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Πάνω απ’ όλα η συγγένεια κι η φιλία.

ΚΡΑΤΟΣ
Κι εγώ συμφωνώ. Μα να μην εκτελείς τις διαταγές του Αυθέντη!
Δε φοβάσαι;

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Ήσουν και θα είσαι σκληρός κι αδίστακτος.

ΚΡΑΤΟΣ
Τα κλάματα γι αυτόν δεν είναι γιατρικό.
Δεν έφεραν ποτέ αποτέλεσμα κανένα.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Δεν είναι δουλειά αυτή!    45

ΚΡΑΤΟΣ
Τι σου φταίει η δουλειά; Πες το καθαρά:
δε σε διέταξε η δουλειά αυτόν εδώ να δέσεις.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Κάποιος άλλος να το έκανε αυτό

ΚΡΑΤΟΣ
Όλα και όλους μπορείς να διατάξεις μα όχι εκείνον που όλους διαταζει.
Κάνει ο,τι θέλει μόνο ο Κύριος ο μεγάλος.    50

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Το ξέρω και δε διαφωνώ

ΚΡΑΤΟΣ
Ωραία! Δέσε τον λοιπόν σφιχτα.
Τι κάθεσαι, θα σε δει ο Αυθέντης.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Έτοιμες οι αλυσίδες, δε τις βλέπεις;

ΚΡΑΤΟΣ
Τα χέρια του δέσε δυνατά, χτύπα με το σφυρί,     55
να χωθούν βαθειά στο βράχο τα καρφιά.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Τελειώνω, όπου νάναι

ΚΡΑΤΟΣ
Κι άλλο χτύπα, σφιγγε, μη χαλαρώνεις τα δεσμά.
Θα σου τη φέρει εκεί που δε το περιμένεις

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αυτό το καρπό τον έσφιξα καλά.     60

ΚΡΑΤΟΣ
Και στον άλλον γερό βάλε χαλκά, για να μαθει.
Βλέπει μπροστά μα σαν τον Αυθέντη όχι.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Εκτός απ’ αυτόν, κουβέντα απ’αλλον δε σηκώνω.

ΚΡΑΤΟΣ
Σιδεριά γερή γύρω απ’ το στήθος πέρνα του
Με καρφιά μυτερά, σαν τα δικά του λόγια, στον βράχο κάρφωσέ την.   65

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αχ, Προμηθέα, τα βάσανα σου βλέπω και πονώ.

ΚΡΑΤΟΣ
Πάλι διστάζεις; Τους εχθρούς του Αυθέντη συμπονάς;
Για πρόσεξε! Μια μέρα για τα δικά σου βάσανα θα κλαις

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Αντέχουνε τα μάτια σου να βλέπουν τέτοιο πράγμα;

ΚΡΑΤΟΣ
Αντέχουνε. Θα πάρει αυτά που του αξίζουν.  70
Πέρνα από τις μασχάλες του κι άλλες σιδεριές.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Εντάξει, μη μου λες συνεχώς τι να κάνω!

ΚΡΑΤΟΣ
Και τις φωνές θα σου βάζω, και τι να κάνεις θα σου λέω
Πιο κάτω τώρα, στα πόδια πέρασε χαλκάδες

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Τους πέρασα, δε βλέπεις;    75
 
ΚΡΑΤΟΣ
Είναι λάσκα τα καρφια, χτύπα κι άλλο.
Κάνε καλά τη δουλειά σου, είναι αυστηρός ο Αυθέντης.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Όλα πάνω σου σκληρά κι αδίστακτα είναι

ΚΡΑΤΟΣ
Μη μου τη πέφτεις! Εσύ να είσαι μαλακός..
Εγώ σκληρός και πάντα θυμωμένος.    80

ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Φεύγω. Σιδερένιο δίχτυ το κορμί του σκεπάζει.

ΚΡΑΤΟΣ
Τώρα είναι καλά να καμαρώνεις και να κλέβεις
και στους ανθρώπους πλούτο να σκορπάς.
Μα θα ’ρθουνε αυτοί το πόνο σου να γειάνουν;
Λένε πως βλέπεις μακρυά. Ψέμματα είναι!     85
Άλλον θα χρειαστείς να βλέπει μακρυά,
για να δείτε απ’ τα δεσμά πως θ’ απελευθερωθείς.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Καθαρέ ουρανέ και γρήγοροι ανέμοι,
πηγές ποταμών και γέλιο ασταμάτητο του πόντου,
μάνα γη και συ που όλα τα βλέπεις  ήλιε,         90
που είστε, ελάτε κοντά.
Δημιουργός είμαι, μα δείτε οι αφέντες τι μου κάνουν.
Χιλιάδες χρόνια καρφωμένος εδώ,
κοιτάξτε, τι βάσανα θα περάσω,
ταλαιπωρίες πολλές.     95
Αυτές τις αλυσίδες ο Αυθέντης μου τις πέρασε,
μα δε μου ταιριάζουν.
Μια ζωη θα υποφέρω, μα
Σταματημό τα βάσανα δε θάχουν;
Θα περιμένω. Τι βάσανο κι αυτό!    100
Μα τι λέω; Ο πόνος τα λογικά μου σάλεψε!
Αυτά που θα γίνουν τα ξέρω
Κι άλλο κακό δε θα ρθει.
Έτσι ήρθαν τα πράγματα, αυτό που γίνεται θα γίνει.
Το ξέρω καλά, δε πολεμιέται η ανάγκη.      105
Τα πω, δεν τα πω, τίποτα δε θ’ αλλάξει.
Στους ανθρώπους πλούτο έδωσα, και να!
Ταλαίπωρος εγώ, στο ζυγό της βίας σκυμμένος.
Τη φωτιά εγώ την έκλεψα
Και δάσκαλο την έκανα για όλες τις δουλείες     110
Πλούτο ο κόσμος γέμισε.
Εγκλήματα είναι αυτά και πρέπει να πληρώσω,
Δεμένος πάνω στα βουνά και περιφρονημένος
Πω πω, τι είναι αυτό;
Φτερούγες ακούω, άρωμα μυρίζω, μα τιποτα δε βλέπω.       115
Τι είναι αυτό που έρχεται;
Να δει τα βάσανα μου ήρθε εδώ ψηλά;
Μήπως για κάτι άλλο;
Ταλαίπωρο δημιουργό βλέπετε δεμένο
Του Αυθέντη εχθρός,   120
Και όλων των Κυρίων
που τον ακολουθούν
Τους υπηκόους τους βοήθησα
και δε μου το συγχωρούν.
Ωχ, ωχ, σαν ν’ ακούω πουλιά να πετάνε.    125
Σιγανά φτερουγίσματα ο αέρας μου στέλνει
Φοβάμαι, ο,τι κι αν σέρνεται!

ΧΟΡΟΣ
Μη φοβάσαι! Φιλική η παρέα που έρχεται.
Μόλις μπόρεσα τον πατέρα μας να πείσω
γρήγορα πετώντας ήρθα σ’ αυτόν εδώ τον βράχο.            130
Γρήγοροι αέρηδες με έφεραν.
Του σφυριού τα χτυπήματα
από τις σπηλιες τα άκουσα και τη ντροπή μου
διώξαν. Με την άμαξα τη φτερωτή σφαιράτη ήρθα.
Πέδιλα δεν πρόλαβα να βάλω!      135

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Αχ, αχ, βάσανα που έχω!
Θυγατέρες της πολύτεκνης Τηθύος,
παιδιά του Ωκεανού, πατέρα των θεών και της φύσης
που με άγρυπνο ρεύμα νερού
όλη τη γη περιβάλλει,  140
κοιτάξτε με, δείτε με τι αλυσίδες
με δέσανε σ΄αυτό εδώ το φαράγγι,
πάνω σε βράχο ψηλό
ταλαίπωρος σκοπιά να φυλάω.

ΧΟΡΟΣ
Σε βλέπω, Προμηθέα! Σύννεφο γεμάτο δάκρυα και φόβο
στα μάτια μου ήρθε     145
καθώς βλέπω
με αλυσίδες σκληρές στα χέρια
να μαραίνεσαι κοντά στις πέτρες αυτές.
Νέοι Κύριοι κρατούν του κράτους το τιμόνι.
Με νέους νόμους και με βία γίνεται ισχυρός ο Αυθέντης.
Κανείς δεν το θέλει!   150
Και όσοι αντιστάθηκαν, δεν ζούνε πια.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Κάτω από τη γη, εκεί,
στον  κάτω κόσμο των νεκρών,
που κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει,
εκεί να με είχε πετάξει, χωρίς οίκτο, με αλυσίδες χοντρές.       155
Κανείς δεν θα με έβλεπε,
κανείς δεν θα χαιρόταν.
Μα τώρα, χαρά στους εχθρούς μου χαρίζω
σκουπίδι βλέποντας να το σηκώνει ο αέρας.

ΧΟΡΟΣ
Υπάρχει Αυθέντης σκληρός
που χαίρεται τόσο πολύ;   160
Εκτός από τον Αυθέντη,
ποιος δεν συμμερίζεται τα βάσανα αυτά;
Δεν έπαψε ποτέ να είναι οργισμένος
κι αγύριστο κεφάλι. Έτσι τους άλλους υποτάσσει!
Μα ούτε και θα πάψει, αν πρώτα να διατάζει δε χορτάσει.     165
Εκτός και κάποιος άλλος τ’ απόρθητο φρούριο αρπάξει.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Θα γίνει μια μέρα και μ’ έχει ανάγκη.
Τη νέα απόφαση, θέλει δε θέλει,
από μένα θα μάθει ο Κύριος των Κυρίων.
Μπορεί να βασανίζομαι δεμένος χειροπόδαρα     170
μα μόνο εγώ γνωρίζω ποιος θα τον ανατρέψει
Με λόγια γλυκά και πειστικά
δε θα με δελεάσει
Φοβέρες δεν θα φοβηθώ
τη νέα απόφαση να πω      175
Αυτά τα δεσμά που είναι για ζώα πρώτα θα σπάσει
Και θα πληρώσει ακριβά για όσα έχω πάθει

ΧΟΡΟΣ
Εσύ δεν ξέρεις ο φόβος τι είναι
μα και στα βάσανα μπροστά πίσω δεν κάνεις.
Ούτε και το στόμα σου κλειστό κρατάς.     180
Εμένα όμως  τη ψυχή μου φόβος τρανός πέρασε πέρα για πέρα
Για τη τύχη σου φοβάμαι και για τα βάσανά σου:
Που και πότε το τέλος τους θα δεις;
Αμείλικτος είναι ο Αυθέντης
και οίκτο δεν γνωρίζει.     185

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Είναι πολύ σκληρός
και ο,τι λέει αυτό είναι το δίκιο.
Όταν αυτά τον συντρίψουν
Θα μαλακώσει, που θα πάει.
Τον ανείπωτο θυμό     190
συνεργασία και φιλία θα κάνει.
Την αλληλοβοήθεια μια μέρα θα γνωρίσει.

ΧΟΡΟΣ
Να το φωνάξεις δυνατα και όλοι να το μάθουν :
Τι εκανες κι ο Κύριος ο Ζεύς σα ζωο σ’ έχει δέσει;
Γιατι αυτή η προσβολη και τα πικρα τα βάσανα;   195
Πες το μας, εάν τα λόγια ζημια δεν σου κάνουν.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Τα πω δεν τα πω, το ίδιο θα πονέσω
Όλα τα βάσανα θαρρώ πως ίδια είναι..
Δεν ήθελαν τον Κρόνο πια μια μέρα οι αφέντες
Και όλοι μαζί σταμάτησαν να σκύβουν το κεφάλι.     200
Να τόνε διώξουν ήθελαν, να φύγει από τη μέση
ο Ζεύς να γίνει αρχηγός, ο Κύριος των Κυρίων
Μα ήταν πολλοί που αντέδρασαν, δεν ήθελαν τον Δία.
Τότε εγώ δεν μπόρεσα να πείσω τους δυνάστες
που ήταν παιδιά της Γης και του ψηλού Ουρανού              205
Με λόγο απατηλό να είναι Κύριοι και όχι με τη βία
που είναι τρόπος εύκολος μα πάντα αποτυγχάνει
Μα με τη σκέψη όποιος μπορεί για πάντα Κύριος θάναι.
Η μάνα μου πολλές φορές, η Θέμις και η Γαία,
πού χει πολλά ονόματα μα μια μορφή μονάχα,        210
το μέλλον μου αποκάλυψε, τι ακριβώς θα γίνει,
η βία δεν έχει μέλλον πια, προφήτεψε και ειπε,
μα όποιος μ’ απάτη θα νικά, για πάντα Κύριος θάναι.
Αυτά τους πρότεινα εγώ, αυτά τους εξηγούσα
Μα εκείνοι δεν κατάλαβαν τι ήθελα να πω.   215
Στρατόπεδο να διάλεγα έπρεπε και μάλιστα αμέσως
και με τον Δια πήγαμε, εγώ και η μητέρα.
Το ποιος θα νικούσε ήξερα, φαινόταν καθαρά
Δική μου ήταν η απόφαση τον Κρόνο και τους άλλους
στην άβυσσο να ρίξουμε,     220
μες τα πηχτά σκοτάδια.
Κι αφού έτσι τον βοήθησα τον Κύριο των Κυρίων
Κοιτάξτε με τι βάσανα τώρα με πληρώνει.
Φίλους δεν εμπιστεύεται ο Κυριος ποτέ:
Είναι πάθος τρομερό κι ανίατο συνάμα    225
Αυτό που με ρωτήσατε, γιατί εγώ υποφέρω,
με λεπτομέρειες θα σας πω και θα σας εξηγήσω.
Μόλις αυτός ενίκησε και κάθισε στον πατρικό του θρόνο,
προνόμια μοίραζε πολλά σε όλους τους Κυρίους,
αξιώματα σκόρπιζε στον έναν και στον άλλον   230
μα στους ταλαίπωρους υποτελείς τίποτα απολύτως.
Να ήταν μόνο αυτό! Να τους εξοντώσει όλους θέλησε
και άλλους να πλάσει, νέους.
Μονάχα εγώ αντιστάθηκα κι άλλος κανεις.
Εγώ δεν φοβήθηκα και σώθηκαν οι ανθρώποι,     235
κεφάλι υποτελούς δεν άνοιξε, ο Αδης περιμένει
Γι αυτό με χίλια μύρια βάσανα πάει να με λυγίσει,
με πάθη που ο άνθρωπος ούτε να δει μπορεί.
Τους από κάτω εγώ λυπήθηκα, μα ευσπλαχνία εγώ δεν είδα.
Χωρίς οίκτο σε τάξη με έβαλε .      240
Αν και η φήμη του η κακή θα ήταν αρκετή.

ΧΟΡΟΣ
Προμηθέα, έχει σκληρή καρδια και είναι από πέτρα
όποιος δε συμμερίζεται τα βάσανα αυτά.
Μακάρι να μην τα έβλεπα!
Κομμάτια έγινε η καρδιά μου τώρα.     245

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Σπαράζει η καρδιά των φίλων μου έτσι καθώς με βλέπουν

ΧΟΡΟΣ
Δε μπορεί! Τι άλλο έχεις κάνει;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Τους έμαθα τον θάνατο με τρόμο να μην βλέπουν

ΧΟΡΟΣ
Τι φάρμακο ανακάλυψες γι αυτήν την αδυναμία;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Τυφλές ελπίδες τους έβαλα μέσα στο μυαλό     250

ΧΟΡΟΣ
Δώρο σπουδαίο χάρισες σε όλους τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Και τη φωτιά τους έδωσα μετά από όλα αυτά.

ΧΟΡΟΣ
Και η λαμπρή φωτιά τώρα ανήκει στους ανθρώπους;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Πράγματα πολλά θα μάθουνε να κάνουνε μ’ αυτήν

ΧΟΡΟΣ
Γι’ αυτό λοιπόν ο Αυθέντης      255

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
με βασανίζει και σε ησυχία δε μ’ αφήνει.

ΧΟΡΟΣ
Βλέπεις να τελειώνουν γρήγορα τώρα τα βάσανά σου;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μονάχα όταν εκείνος το θελήσει

ΧΟΡΟΣ
Να θελήσει; Αδικα ελπίζεις. Αντιστάθηκες,
το ξέρεις; Αντιστάθηκες, το ξαναλέω  εγώ δεν χαίρομαι       260
μα εσύ πονάς. Τώρα τι κάνουμε, αυτό είναι το θέμα.
Απ τα δεσμά πως θα λυθείς ψάξε και βρες.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Γνώσεις και συμβουλές απλόχερα μοιράζει
όποιος απ τη συμφορά βρίσκεται μακρυά.
Όλα αυτά τα γνώριζα πολύ καλά εγώ.    265
Αντιστάθηκα, το ξέρω, μα το ήθελα πολύ
Τους υπόδουλους βοηθώντας θα έβρισκα βάσανα πολλά.
Πολλά γνωρίζω μα όχι όλα. Δεν το περίμενα
να μαραίνομαι εγώ δίπλα σε πέτρες όρθιες,
μονάχος σ’ αυτόν τον βράχο, πως βρέθηκα εγώ;                     270
Για τα μαρτύρια αυτά εσείς μην κλαίτε τώρα,
Στη γη πατήστε όμως, θ’ ακούσετε πολλά
Τι θ’ απογίνω εγώ, θα μάθετε καλά.
Ακούστε με τι λέω, συμπονάτε με, τώρα εγώ υποφέρω
μα έχει ο καιρός γυρίσματα, μη το ξεχνάτε αυτό.                   275
Κάποιον άλλον αύριο οι συμφορές θα ζώσουν

ΧΟΡΟΣ
Προστάζεις κάποιες που το θέλουν
καλέ μας Προμηθέα.
Σαν τον αέρα ελαφριές
αφήνουμε τον γρήγορο τον θρόνο   280
και των πουλιών το πέρασμα, τον φωτεινό αιθέρα.
Να, τη σκληρή τη γη με τα πόδια μου ακουμπάω.
Τα βάσανά σου από κει όλα θα τα ακούσω.

ΩΚΕΑΝΟΣ
Έφτασα επιτέλους, αδελφέ μου Προμηθέα.
Δρόμο έκανα μακρύ μέχρι να σ’ ανταμώσω.                       285
Αυτό το γρήγορο πουλί, χωρίς γκέμια,
εκεί που θέλω πάει.
Το ξέρεις, σε βλέπω και πονώ.
Μα επιβάλλεται αυτό, έτσι εγώ νομίζω.
Εάν δεν ήσουν συγγενής,
δεν θα νοιαζόμουνα για σε.
Αλήθεια είναι και το ξέρεις
για να περάσει η ωρα δεν λέω λόγια εγώ.
Πες μου τι μπορώ να κάνω εγω για σένα.     295
Δεν θα πεις ποτέ πως από τον Ωκεανό
έχεις φίλο πιο πιστό.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Δεν το πιστεύω! Και συ εδώ!
Τα μαρτύρια μου ήρθες να ελέγξεις;
Ν’ αφήσεις δε φοβήθηκες του ποταμού το ρεύμα   300
Ούτε και τα σπήλαια που μέσα κατοικείς;
Κι ήρθες εδώ, σ’ αυτή τη γη, στη μάνα του σιδήρου
Ή μήπως σ’ έφεραν τα βάσανά μου εδώ;
Κοίτα, λοιπόν! Τον φίλο του Κυρίου δες,
Εμένα, που τον βοήθησα κυρίαρχος να γίνει       305
τώρα αυτός με συμφορές πάει να με υποτάξει

ΩΚΕΑΝΟΣ
Σε βλέπω, Προμηθέα, μα θέλω πρώτα απ’ όλα
να σ’ ορμηνέψω το σωστό, φρόνιμος κι ας είσαι.
Τις δυνάμεις σου καλά να υπολογίσεις  και τρόπους  νέους
να υιοθετήσεις. Νέο Κύριο οι Κύριοι έχουν τώρα.    310
Τσεκουριές είναι τα λόγια σου κι άλλες να μη ρίξεις
γρήγορα θα τ’ ακούσει ο Κύριος κι ας είναι μακρυά
τα βάσανα τα τωρινά
παιχνίδι θα φαίνονται αύριο.     315
Αδύναμος είσαι τώρα πια, κάνε ένα βήμα πίσω,
μονάχα να γλυτώσεις κοίτα απ’ αυτές τις συμφορές.
Γέρασα θα πεις και δεν ξέρω πια τι λέω.
Μα βλέπεις πως πληρώνεται
όποιος ελεύθερα μιλάει.
Δεν είσαι υπάκουος εσύ, στα βάσανα δεν υποχωρείς,     320
μα σ’ αυτά που έχεις τώρα κι άλλα πολλά θα προστεθούν.
Άκουσε καλά και βάλ’ το στο μυαλό σου:
μην περπατάς ξυπόλητος στ’ αγκάθια
σκληρός και ανεξέλεγκτος Κύριος κυβερνάει.
Θα πάω τώρα εγώ, θα δω τι μπορεί να γίνει   325
δεν αποκλείεται τα βάσανα σήμερα να τελειώσουν
εσύ τώρα άραξε και μη λες πολλά.
Σου περισσεύει το μυαλό και ξέρεις πολύ καλά
τα λόγια τα ατίθασα πόση δυστυχία φέρνουν

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Σε ζηλεύω. Να σε κατηγορήσει δε μπορεί 330
πως τάχα βοηθός και συμπαραστάτης είσαι.
Τότε δεν το έκανες, τώρα θα το κάνεις;
Δεν με πείθεις ό,τι κι αν πεις δεν είμαι αφελής.
Μονάχα πρόσεχε σ’ αυτό που πας να κάνεις.

ΩΚΕΑΝΟΣ
Στους άλλους δίνεις συμβουλές, στον εαυτό σου όχι  335
σ’ αυτό που βλέπω πείθομαι, τα λόγια τι τα θες;
Θα πάω, να μ’ εμποδίσεις δε μπορείς.
Το λέω και το ξαναλέω: θα μου τη κάνει τη χάρη ο Κύριος
Κι απ’ αυτά τα δεινά θα γλυτώσεις

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Δεν το ξεχνώ και πάντα θα σ’ ευγνωμονώ    340
γιατί νοιάζεσαι τόσο πολύ για μένα.
Τίποτα δε γίνεται! κι αν θέλεις να μπεις στον κόπο
μάταια θα κοπιάσεις και δεν θα μ’ ωφελήσεις.
Ζάρωσε λοιπόν και απ’ έξω μείνε
Υποφέρω, μα δεν θα ’θελα γι αυτό   345
και άλλοι να υποφέρουν.
Δεν το θέλω. Του αδερφού μου Άτλαντα οι συμφορές
μου σχίζουν την καρδιά  στα πέρατα του κόσμου
τον ουρανό στους ωμους του στηρίζει
έχοντας στην αγκαλιά κολόνα αναγκάλιαστη    350
Κι αυτόν που κρύβεται στις σπηλιές, τον γηγενή πολεμιστή,
το τέρας το πολυκέφαλο, για τον Τυφώνα λέω,
κι αυτόν τον πόνεσα, αιχμάλωτο σαν τον ειδα,
όταν στους κατακτητές τόλμησε και σήκωσε κεφαλι
σφύριζε με το στόμα του και φόβο προκαλούσε,    355
κι από τα μάτια του άστραφταν αγριες φωτιές
τους κατακτητές καθώς γύρευε μάταια να διώξει
μα ήρθε καταπάνω του το άγρυπνο, το πύρινο, το βροντερό το βλήμα
που ρίχνει από ψηλά ο Κύριος σε μας
μ’ αυτό αφάνισε ο Κύριος τις μάταιες προσδοκίες.   360
Μαράθηκε η ζωντάνια του,
χάθηκε η δύναμή του.
Και τώρα, άχρηστος κι ακίνδυνος,
στη θάλασσα κοντά, απ’ όπου περνούν καράβια,
τον πλάκωσαν τα χώματα της Αίτνας     365
που στην κορφή της καθιστός ο Ηφαιστος ιδρώνει
από εκεί μια μέρα θα χυθουν πύρινα ποτάμια
και με αδηφάγα στόματα θα φαν
της πλούσιας Σικελιας τα γόνιμα χωράφια
Τέτοιο θυμό και πάλι θα ξεράσει,   370
βλήματα απόγνωσης, πύρινης κι αχόρταγης
Κι αν κεραυνός τον χτύπησε, είναι δυνατός ακόμα.
Είσαι έμπειρος εσύ, τι να σου υποδείξω;
Σώσε το τομάρι σου όπως εσύ νομίζεις
Εγώ την δυστυχία μου τώρα θα υπομείνω, 375
μέχρι να διώξει από μέσα του ο Κύριος το θυμό του.

ΩΚΕΑΝΟΣ
Ξέρεις τι λένε, Προμηθέα;
Της θυμωμένης της ψυχης τα λόγια είναι ο γιατρός

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Εάν την κατάλληλη στιγμή μαλακώσει την καρδιά
και δεν μικραίνει με το ζορι τον μεγάλο τον θυμό.      380

ΩΚΕΑΝΟΣ
Νοιάζομαι για σε και δεν φοβάμαι, μα να καταλάβω δεν μπορω
γιατί να είναι επιζήμιο αυτό.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μόχθος περιττός, αμυαλη ελαφράδα

ΩΚΕΑΝΟΣ
Θα μου επιτρέψεις να υποφέρω από το νόσημα αυτό,
καλύτερα είναι να υπακους παρα να μη σκεφτεσαι καθόλου.    385

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Θα περάσει για δική μου τη βλακεία αυτή

ΩΚΕΑΝΟΣ
Καθαρά μιλάς. Τα λόγια σου στο σπιτι με στέλνουν πίσω.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μη σε κάνει εχθρό του ο οικτος σου για μένα

ΩΚΕΑΝΟΣ
Λές να συγκρουστώ με τον Κύριο των Κυρίων;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Πρόσεχε! Και με σένα θα τα βάλει μια μέρα   390

ΩΚΕΑΝΟΣ
Η συμφορά σου είναι σπουδαιος δάσκαλος

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Φύγε, κρύψου, το τομάρι σου να σώσεις

ΩΚΕΑΝΟΣ
Τώρα που φεύγω τα λόγια σου με διώχνουν.
Στον αχανή δρομο του αιθέρα θα φτερουγισει
και παλι το φτερωτο μου ατι και με χαρά πολλή     395
στο σταύλο του θα γειρει και θ’ αναπαυθει.

ΣΤΑΣΙΜΟΝ  Α΄
ΧΟΡΟΣ

Στροφη α΄
Κλαιω και θρηνω για τις καταραμένες συμφορες σου, Προμηθέα
Τα τρομαγμένα μάτια μου
ποτάμι τα δακρυα χύνουν
τα μάγουλα πλημμύρησαν.
Με φοβίζουν όλα αυτά
Με δικους τους νόμους ο Αυθέντης κυβερνά
Τα φοβερα του όπλα δείχνοντας
Σε οσους έχει υποτάξει

Αντιστροφή α΄
Όλη η γη με πονο και κραυγες οδύρεται
Και αυτοι που ζουνε στην δύση
Κλαινε και πονούν για την απεριόριστη και πανάρχαια ελευθερία
Που χάσατε εσύ και οι συγγενεις σου
Κι αυτοι που ζούνε από παλιά
στην ελεύθερη Ασία,
οι γηγενεις, θρηνουν κι αυτοι,
για τα δεινα που τόσες λύπες φέρνουν

Στροφή β΄
Και οι παρθένες Αμαζόνες,
οι ατρόμητες στη μάχη
και το πληθος των Σκυθων
που ζουν στης γης την ακρη,
κοντα στη λίμνη Μαιώτιδα.

Αντιστροφη β΄
Και της Μηδίας οι ατρόμητοι πολεμιστες   420
Που ζουν σε φρούριο ψηλο
Πλησίον του Καυκάσου
Στρατος φονικος
Με όπλα που σφυρίζουν

Στροφη γ΄
Και πριν από σένα τον Άτλαντα μονάχα ειδα   425
δεμένο να υποτάσσεται
με σιδερένια βασανα.
Αναστεναζει και βογγα σηκώνοντας στους ωμους
γη κι ουρανό μαζί    430

Αντιστροφή γ΄
Η τρικυμία στη θάλασσα βογγά, αναστενάζει ο βυθος,
Αχνή βουή ακούγεται απ της γης τα μαυρα βάθη
Και οι πηγες των ποταμων με τα καθάρια τα νερά
Κλαινε κι αυτές   435

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ  Β΄

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Ανάπαυση δεν είναι η σιωπή, θρασύτητα δεν είναι.
Η σκέψη όμως η πολλή μου τρώει τα σωθικα μου,
κοιτάζοντας πως κατάντησα και πως περιφρονιέμαι.
Τον πλούτο που κατέχουνε οι Κυριοι οι νεοι
εγώ τον έδωσα και όχι κάποιος άλλος    440
το ξέρετε καλά αυτό, τι άλλο να σας πω;
Των ανθρώπων  όμως τα βάσανα με προσοχή ακούστε:
Την ομιλία εγω την έδωσα, τη γνώση πάλι εγώ,
Κι εγω βέβαια τους έμαθα τη σκέψη να ελέγχουν.
Και δεν τα λέω αυτά για να τους κατηγορήσω     445
Μα για να μάθουνε  καλά σε ποιον οφείλουνε
Αυτό που είναι τώρα. Κοίταζαν μα τίποτα δεν έβλεπαν,
Θόρυβοι ήτανε ο,τι κι αν ακούγαν
Μα σαν μορφές σε όνειρο περνούσαν τη ζωή τους
Αδυνατώντας να διακρίνουνε τα πράγματα μεταξύ τους     450
Και ουτε με τούβλα έχτιζαν σπίτια φωτεινά
Μα ούτε και με ξύλα  τρύπες άνοιγαν στη γη
Και ζούσανε εκεί, μακρυά απ’ το φως του ήλιου.
Δεν καταλαβαίνανε χειμώνας εάν ήτανε,
λουλουδιασμένη άνοιξη, ή πλούσιο καλοκαίρι        455
τίποτα δεν διέκριναν, αυτή ήταν η ζωή τους,
μέχρι που εγώ τους έμαθα
πότε τα άστρα δύουνε και πότε ανατέλλουν.
Και τους αριθμούς τους δίδαξα, πολύ σπουδαία γνώση,
Αλλά και τα γράμματα, μα πιο πολύ τη μνήμη      460
Που είναι μητέρα των τεχνών, πολύ εργατική.
Και πρώτος εγώ τα εβαλα τα ζώα στο ζυγο
Σαν δούλοι να δουλεύουνε με το κεφάλι κάτω
Τους ανθρώπους να απαλλάξουνε απ τον πολύ το μόχθο
Και άλογα υπάκουα στο άρμα έζεψα εγώ,    465
Σύμβολο και στόλισμα της άπληστης αρπαγής.
Εγώ μονάχα έφτιαξα καράβια φτερωτά,
Γρήγορα οχήματα τον πόντο ν’ αλωνίζουν.
Κι αν επινόησα πολλά για χάρη των ανθρώπων
Τίποτα δεν μπόρεσα για μένα να σκεφτώ,        470
πως απ’ αυτά τα βάσανα μια μέρα θα ξεφύγω.

ΧΟΡΟΣ
Άλλο ένα βάσανο αυτό, αταίριαστο πολύ. Μα το μυαλό το χάνουμε
όταν δεν μπορούμε  σαν το γιατρό π’ αδυνατεί
αρρώστια να γιατρέψει, ούτε κι εσύ μπορείς
φάρμακο να βρεις για να θεραπευθείς   475

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Θα εκπλαγείς πολύ και τ’ άλλα αν ακούσεις,
Τι τέχνες επινόησα, τι έχω σκαρφιστει.
Το πιο σπουδαίο θα σου πω: φάρμακα δεν είχανε
Να διώχνουν τις αρρώστειες, ούτε απ’ αυτά που τρώγονται
Ούτε απ αυτά π’ αλείφονται
Μα γρήγορα ξεπέρασαν αυτήν την ανημπόρια
Όταν εγώ τους έμαθα φάρμακα πώς να φτιάχνουν
Κι έτσι τα νοσήματα όλα να θεραπεύουν.
Εγώ πάλι ξεχώρισα τους τρόπους της μαντείας:
Ποια όνειρα δείχνουνε τι θα μας συμβει   485
Και ποια είναι φαντάσματα, άχρηστα πολύ
Στο δρόμο αν κάτι δουνε, να ξέρουν τι θα γίνει
Και των πουλιών το πέταγμα να ξέρουν τι σημαίνει,
Άλλοτε ευχάριστο κι άλλοτε δυσάρεστο
Πόλεμο θα έχουμε αν πανε δυο δυο     490
Κι αν όλα μαζί, δεν θάχουμε μόνο έχθρες
Μα η φιλία θ’ απλωθεί κι η ειρήνη θα βασιλέψει
Από των σπλάχνων τις μορφές
τους έμαθα το μέλλον να γνωρίζουν
και ποια να καίνε στους θεούς σύμφωνα με το χρώμα. 495
Τους έκανα επιδέξιους το μέλλον να ξεχωρίζουν
Από το πώς τα κρέατα καίγονται, πως η ωμοπλάτη
Και οι φλόγες της φωτιάς τι θέλουν να μας πουν.
Με μάτια ανοιχτά δεν έβλεπαν καθόλου
Όλα αυτά τους έμαθα. Μα νάταν μόν’ αυτά;    500
Κι όλα αυτά τα χρήσιμα μέσα στης γης τα σπλαχνα,
Το σίδηρο και το χαλκο, τ’ ασήμι, το χρυσάφι,
Εγώ δεν τα’ ανακάλυψα; Ή μήπως κάποιος άλλος; Κανείς δεν θα το πει,
πολύ καλά το ξέρω,εκτός αν μάταια θέλει να φλυαρήσει.
Με δυο λόγια θα το πω και βάλτο στο μυαλό σου:  505
Ό,τι γνωρίζει ο άνθρωπος, εγώ του το ’χω μάθει.

ΧΟΡΟΣ
Για τους ανθρώπους νοιάζεσαι περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει,
Αλλά για τη δυστυχία σου καθόλου δε σε μέλει
Ελπίζω πως συντομα θα γίνει: τις αλυσίδες θα σπάσεις
Κι υπόδουλος δεν θάσαι πια στον ύψιστο Αυθέντη  510

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Είναι νωρίς ακόμα, έχει η νομοτέλεια το χρόνο το δικό της
Ταλαιπωρίες θα υποστώ, βάσανα θα με λυγίσουν,
μα των χεριών μου τα δεσμά αργότερα θα συντρίψω
Η περισυλλογη είναι ανισχυρη μπροστα σ αυτό που πρόκειται να γινει

ΧΟΡΟΣ
Και ποιος ορίζει αυτό που προκειται να γίνει; 515

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Η νομοτέλεια η πολύμορφη και οσοι δεν την ξεχνούν

ΧΟΡΟΣ
Από αυτά πιο αδύναμος είναι ο Αυθέντης;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
τη νομοτέλεια δεν μπορει ο Αυθέντης να αποφύγει.

ΧΟΡΟΣ
Τι να πάθει αυτος που αιώνια θέλει να διατάζει:

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Δε γίνεται να μάθεις και μη παρακαλάς    520

ΧΟΡΟΣ
Κάτι σπουδαίο ξέρεις μα δε το φανερώνεις

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Ας αλλάξουμε κουβέντα, δεν ηρθε ακόμα η ωρα
να μιλήσουμε γι’ αυτό. Κανείς δεν θα το μάθει.
Αν το κρατησω μυστικό
ταλαιπωρίες και αλυσίδες της ντροπης θα αποφύγω   525

ΣΤΑΣΙΜΟΝ  Β΄

Στροφή α΄
ΧΟΡΟΣ
Εύχομαι η γνώμη μου σε ρηξη να μην ερθει
Με τις αποφάσεις του πανίσχυρου Αυθέντη
Κι ουτε να πάψω να επιδεικνύω στους θεους την υποταγη μου 530
Θυσιάζοντας βόδια κοντα στο πέρασμα του ποταμού και πατέρα Ωκεανου
Με λόγια να μην παρεκτραπώ
Η υπακοή μέσα μου στέρεη να μείνει και να μη χαθει.    535

Αντιστροφή  α΄
Τη πολύχρονη ζωη να παρατείνεις
είναι ευχάριστο με ελπιδες τολμηρες ˙
γεμίζει με χαρά η ψυχή.
Φρίκη με πιάνει όταν σε βλέπω   540
αμέτρητα δεινα να σε σπαράζουν.
Τον Αυθέντη δε φοβάσαι κι αποφασίζεις μοναχός
Τους υπηκόους να φροντίζεις και μάλιστα πολύ

Στροφή  β΄
Το κατάλαβες πως είσαι αβοήθητος βοηθός; Πώς θ’αμυνθείς, το ξέρεις; 545
Απ’ τους υποτελείς βοήθεια περιμένεις;
Σαν τις σκιές του ονείρου, δύναμη δεν έχουνε καμιά
Αλυσίδες η αδυναμία και δένει χέρια πόδια.
Τη τάξη του Αυθέντη δεν μπορούν   550
οι αποφάσεις των υποτελών να παραβουν.

Αντιστροφή  β΄
Τα έμαθα, Προμηθέα, όλα αυτά. Δάσκαλος καλός οι συμφορες σου.
Άλλο τραγούδι θα ηθελα να πω,    555
Σαν κι αυτό που τραγουδουσα στο γάμο σου
Κοντα στο λουτρο και στο κρεβατι
Όταν την ξαδέλφη σου/ανηψια σου για γυναίκα σου με δωρα πηρες
Το ιδιο κρεβατι τα βραδια να μοιράζεσαι.    560

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ   Γ΄

ΙΩ
Πού βρίσκομαι; Τι άνθρωποι ζουν εδώ;
Ποιος να ’ναι αυτός που βλέπω να βασανίζεται;
Χαλινάρια τα βουνά στο στόμα του περασμένα.
Ποιου εγκλήματος η τιμωρία τον φθειρει;
Πες μου που έφτασα και που περιπλανιέμαι
Η δύστυχη   565
Όχι, όχι !
φουντώνει και πάλι μέσα μου η αγωνία,
το φάντασμα του Αργου, το βλέπω, να το,
Να φύγω, μακρυά, μάνα Γη,
τον βοσκό με τα χίλια μάτια φοβάμαι όταν τον βλέπω.
Έρχεται, τον βλέπω, με πλησιάζει, με μάτι που γυαλίζει,
Πέθανε μα η γη δεν τον σκεπάζει
Απ τον Κάτω Κόσμο έρχεται και με κυνηγά
Σε παραλίες ερημικές με καταδιώκει νηστική.

Στροφή
Σουραύλι ακούγεται από μακρυά
Με σκοπο που φέρνει νύστα.
Αχ, αχ, καημό που έχω!
Που θα πάει το φευγιό;
Κύριε των Κυρίων,
σε τι έφταιξα
Και μ αυτές τις συμφορές μ αλυσοδένεις;
Με αγωνία και φρίκη
Μια φοβισμένη τρελλή καταστρεφεις.
Κάψε με, καλύτερα, μες στη γη παράχωσέ με
Να με φαν τα ψάρια στη θάλασσα πέταξέ με,
Σε ικετεύω, να πεθάνω να γλιτώσω. Κάνε μου τη χάρη.
Κουράστηκα, μια ζωή κυνηγημένη,
Κι ούτε ξέρω απ αυτό πώς να ξεφύγω.
Κοπέλλα ήμουν κι μ’ έκαναν δαμάλα. Ακούς τι σου λέω;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Την Ιώ, την κυνηγημένη, την κόρη του Ινάχου,
Δεν θ’ ακουσω; Εσυ δεν αναψες φωτια μεγαλη
Στου Δία την καρδιά, εσένα δε μίσησε η Ηρα
Και σε καταδιώκει ολο και πιο μακρυά;

(Αντιστροφη)
ΙΩ
Του πατέρα μου το όνομα πως το ξέρεις;
Πες μου, η δύστυχη να μάθω. Ποιος είσαι;
Ποιός είσαι, καημένε, και σε μένα τη ταλαίπωρη
Μιλάς τόσο σωστά;
Γνωρίζεις καλα τον έρωτα του Αυθέντη
Και πως με μαραζώνει
με φόβο και φρίκη.
Νηστική, ταλαίπωρη και φοβισμένη   600
Τρέχοντας έφτασα εδώ,
Από της Ηρας την οργή νικημένη.
Υπάρχουν κι άλλοι ταλαίπωροι
Τα δικά μου βάσανα να έχουν;
Μπορεί να το ξέρεις,
πες μου καθαρά   605
Βάσανα πολλά κι άλλα θα περάσω
θάχουν τελειωμό μια μέρα όλα αυτά;
Πες μου, μίλα, έχω μεγάλο πόνο.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μιλάω πάντα καθαρά, κι αυτό που θέλεις θα το μάθεις
Τους γρίφους δεν τους ξέρω, με λόγια απλά μιλώ,
Όπως ξάστερα μιλούν οι φίλοι μεταξύ τους
Ο Προμηθέας είμαι, αυτός που χαρίζει τον πλούτο στους ανθρώπους.

ΙΩ
Ταλαίπωρε Προμηθέα, αφού ο πλούτος όλους τους ανθρώπους ωφελεί,
Γιατί τιμωριέσαι με συμφορές πολλές;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Έχω πάψει να θρηνώ για τα βάσανα που έχω   615

ΙΩ
Δε θα μου κάνεις τι χάρη να μου πεις;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Τι θέλεις, πες μου.Όλα θα τα μάθεις

ΙΩ
Ποιος σε κάρφωσε εδώ στον ψηλό γκρεμό;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Ο Αυθέντης το αποφάσισε, ο Ηφαιστος το εκτέλεσε

ΙΩ
Ποιο έγκλημα με συμφορές πληρώνεις;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Ημουν σαφής, τι άλλο να πω;

ΙΩ
Πες μου, οι ταλαιπωρίες οι δικές μου,
Πότε θα έχουν τελειωμό;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Καλύτερα αυτό να μη το μάθεις

ΙΩ
Μη μου το κάνεις αυτό! Πες μου τι άλλο θα πάθω.                  625

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Δεν τη ζηλεύω τη χάρη που ζητάς

ΙΩ
Γιατί διστάζεις ένα προς ένα να μου τα πεις;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Δε ζηλεύω, το μυαλό σου μη θολώσει φοβάμαι.

ΙΩ
Ας θολώσει, μη σε νοιαζει.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Αφού επιμένεις θα το πω  άκου λοιπόν

ΧΟΡΟΣ
Μη της λες! Ένα κομμάτι ηδονής κι εγω δικαιούμαι.
Αυτή ας μας πει πρώτα
Για τον έρωτα του Αυθέντη και για τις συμφορές της.
Αυτές που θα ’ρθουν ας τις μάθει μετά.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Ιώ, να τη κάνεις τη χάρη που σου ζητουν,
Αδελφές του πατέρα σου είναι.
Το χρόνο σου δε χαραμίζεις
Δάκρυα πολλα θα χύσουν καθώς θ’ ακουν
Συμφορες σκληρες και βάσανα πολλά.

ΙΩ
Και γιατί να μην τη κάνω τη χάρη αυτή;    640
Τι θέλετε να μάθετε; Με λόγια καθαρά θα σας πω
Πονώ και κλαίω καθώς θυμάμαι
Πως ο Αυθέντης δυστυχία μου φορτωσε
Και πώς η άμοιρη άλλαξα μορφή.
Πλάσματα του ονείρου κάθε βράδυ   645
Στο δωμάτιο μου έρχονταν και ξανάρχονταν
Και με συμβούλευαν με λόγια απατηλα
Κοπέλλα όμορφη κι ευτυχισμένη, γιατι παρθένα μένεις
Και στον έρωτα γυρνας τη πλάτη; Ο Αυθέντης σε ποθει,
έχει ανάψει και θέλει να σμίξετε μαζι    650
κοπέλλα όμορφη, μη κλωτσας τη τυχη σου
και βγες στης Λέρνας το απέραντο λιβάδι ,
στου πατερα σου τους σταύλους και τα μαντρια,
μέχρι που να χορτασει τον ερωτα του ο Αυθέντης.
Τετοια ονειρα στον υπνο μου ερχόταν κάθε βράδυ     655
Δεν αντεξα η κακόμοιρη,
Και στον πατερα τα είπα όλα.
Κι αυτος σε μαντεια υπηρέτες εστειλε
Να μαθει τι να κάνει και τι να πει
Τους θεους να μην δυσαρεστήσει.      660
Μας έφεραν χρησμούς αινιγματικους,
σκοτεινους και αμφιβόλους.
Μα ηρθε μια μέρα μήνυμα στον Ίναχο σαφές
Που καθαρά τον πρόσταζε κι έλεγε
Έξω να μ’ αφήσουν, από το σπίτι μακρυα,   665
από τόπο σε τόπο να γυρνώ.
Κι αν δεν το κάνει, με φλογοβόλο κεραυνό ο Αυθέντης
Το σόϊ μας θα ξεπαστρέψει.
Σ’ αυτούς τους χρησμούς πίστεψε κι μ’ έδιωξε
Από το σπίτι μακρυά,χωρίς να το θέλω.       670
Τον καταλαβαίνω χαλινάρια οι διαταγές του Αυθέντη
Κι όπως τα τραβάει έτσι πάμε κι εμεις.
Δεν υπάκουσα κι άλλαξα μορφη, κοίτα, κέρατα έχω
Και η καρδιά μου γέμισε με φρίκη κι αγωνία
Όταν βαθειά με τσίμπησε μύγα που τα μυαλα θολώνει.      675
Με σαλεμένο το μυαλό νερό πήγα να πιώ
Στης Λέρνας τη κρήνη, σε κοντινο ρυακι,
Μα έτρεχε από πίσω μου τσομπάνης οργισμένος
Και με τα χίλια μάτια του άγρια με κοιτουσε.
Μια μέρα όμως κόπηκε το νήμα της ζωής του    680
Κι ησύχασα χωρίς να το περιμένω.
Του Αυθέντη το μαστίγιο το νου μου έχει σαλέψει
Και βρίσκω γιατρικο στο ατέλειωτο φευγιο.
Έμαθες τι έγινε και για τις συμφορες μου τώρα, πες μου, αμέσως
Δε θέλω ελπίδες, δε θέλω ψέματα, παιδιά του οίκτου είναι.        685
Το ψέμμα  είναι ασθένεια και γιατριά δεν έχει.

ΧΟΡΟΣ
Όχι,όχι, μακρυά, μακρυά
Ποτέ, ποτέ! Ποτέ δεν το περίμενα
Να φτάσουνε στ αυτιά μου λόγια τρομερά,
Να δω άσχημα κι αβάσταχτα     690
Βάσανα και φρίκες και χαμούς. Δεν το περίμενα
Σα ξίφος κοφτερο το αιμα μού παγώνουν.
Κακότυχη, κακότυχη, Ιώ
Φρίκη ανείπωτη μου προκαλεί η δυστυχία σου η μεγάλη.  695

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Από τώρα τρομάζεις και βογγας;
Περίμενε ν’ ακούσεις και τα άλλα.

ΧΟΡΟΣ
Λέγε, δεν αντέχω! Γλυκαίνει η καρδια,
όταν με κάθε λεπτομέρεια γνωρίζεις τι θα πάθεις.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Χωρίς δυσκολία έγινε η επιθυμία πράξη      700
Θυμαστε τι ζητήσατε. Πρωτα αυτή να πει
όλα αυτά που περασε κι υστερα θα ακούγατε
τις συμφορές που πάνω της
η Ηρα θα αμολήσει.
Ιώ, κόρη του Ινάχου, άκουσε με προσοχη να μάθεις            705
Πότε θα τελειώσει το ανυπόφορο φευγιό.
Προς την ανατολή φυγε Και πέρασε χέρσα χώρα.
Και γρήγορα τους Σκύθες θ’ αντικρύσεις.
Είναι νομαδες άγριοι, δεν μένουν στο ιδιο μερος,
Με καλάμια είναι τα σπίτια τους κι μ’ όμορφους τροχούς  710
Και όξα θα δεις στους ωμους τους πάντα να κρεμάνε.
Κοντά τους να μη πας μα την ακτή να βρεις
Και πέρνα από τα βράχια π’ αντέχουνε της θάλλασσας το πάθος
Αριστερα θα προχωρήσεις, μεταλλουργούς θα συναντήσεις,
Τους Χάλυβες  κι απ αυτούς να φυλαχτεις.   715
Είναι άγριοι πολύ, με τους ξένους εύκολα δε σμίγουν.
Στον ποταμό τον Αλαζόνα σα φτασεις, δεν είναι μόνο λέξη,
να μην τον περάσεις, ευκολα δε περνιεται,
στον Καύκασο ψηλά το πόδι αν δε πατησεις.
Εκει δεν εχει δύναμη, η ορμη του ξεθυμαινει,   720
Απ τις πλαγιες καθως κυλά με ποταμάκι μοιάζει.
Εκει που οι κορυφες του πιο ψηλου βουνου τα αστρα γειτονευουν,
Το δρόμο πάρε για το Νότο
τις Αμαζόνες εκει θα δεις, μισουν πολύ τους ανδρες.
Αυτές μια μέρα την Θεμίσκυρα θα χτίσουν    725
κοντα στο ποταμο Θερμώδοντα, στου Σαλμυδησσου τη θάλασσα,
εκει που οι ναυτες πνίγονται και σπανε τα καραβια.
Γυναικες γυναίκα θα οδηγήσουνε και με χαρά μεγάλη.
Ισθμό μακρυ θα δεις,
πέρασμα στενο σε λιμνη μέσα,     730
και πέρνα τον χωρις να φοβηθεις.
Γι αυτή τη περιπλάνηση μια μέρα
όλος ο κόσμος θα μιλα. Κι όταν τον πορθμό περάσεις,
Βόσπορο, να σε θυμούνται, θα τον πουν.
Απ’ τους κάμπους της Ευρώπης φυγε και στην Ασία πέρνα.             735
Ό,τι κι αν κάνει με βία το κάνει
ο Κύριος των Κυρίων αυτήν γνωρίζει μοναχά.
Δυνατός μ’ αδύνατη όταν πάει να σμίξει
Καημοι και βάσανα προκύπτουνε πολλά.
Αγροικος εραστης σου έλαχε, καλή μου   740
Έχω κι άλλα να σου πω, δεν αρχισα ακόμα

ΙΩ
Αχ, αχ αναστενάζω και πονώ

ΧΟΡΟΣ
Τι είναι αυτά π’ ακούω!

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Πάλι αναστενάζεις και βογγάς! Και τι θα πάθεις
όταν και τ’ άλλα βάσανα σου πω;

ΧΟΡΟΣ
Κι άλλα βάσανα γι αυτην θα πεις;    745

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Σα θύελλα μαύρη οι συμφορες επανω της θα πεσουν

ΙΩ
Τι κερδίζω που ζω και δεν πέφτω τώρα κιόλας
απ’ αυτόν εδώ το βράχο τον ψηλό;
Να πεσω να τσακιστω, απ’ τους καημούς γιατριά να βρω.

Καλυτερα ένα γρήγορο τέλος    750
παρά μια φρίκη δίχως τέλος.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Κοίτα με! Τα δικα μου βάσανα μπορεις ν’αντέξεις,
Να πεθάνω δεν μπορω
απ’ τα βάσανα να γλυτωσω.
Για μένα υπάρχει μονάχα ένας τρόπος:     755
Του Αυθέντη η τυραννία να καταργηθει.

ΙΩ
Θα πάψει κάποτε ο Αυθέντης εμας να κυβερνα;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Θα χαιροσουνα, νομίζω, αν γινότανε κάποτε αυτό.

ΙΩ
Υποφέρω απ’ αυτόν, δεν θα χαιρόμουνα πολύ;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Να μάθεις πρωτα τι πρόκειται να γινει.   760

ΙΩ
Ποιος από τα χέρια του τη δύναμη θ’ αρπάξει;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Οι επιθυμίες που δεν πρόκειται πράξη ποτέ να γίνουν

ΙΩ
Πες μου, εάν επιτρέπεται, πως θα γίνει αυτό;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Θα μετανοιώσει πολύ πικρα για γαμο που θα κάνει

ΙΩ
Με Κυρία ή με δούλα, πες το, αν μπορεις.  765

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Μη ρωτάς! Δε μπορω να σου το πω.

ΙΩ
Μηπως η γυναίκα του απ τον θρόνο θα τον διώξει;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Αφου θα κάνει γιο πιο δυνατο απ’ αυτόν!

ΙΩ
Μπορει να αποτραπει η εξελιξη αυτή;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Όχι, τις αλυσιδες αυτές πρώτα αν δεν μου κόψει. 770

ΙΩ
Και ποιος θα το κάνει αυτό, ο Αυθέντης αν δεν το θέλει;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Δικο σου εγγόνι μακρυνό τις σιδεριες θα κόψει.

ΙΩ
Μα τι λες; Δικο μου παιδι θα σε γλυτώσει;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Εγγόνι από τη δέκατη τη τρίτη τη γενιά.

ΙΩ
Να καταλάβω δεν μπορω αυτή την προφητεία     775

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Καλύτερα, τις συμφορες τις άλλες να μη μάθεις.

ΙΩ
Μου υπόσχεσαι και την υπόσχεση πίσω παίρνεις.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Δυο πράματα θα σου πω μα διαλεξε το ένα

ΙΩ
Πες μου ποια και γω θ’ αποφασίσω

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Θα σου πω εγω και διάλεξε τι θες  ή τα βάσανα τα άλλα, τα μεγάλα 780
Ή να μάθεις ποιος τις σιδεριες θα κόψει.

ΧΟΡΟΣ
Τη θέληση μου μη περιφρονεις:
το ένα απ’ αυτά σ’ αυτην, το άλλο να πεις σε μένα
σ’ αυτήν τα βάσανα που θα ’ρθουν,
σε μένα αυτόν που θα σε σώσει.    785

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Αφου το θέλετε πολύ, τη χάρη θα την κάνω
Και ο,τι μου ζητάτε αμεσως θα το πω.
Για το δικο σου το φευγιό, Ιώ, θα πω, που τελειωμό δεν εχει
Να τα θυμάσαι γράψε τα στον πίνακα του μυαλου σου.
Ποτάμι σαν περάσεις, σύνορο ηπείρων,    790
Για την λαμπρή Ανατολή, τη φωτεινη
της θάλασσας το φλοισβο σα περάσεις,
στους κάμπους της Κισθήνης ευθύς θα φτάσεις
οι τρεις Γραίες ζουν εκει, του Φόρκυ οι κόρες είναι,
έχουν του κύκνου τη μορφη, ένα μάτι και οι τρείς, ένα δόντι   795
είναι γριές πολύ, ο ηλιος δεν τις βλέπει
μα ούτε και της νύχτας το ολόλαμπρο φεγγάρι.
Και οι αδερφές τους εκεί κοντα, τρεις και με φτερά,
μα φίδια αντί για τρίχες από το κορμί φυτρώνουν,
Γοργόνες τις λέν μα τους ανθρώπους πολύ μισουν   800
Κι οποιος τις δει, του κόβεται η αναπνοη.
Φρουριο τα λόγια μου, με ασφάλεια να κρυφτεις.
Κι αλλα φοβερα θα δεις: από τους  γρύπες του Αυθέντη να φυλαχτεις
Είναι άγρια σκυλιά με δόντια κοφτερά,
κι από των μονόφθαλμων το στρατό, των Σκυθών καβαλαραίων,   805
που σε χρυσοφόρο ποταμι ζουν, στο περασμα του Αδη
Μακρυά απ’ αυτούς! Μαυρους ανθρώπους μετα θα βρεις,
Σε χωρα μακρυνη  ζουν εκει που ο ηλιος βγαινει,
Στο ποταμό κοντά που λέγεται Αιθίοψ.
Τις όχθες ακολούθα, σε καταρράκτη φτάσε,    810
στα Βύβλινα τα ορη, εκει όπου πηγάζουνε
τα ηρεμα και γλυκόπιοτα νερα του Νείλου ποταμού.
Μαζι θα φτάσετε σε γη τριγωνικη, Δέλτα την λεν θαρρώ,
Κι εκεί, Ιω, μαζί με τα παιδιά σου
Πόλη θα χτίσετε σε τόπο μακρυνό.  815
Παράξενα τα λόγια μου αν είναι, αν δεν τα καταλαβαίνεις,
Ρώτα με κι εγω θα σου εξηγήσω.
Χρόνο έχω ελεύθερο, περισσότερο απ’ όσο θέλω.

ΧΟΡΟΣ
Αν κάποιο από τα βάσανα του αβάσταχτου φευγιου
Παρέλειψες να πεις, τώρα να μας το πεις.    820
Μα αν τα ειπες όλα, τη χάρη που υποσχέθηκες,
τώρα θα μας την κάνεις  θα τη θυμάσαι ακόμα

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Το άκουσε το μέρος που θα φτάσει.
Τα βάσανα που πέρασε μέχρι να έρθει εδώ
Τώρα θα της πω  θα δει αν λέω αληθεια   825
Δεν χαραμίζει μάταια το χρόνο της κοντά μου.
Μιας και τα λόγια τα πολλα είναι ενοχλητικά,
γρήγορα θα πω πως έφτασες εδώ.
Ήσουνα στους Μολοσσούς, τη χώρα τους την είδες,
προς τη Δωδώνη πηγες έπειτα, στα όρη τα ψηλα,     830
εκει που το μαντειο βρίσκεται του Δία του Θεσπρωτου
θαύμα απίστευτο ειδες, τα δενδρα να σου μιλουν
με λόγια καθαρά
και ειπαν πως θα γινεις γυναίκα του Αυθέντη
θα χαίρεσαι μέσα σου γι’ αυτό.    835
Εκεί τον ένιωσες τον πόθο τον μεγάλο  και περπατώντας
γιαλό γιαλό στο κόλπο της Ρέας φτάνεις,
μα δε σταματάς, μονοπάτια παλιά περνάς.
Το πέλαγος αυτό μια μέρα, να το ξέρεις,
Ιόνιο θα το πουν και δε θα λησμονούν     840
τα βάσανα σου τα πολλά, ούτε και τ’ όνομά σου.
Βλέπω πίσω από αυτά που όλοι οι άλλοι βλέπουν
και θα πειστείς μ’ αυτά που θα σου πω.
Όχι σε σένα μοναχά, και οι άλλες να τ’ ακούσουν,
πιάνοντας ξανά του λόγου μου την άκρη.  845
Υπάρχει μια πόλη, η Κάνωβος, στα πέρατα του κόσμου,
εκεί που ο Νείλος το χώμα του αφήνει.
Εδώ θα νιώσεις τον πόνο τον γλυκό και ήρεμη θα είσαι
θα είναι τρυφερή του Αυθέντη η επαφή.
Έπαφο θα τον πουν τον γιο τον μελαχρηνό,      850
τον πρώτο από τους απογόνους  άρχοντας θα γίνει
στη γη που ο Νείλος ο πλατύς ποτίζει.
Στη πέμπτη τη γενιά κορίτσια πολλά θα γεννηθουν,
πενήντα, κόρες του εγγονού σου Δαναού
Στο Άργος μια μέρα θα φτάσουν, χωρίς να το θέλουν,         855
Τα ξαδερφια τους για να μη παντρευτουν.
Κι αυτά, παλληκαράκια, με του ερωτα του πόθου στη καρδιά,
γεράκια σωστά πίσω από περιστέρες, στο Άργος θα φτάσουν
για γάμους  μα δε θα χαρουν τα κορμια των κοριτσιών.
Η γη μονάχα η αργείτικη στα σπλάχνα της θα κρύψει      860
κορμια παλληκαριων, σφαγμένα μες τη νύχτα
του άνδρα της η καθεμιά θα πάρει τη ζωή
με μαχαίρι κοφτερό θα κόψει το λαρύγκι
Μακάρι και οι εχθροί μου τέτοιον έρωτα να βρουν.
Ο πόθος όμως ο φλογερός τη κόψη της απόφασης στομώνει      865
και μια από τις κόρες τον άνδρα της θα σώσει
θα προτιμήσει να την λέν δειλή,
φόνισσα όμως όχι.
Αυτης η γενια μια μέρα στο Αργος θα βασιλέψει.
Δεν έχουν τελειωμό αυτά, όσα κι αν πω.    870
Δυο λόγια μοναχά: απ’ το κορμί της θα φυτρώσει
άνδρας γενναίος, στο τοξο φοβερός
αυτος θα σπασει τις αλυσίδες τις γερές
Αυτή την προφητεία άκουσα απ’ της μάνας μου το στόμα
που και πως τις αλυσίδες θα σπασει,       875
δεν θα κερδίσεις τίποτα όσα και να σου πω.

ΙΩ
Προχωράτε, προχωράτε και πάλι, σπασμοί του μυαλού
και της τρέλλας μανία! το λογικό θολώνετε,
με καίτε, αόρατες φλόγες ειστε.
Κεντρί χωρις φωτιά ο πόθος με τρυπά      880
Φοβισμένη η ψυχή μου το νου ποδοπατά.
Ανάποδα γυρίσανε τα μάτια μου
Τη γλώσσα μου δε συγκρατώ κι η  ταραχή της κρίσης
έξω από το δρόμο με πετά
κύματα φριχτης συμφορας      885
λόγια βρωμερα ξεβράζουν

ΣΤΑΣΙΜΟΝ
(Στροφη)
ΧΟΡΟΣ
Σοφός, ναι, σοφός ήταν
εκείνος που πρώτος σκέφτηκε
και ύστερα μας είπε      890
με πρόσωπα της τάξης μας να σμίγουμε μονάχα
εργάτης εάν εισαι, από λεφτάδες μακρυά
κι από αριστοκράτες

(αντιστροφή)
Ποτέ, ποτέ δεν πρόκειται να δείτε
Να πέφτω εγώ στου Αυθέντη το κρεβάτι     895
Μα ούτε άλλος Κύριος εμένα θ’ ακουμπήσει.
Τρομάζω καθώς βλέπω την Ιώ
Την παρθενιά της στον Αυθέντη να χαρίζει
Είναι σκληρη η Κυρά και θα την βασανίσει  900

(Επωδός)
Ανδρα απ’ τη τάξη μου σα πάρω, θάχω χαρά μεγάλη
κι ούτε τα βλέμματα των ισχυρών
φοβάμαι. Να τ’ αποφύγω δε μπορώ.
Πόλεμος είναι ο έρωτας
και δύσκολα πολεμιέται αυτός που πάντα ξεγλυστράει   905
Τί θ’ απογίνω; Δεν ξέρω. Την πονηριά του Αυθέντη
πως ν’ αποφύγω;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Τα μυαλά που έχει τον κάνουν αλαζόνα
Μα γρήγορα ταπείνωση θα νιώσει
Μ’ αυτόν τον γάμο που πρόκειται να κάνει
Ο,τι θέλει δε θα κάνει πια.  910
Του πατέρα του η κατάρα
Τώρα βγαίνει αληθινή
Θυμάσαι που την είπε όταν έχανε το θρόνο; Και τώρα,
να υποδείξει ποιος μπορει Κύριος πώς να μείνει;
Κανείς! Μονάχα εγω μπορώ τον τρόπο να του δειξω.       915
Ας κάθεται στους κεραυνούς κοντά κι ας μας κοιτά με θράσος,
τα πυρωμένα βλήματα στα χέρια του ας παίζει.
Αυτά δεν είναι αρκετά
την πτώση την αναπότρεπτη ανώδυνη να κάνει.
Αήττητο αντίπαλο σήμερα ετοιμάζει      920
που όπλα ανώτερα του κεραυνού θα έχει
κι η αστραπή θα ακούγεται σαν ήχος σιγανός.
Του Ποσειδώνα την αιχμή, που τη στερια κουνάει,
κομμάτια θα την κάνει.
Σε όπλα ανώτερα ο Αυθέντης θα σκοντάψει    925
και γρήγορα θα μαθει, άλλο να είσαι Κύριος
κι άλλο να είσαι δούλος.

ΧΟΡΟΣ
Να πάθει ο Αυθέντης θέλεις όσα εσύ επιθυμείς

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Θα γίνει αυτό που λέω, αυτό που επιθυμώ

ΧΟΡΟΣ
Και λες να περιμένουμε αυτόν που θα τον υποτάξει;      930

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Και βάσανα χειρότερα απ’ τα δικά μου θα ’χει

ΧΟΡΟΣ
Βολές είναι τα λόγια σου. Πώς και δε φοβάσαι;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Φοβος; Μα δε πεθαίνω εγώ!

ΧΟΡΟΣ
Κι αν σε βάσανο φρικτότερο θελήσει να σε ρίξει;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Ας το κάνει κι αυτό  όλα τα περιμένω εγώ

ΧΟΡΟΣ
Σοφός εκείνος που αποφεύγει το φθόνο του Αυθέντη    935

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Σκύψε, λοιπόν, προσκύνα τον, είναι ισχυρός, νομίζεις
εμένα όμως μου φαίνεται πως είναι πολύ μικρός.
Λίγος του μένει χρόνος κι ας κάνει ο,τι θέλει.
Δεν θα ’ναι για πολύ ο Κύριος των Κυρίων.    940
Μα τι βλέπω; Τρέχοντας κοντα μου φτάνει
υπάλληλος του νεου μας Αυθέντη.
Ποιος ξέρει άραγε τι μήνυμα θα φέρνει

ΕΡΜΗΣ
Σε σένανε μιλώ, τον πονηρό, που πίκρες πικρές χαρίζεις.
Σε σένα που μας ξεγέλασες κι αρπαξες τον πλούτο    945
Και στους φτωχούς τον εδωσες  σε σενα, κλέφτη της φωτιάς
Σε διατάζει ο Αυθέντης μας γρήγορα να πεις
Γιατι δεν θάναι αυριο Κύριος των Κυρίων
Γρίφους εμεις δε θέλουμε, δεν τους μπορει ο Αυθέντης,
ένα προς ένα πες τα μας , απλα και καθαρά       950
Βαριέμαι, Προμηθέα, να πάω και να ξανάρθω.
Δεν τα πολυσηκώνει ο Αυθέντης μας αυτά.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Θρασύτατα τα λόγια σου, γεμάτα αλαζονεία
Ετσι πρέπει να μιλά του Αυθέντη ο υπηρέτης.
Χτες μόλις τα πιάσατε του κράτους τα χαλινάρια     955
κι αυταπάτες έχετε πολλές  τα φρουρια απόρθητα δεν είναι!
Δύο Αυθέντες είδα εγώ τον θρόνο τους να χάνουν
και τρίτο τώρα, ντροπιασμένο, σύντομα θα δω.
Σου φαίνεται, θαρρώ, πως τρέμω από το φόβο
νιόφερτο Αυθέντη στον θρόνο όταν βλέπω   960
Δεν θα το δουν τα μάτια σου αυτό!
Τον δρόμο που σ’ έφερε εδώ, αυτόν να πάρεις πάλι
δεν πρόκειται από μένανε τίποτα να μάθεις

ΕΡΜΗΣ
Καράβι είναι το πείσμα σου
που σ’ έφερε σε συμφοράς λιμάνι   965

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Το ξέρεις πολύ καλά  τα βάσανα δεν θα τ’ άλλαζα
εγώ με την υποταγή

ΕΡΜΗΣ
Ναι, μάτια μου, είναι πολύ καλύτερα στο βράχο να υπακούς
παρά υπάλληλος του Αυθέντη μας να είσαι.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Έτσι προσβάλλουμε εμεις εκείνους που μας προσβάλλουν       970

ΕΡΜΗΣ
Καλοπερνάς μου φαινεται μ’ αυτή τη δυστυχία

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Καλοπερνώ; Να καλοπερνούν θα ήθελα πολύ
και όλοι οι εχθροί μου  κι εσύ μαζί.

ΕΡΜΗΣ
Δεν το περίμενα και μένανε φταίχτη να με βγάλεις

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Δυο λόγια θα σου πω: όλους τους Κυρίους τους μισώ      975
Βοήθεια πήρανε αυτοί μα βάσανα εγώ.

ΕΡΜΗΣ
Σ ακούω και κατάλαβα: είσαι πολύ τρελός

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Αν είναι τρέλα το μίσος στους εχθρούς, είμαι τρελός.

ΕΡΜΗΣ
Πολύ θα υποφέραμε αν ειχες εξουσία

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

Αχ, αχ!

ΕΡΜΗΣ
Ο Αυθέντης δε στενάζει, γι αυτό κι Αυθέντης είναι.     980

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Θα το μάθει κι αυτό, όσο περνάει ο καιρός.

ΕΡΜΗΣ
Δεν έμαθες ακόμα σύνεση τι είναι

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Για να μιλώ με έναν υπηρέτη

ΕΡΜΗΣ
Δε θα μάθει τίποτα ο Αυθέντης μου από σένα

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Θα τον ξεπλήρωνα μόνο αν του χρωστούσα.     985

ΕΡΜΗΣ
Με χλεύασες σα νάμουνα παιδάκι

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Κι από παιδί δεν είσαι πιο αφελής ακόμα,
όταν ελπίζεις πως εγώ κάτι θα σου πω;
Να με πιέσει να του πω δεν μπορεί ο Αυθέντης
τεχνάσματα και μαρτύρια δεν είναι αρκετά.    990
Μόνο όταν μου κόψει τα δεσμα τα βλαβερά.
Κι άλλα πολλά ας κάνει, φωτιά και κεραυνό ας ρίξει,
και χιόνι πολύ, και βουητό ας στείλει,
από της γης τα βάθη, σεισμό φοβερό ας κάνει.
Τα όπλα αυτά δε με λυγίζουνε, και δεν θ’ αποκαλύψω           995
από ποιον ο Αυθέντης μας το θρόνο του θα χάσει.

ΕΡΜΗΣ
Σκέψου από την κατάσταση πώς να επωφεληθείς

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Κάθε μέρα σκέφτομαι και αποφάσεις παίρνω

ΕΡΜΗΣ
Πάρε την απόφαση να σκέφτεσαι σωστά
Τα βάσανα αυτά τον τρόπο θα σου δείξουν     1000

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Γίνεσαι οχληρός όταν μου λες τα ίδια και τα ίδια.
Κι ας μη σου περάσει απ’ το μυαλό
πως τον Αυθέντη εγώ θα φοβηθώ
και σαν γυναικούλα φοβισμένη
στα πόδια του θα πέσω και θα τον παρακαλέσω      1005
από το βράχο να με λύσει  ποτέ, ποτέ!

ΕΡΜΗΣ
Λέω πολλά μα άχρηστα μου φαίνεται πως είναι
Με παρακάλια η καρδιά ποτέ δε μαλακώνει
μα ούτε και πίσω κάνει  το χαλινάρι τον ενοχλεί
κι από το στόμα του με δύναμη θέλει να το βγάλει.     1010
Τη σκέψη την αδύνατη πολύ δυνατή την κάνει
και θάρρος παίρνει  άμα σκέφτεσαι σωστά
το πείσμα από μόνο του είναι ζημιά μεγάλη.
Εάν εσύ στα λόγια μου δεν υπακούσεις τώρα
επάνω σου τα βάσανα σαν κύματα θα πέσουν   1015
το φαράγγι αυτό ο Αυθέντης μου τώρα θα ανατινάξει,
με κεραυνούς και αστραπές  κροκάλες θα το κάνει
και τάφος σου θα γίνει
αγκαλιά οι πέτρες θα σε πάρουν.
Και σα περάσει ο καιρός         1020
πάλι το φως θα δεις. Μα του Δία ο αετός,
ακάλεστος και πονηρός, αχόρταγος και συνεπής,
σα σκύλος φτερωτός,
κουρέλι θα κάνει το κορμί σου
και θα ξεσκίζει αλύπητα το μαύρο σου συκώτι.  1025
Σε όλα αυτά τα βάσανα μη περιμένεις τέλος
εάν στη θέση σου άλλος δεν υποφέρει,
κι αν δεν κατεβεί
στο σκοτεινό τον Άδη, στου Τάρταρου τα βάθη
Όλα αυτά να τα σκεφτείς  ψέμματα δεν λέω   1030
μιλώ πολύ σωστά κι αν μ’ ακούσεις θα σωθείς.
Το στόμα του Αυθέντη μας ψέμματα δε λέει
μα ό,τι πει το κάνει.
Σκέψου λοιπόν κι απόφαση να πάρεις
η υποχώρηση είναι πιο καλή, καταστροφή το πείσμα.   1035

ΧΟΡΟΣ
Είναι πολύ σωστές αυτές οι συμβουλές!
Το πείσμα, σου λέει, παράτα το,
είναι η υποχώρηση σύνεση και σοφία.
Υπάκουσε  λάθος να κάνει ο σοφός είναι ντροπή μεγάλη.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Με φοβερίζει με απειλές που γνώριζα καλά!    1040
Δεν είναι παράξενο
τον εχθρό να βλάπτει ο εχθρός
Ας ρίξει καταπάνω μου το πύρινο το ξίφος,
ας σκεπαστει ο ουρανός
με θύελλες και με βροντές,   1045
τη γη από τα βάθη να τραντάξει
αέρας δυνατός,
στον ουρανό τα κύματα ας φτάσουν
κι ας φράξουν των αστεριων τους δρόμους,
στα Τάρταρα να ρίξει το κορμί μου  1050
κι ας με πετάξει στης Ανάγκης την αγκάλη
που είναι η σκλαβιά η πιο μεγάλη.
Να με σκοτώσει δε μπορεί!

ΕΡΜΗΣ
Έτσι σκέφτονται οι τρελοί
και τέτοια λόγια λένε.      1055
Δεν φανερώνουν οι ευχές
μεγάλη παραφροσύνη; Είναι τρελός για δέσιμο.
Κι εσεις γυναίκες, αφήστε τον αυτόν εδώ
και μην τον συμπονάτε.
Φύγετε γρήγορα από δω    1060
πριν του κεραυνού το βουητό
κομμάτια το μυαλό σας κάνει.

ΧΟΡΟΣ
Τίποτα άλλο πες μου  δε θα με πείσεις
με αυτές τις συμβουλές.
Χείμαρρος τα λόγια σου, να τον περάσω δεν μπορώ.     1065
Με διατάζεις μικροπρεπής να γίνω;
Μαζί με αυτόν κι εγώ ας πάθω ό,τι πάθω.
Από μικρή με μάθανε τι είναι η ρουφιανιά
Έγκλημα πιο βαρύ
γνωρίζεις να υπάρχει;    1070

ΕΡΜΗΣ
Να θυμηθείτε αυτά που τώρα θα σας πω
τη τύχη σας να μην κατηγορείτε
για όποια συμφορά σας βρει
δεν θα ’ναι αναπάντεχη,
κι ο Αυθέντης δεν θα φταίει     1075
εσείς θα φταίτε, οι ίδιες.
Δεν θα γίνει ύπουλα μα ούτε και ξαφνικά
Το ξέρετε καλά  η ανοησία η δική σας θα σας μπλέξει
σε απέραντο δίχτυ συμφοράς.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Να, να, πράγματι, δεν είναι λόγια,   1080
τρέμει η γη, σειέται το σύμπαν όλο
μαζί με τη βροντή, να, κι από τα έγκατα βουή,
πύρινες αστραπές τον ουρανό φωτίζουν
κι οι ανεμοστρόβιλοι τη σκόνη στροβιλίζουν
δυναμώνουν οι άνεμοι  1085
κι ο ένας τον άλλον παρασέρνει
σα να ’γινε επανάσταση μεγάλη
τη θάλασσα χτυπούν, κύματα ψηλά ξερνούν.
Ο Κύριος είναι! Με κάθε τρόπο προσπαθεί
εμένα να φοβερίσει.  1090
Μητέρα, σεβαστή μου Μητέρα,
Ηλιε, καλέ μου ήλιε, που όλα τα φωτίζεις, δείτε με,
δημιουργός του πλούτου είμαι κι υποφέρω! Είναι αδικία.
Τ - Ε - Λ - Ο - Σ

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης