Ὁ Γουίλλη, ὁ μαῦρος θερμαστὴς ἀπὸ τὸ Τζιμπουτί,
ὅταν ἀπ᾿ τὴν βάρδια τοῦ τὴ βραδινὴ σχολοῦσε,
στὴν κάμαρά μου ἐρχότανε, γελώντας νὰ μὲ βρεῖ,
κι ὧρες πολλὲς γιὰ πράματα περίεργα μοῦ μιλοῦσε.
Μοῦ ῾λεγε πῶς καπνίζουνε στ᾿ Ἀλγέρι τὸ χασὶς
καὶ στὸ Ἄντεν πῶς χορεύοντας πίνουν τὴν ἄσπρη σκόνη,
κι ἔπειτα πῶς φωνάζουνε καὶ πῶς μονολογοῦν,
ὅταν ἡ ζάλη μ᾿ ὄνειρα περίεργα τοὺς κυκλώνει.
Μοῦ λέγ᾿ ἀκόμα ὅτ᾿ εἶδ᾿ αὐτός, μία νύχτα πού ῾χε πιεῖ,
πὼς πάνω σ᾿ ἄτι κάλπαζε στὴν πλάτη τῆς θαλάσσης,
καὶ πίσωθέ του τρέχανε γοργόνες μὲ φτερά.
-Σὰν πᾶμε στὸ Ἄντεν, μοῦ ῾λεγε, κι ἐσὺ θὰ δοκιμάσεις.
Ἐγὼ γλυκὰ τοῦ χάριζα καὶ λάμες ξουραφιῶν
καὶ τοῦ ῾λεγα πὼς τὸ χασὶς τὸν ἄνθρωπο σκοτώνει,
καὶ τότε αὐτὸς συνήθιζε γελώντας τρανταχτά,
μὲ τό ῾να χέρι του ψηλὰ πολὺ νὰ μὲ σηκώνει.
Μὲς στὸ τεράστιο σῶμα του εἶχε μι᾿ ἀθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στὸ μπὰρ Ρετζίνα - στὴ Μαρσίλια
γιὰ νὰ φυλάξει ἐμένα ἀπὸ ἕναν Ἰσπανό,
ἔφαγε αὐτὸς μίαν ἀδειανὴ στὴν κεφαλὴ μποτίλια.
Μία μέρα τὸν ἀφήσαμε στεγνὸ ἀπ᾿ τον πυρετό,
πέρα στὴν Ἄπω Ἀνατολή, νὰ φλέγεται, νὰ λιώνει.
Θεὲ τῶν μαύρων, τὸν καλὸ συγχώρεσε Γουὶλ
καὶ δῶσ᾿ του ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, λίγη ἀπ᾿ τὴν ἄσπρη σκόνη.
~
Μαραμπού (1933)
ὅταν ἀπ᾿ τὴν βάρδια τοῦ τὴ βραδινὴ σχολοῦσε,
στὴν κάμαρά μου ἐρχότανε, γελώντας νὰ μὲ βρεῖ,
κι ὧρες πολλὲς γιὰ πράματα περίεργα μοῦ μιλοῦσε.
Μοῦ ῾λεγε πῶς καπνίζουνε στ᾿ Ἀλγέρι τὸ χασὶς
καὶ στὸ Ἄντεν πῶς χορεύοντας πίνουν τὴν ἄσπρη σκόνη,
κι ἔπειτα πῶς φωνάζουνε καὶ πῶς μονολογοῦν,
ὅταν ἡ ζάλη μ᾿ ὄνειρα περίεργα τοὺς κυκλώνει.
Μοῦ λέγ᾿ ἀκόμα ὅτ᾿ εἶδ᾿ αὐτός, μία νύχτα πού ῾χε πιεῖ,
πὼς πάνω σ᾿ ἄτι κάλπαζε στὴν πλάτη τῆς θαλάσσης,
καὶ πίσωθέ του τρέχανε γοργόνες μὲ φτερά.
-Σὰν πᾶμε στὸ Ἄντεν, μοῦ ῾λεγε, κι ἐσὺ θὰ δοκιμάσεις.
Ἐγὼ γλυκὰ τοῦ χάριζα καὶ λάμες ξουραφιῶν
καὶ τοῦ ῾λεγα πὼς τὸ χασὶς τὸν ἄνθρωπο σκοτώνει,
καὶ τότε αὐτὸς συνήθιζε γελώντας τρανταχτά,
μὲ τό ῾να χέρι του ψηλὰ πολὺ νὰ μὲ σηκώνει.
Μὲς στὸ τεράστιο σῶμα του εἶχε μι᾿ ἀθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στὸ μπὰρ Ρετζίνα - στὴ Μαρσίλια
γιὰ νὰ φυλάξει ἐμένα ἀπὸ ἕναν Ἰσπανό,
ἔφαγε αὐτὸς μίαν ἀδειανὴ στὴν κεφαλὴ μποτίλια.
Μία μέρα τὸν ἀφήσαμε στεγνὸ ἀπ᾿ τον πυρετό,
πέρα στὴν Ἄπω Ἀνατολή, νὰ φλέγεται, νὰ λιώνει.
Θεὲ τῶν μαύρων, τὸν καλὸ συγχώρεσε Γουὶλ
καὶ δῶσ᾿ του ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, λίγη ἀπ᾿ τὴν ἄσπρη σκόνη.
~
Μαραμπού (1933)