Ξεχείλισμα Κυριακάτικης περιττότητας.
Αυτήνε μόνο βλέπεις.
Χυμένη στη φύση
τυλίγει την κάθε ακτίδα του ήλιου.
Μέσα στις φλέβες μου όλες,
ως έξω στις πιο μου κυρίαρχες σκέψεις.
Τίποτ’ άλλο δεν είναι.
Τ’ αναιμικό αντρόγυνο της εργατιάς σέρνει ανάμεσά του
ένα παιδάκι.
Με αργοκίνητη απόλαυση.
Κατάδικο σ’ ανήθικη συνέχεια κατάντειας.
Στις φορεσιές, στις στάσεις, στα κουνήματα,
σε ό,τι θέλουνε να κρύψουν, να κάνουνε ακόμα
πιο μεγάλο
κι απ’ του αγνώστου μας το φόβο,
παντού το τελειωμένο
το ανθρώπινο.
Πατάνε.
Ολοκάθαροι και νηστικοί.
Γυρεύουνε. Χαμένοι.
Μαζί και κείνος που μεγάλωσε στους Κυριακάτικους περίπατους,
ανάμεσα στους περιπατητές.
Τα πρόσωπα όλα γνώριμα, αδιάφορα.
Σαν τον εαυτό σου.
Τις άλλες μέρες μακριά, σήμερα ξένος.
Κι αυτοί έχουν αφήσει κάπου ό,τι δικό τους.
Κουνιώνται ολόγυρά σου,
τόσο ίδιοι,
τόσο άχρηστα διαφορετικοί.
Παιγνίδια που ξεφύγανε,
ανάμεσα σε τόσα άψυχα.
Ασύντριφτα.
Μπορώ να τους κοιτάζω άφοβα,
κι ας μας χωρίζει όλους μας κατάβαθα
πανάρχαιος δεσμός χυδαίας πάλης.
Κάποιοι μου κάνουνε για λίγο συντροφιά
με τις δικές μου τις ψευτιές που βάζω μέσα τους.
Μα όλο τους αφήνω.
Μακριά τους,
σε μια ξεχωρισιά.
Σβήνεται κάθε νόημα,
κι οι κόσμοι που ’λαμψαν ποτέ στο μοναχό ξαστέρωμα.
Μα κι έτσι μαζί σου σα βρεθείς,
χαμένος τότε πιο πολύ.
Και πια μονάχα κρατημένος
απ’ του χαμού την ομορφιά.
Αρχίζει τ’ όνειρο,
κείνο που μέσα του ποτέ σου δε ρωτιέσαι:
γιατί είσ’ εκεί;
γιατί είναι όλα έτσι;
με το φόβο.
Ποτέ δε θα ξυπνήσεις. Τ’ όνειρό σου μονάχα θα σβήσει.
Δε θα μπορούσε να ’ναι αλλιώς.
Συγκρίσεις δεν υπάρχουνε.
Κι ανακουφίζεσαι. Με υποψία.
Κι η τύψη πάλι εκεί,
για σένα, για τους άλλους, για το μεγάλο γύρω σου.
Στιγμές σου μένουνε στη ζάλη.
Χαρά.
Τ’ αγαπημένο σώμα σου σε καρτερεί
και σε μικραίνει τόσο,
σε χώνει ακέριο μέσα του,
και βρίσκεις έτσι ποια θα σε σώσει συντροφιά…
Ακόμα μέσα στ’ όνειρο.
Στο δρόμο αρχίζουν όλα.
Ανάμεσα στους περιπατητές.
~
από τη συλλογή Στου γλυτωμού το χάζι, 1931
Ευχαριστώ τη φίλη μου Αγγελική που μου έστειλε το ποίημα
Ο Θεόδωρος Ντόρρος (Τραμπαδώρος) ανήκε σε εύπορη Ελληνοαμερικανική οικογένεια με μεγάλα καταστήματα -οίκους μόδας που έραβαν νυφικά - στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι και την Αθήνα. Καί ὁ ἴδιος εἶχε ἀπασχοληθεῖ στήν οίκογενειακή ἐπιχείρηση εἰδῶν προικός Dorros Bros.
Ο Ντόρρος ήταν άγνωστος στην Ελλάδα. Ζούσε ανάμεσα Παρίσι και Νέα Υόρκη. Τον Δεκέμβριο του 1930 τύπωσε στη Γαλλία το βιβλίο του σε ωραίο και ακριβό χαρτί και το έστειλε στην Ελλάδα.
Είχε κυκλοφορήσει μέσα σ’ ένα κουτί με σκληρό χαρτόνι που για να το ανοίξεις έπρεπε να λύσεις το φιόγκο με το μπλε νήμα που συγκρατούσε το καπάκι του. Το όνομα του συγγραφέα, ήταν τότε παντελώς άγνωστο: Θεόδωρος Ντόρρος. Τίτλος του βιβλίου «Στου γλυτωμού το χάζι». Στις πρώτες σελίδες μέσα σε ένα μαύρο πλαίσιο έγραφε: «Το βιβλίο τούτο δεν πουλιέται. Στέλνεται δωρεάν σε όποιον το ζητήσει». Και μετά είχε την διεύθυνσή του.
Ἡ συλλογή «Στοῦ γλυτωμοῦ τό χάζι» ἀποτελεῖται ἀπό 15 μικρά καί μεγάλα ποιήματα μέσα στά ὁποῖα δεσπόζει ὁ προβληματισμός τοῦ ἀστικοῦ τοπίου καί ὁ ψυχισμός τοῦ ξενιτεμένου καί ἀποκομμένου ἀπό τίς ρίζες του ἀνθρώπου. Ἡ ἀτελής γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας βαραίνει στήν ἔκφραση καί σ’ αὐτήν ἐν πολλοῖς ὀφείλονται καί κάποιες ἐξεζητημένες ἀσάφειες, πού πολλές φορές ἐκλαμβάνονται ὡς ἠθελημένες νοηματικές ἐκτροπές καί μορφικές ἀσυνέχειες.
Ο Ντόρρος γεννήθηκε το 1895 και αυτοκτόνησε μαζί με τη σύζυγό του Σούζαν το 1954, μόλις 59 χρονών! Η περίπτωση της κοινής αυτοκτονίας-μαζί με την γυναίκα του-θυμίζει την ανάλογη του Άγγλου συγγραφέα Άρθουρ Καίσλερ και της συζύγου του.
Αυτήνε μόνο βλέπεις.
Χυμένη στη φύση
τυλίγει την κάθε ακτίδα του ήλιου.
Μέσα στις φλέβες μου όλες,
ως έξω στις πιο μου κυρίαρχες σκέψεις.
Τίποτ’ άλλο δεν είναι.
Τ’ αναιμικό αντρόγυνο της εργατιάς σέρνει ανάμεσά του
ένα παιδάκι.
Με αργοκίνητη απόλαυση.
Κατάδικο σ’ ανήθικη συνέχεια κατάντειας.
Στις φορεσιές, στις στάσεις, στα κουνήματα,
σε ό,τι θέλουνε να κρύψουν, να κάνουνε ακόμα
πιο μεγάλο
κι απ’ του αγνώστου μας το φόβο,
παντού το τελειωμένο
το ανθρώπινο.
Πατάνε.
Ολοκάθαροι και νηστικοί.
Γυρεύουνε. Χαμένοι.
Μαζί και κείνος που μεγάλωσε στους Κυριακάτικους περίπατους,
ανάμεσα στους περιπατητές.
Τα πρόσωπα όλα γνώριμα, αδιάφορα.
Σαν τον εαυτό σου.
Τις άλλες μέρες μακριά, σήμερα ξένος.
Κι αυτοί έχουν αφήσει κάπου ό,τι δικό τους.
Κουνιώνται ολόγυρά σου,
τόσο ίδιοι,
τόσο άχρηστα διαφορετικοί.
Παιγνίδια που ξεφύγανε,
ανάμεσα σε τόσα άψυχα.
Ασύντριφτα.
Μπορώ να τους κοιτάζω άφοβα,
κι ας μας χωρίζει όλους μας κατάβαθα
πανάρχαιος δεσμός χυδαίας πάλης.
Κάποιοι μου κάνουνε για λίγο συντροφιά
με τις δικές μου τις ψευτιές που βάζω μέσα τους.
Μα όλο τους αφήνω.
Μακριά τους,
σε μια ξεχωρισιά.
Σβήνεται κάθε νόημα,
κι οι κόσμοι που ’λαμψαν ποτέ στο μοναχό ξαστέρωμα.
Μα κι έτσι μαζί σου σα βρεθείς,
χαμένος τότε πιο πολύ.
Και πια μονάχα κρατημένος
απ’ του χαμού την ομορφιά.
Αρχίζει τ’ όνειρο,
κείνο που μέσα του ποτέ σου δε ρωτιέσαι:
γιατί είσ’ εκεί;
γιατί είναι όλα έτσι;
με το φόβο.
Ποτέ δε θα ξυπνήσεις. Τ’ όνειρό σου μονάχα θα σβήσει.
Δε θα μπορούσε να ’ναι αλλιώς.
Συγκρίσεις δεν υπάρχουνε.
Κι ανακουφίζεσαι. Με υποψία.
Κι η τύψη πάλι εκεί,
για σένα, για τους άλλους, για το μεγάλο γύρω σου.
Στιγμές σου μένουνε στη ζάλη.
Χαρά.
Τ’ αγαπημένο σώμα σου σε καρτερεί
και σε μικραίνει τόσο,
σε χώνει ακέριο μέσα του,
και βρίσκεις έτσι ποια θα σε σώσει συντροφιά…
Ακόμα μέσα στ’ όνειρο.
Στο δρόμο αρχίζουν όλα.
Ανάμεσα στους περιπατητές.
~
από τη συλλογή Στου γλυτωμού το χάζι, 1931
Ευχαριστώ τη φίλη μου Αγγελική που μου έστειλε το ποίημα
Ο Θεόδωρος Ντόρρος (Τραμπαδώρος) ανήκε σε εύπορη Ελληνοαμερικανική οικογένεια με μεγάλα καταστήματα -οίκους μόδας που έραβαν νυφικά - στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι και την Αθήνα. Καί ὁ ἴδιος εἶχε ἀπασχοληθεῖ στήν οίκογενειακή ἐπιχείρηση εἰδῶν προικός Dorros Bros.
Ο Ντόρρος ήταν άγνωστος στην Ελλάδα. Ζούσε ανάμεσα Παρίσι και Νέα Υόρκη. Τον Δεκέμβριο του 1930 τύπωσε στη Γαλλία το βιβλίο του σε ωραίο και ακριβό χαρτί και το έστειλε στην Ελλάδα.
Είχε κυκλοφορήσει μέσα σ’ ένα κουτί με σκληρό χαρτόνι που για να το ανοίξεις έπρεπε να λύσεις το φιόγκο με το μπλε νήμα που συγκρατούσε το καπάκι του. Το όνομα του συγγραφέα, ήταν τότε παντελώς άγνωστο: Θεόδωρος Ντόρρος. Τίτλος του βιβλίου «Στου γλυτωμού το χάζι». Στις πρώτες σελίδες μέσα σε ένα μαύρο πλαίσιο έγραφε: «Το βιβλίο τούτο δεν πουλιέται. Στέλνεται δωρεάν σε όποιον το ζητήσει». Και μετά είχε την διεύθυνσή του.
Ἡ συλλογή «Στοῦ γλυτωμοῦ τό χάζι» ἀποτελεῖται ἀπό 15 μικρά καί μεγάλα ποιήματα μέσα στά ὁποῖα δεσπόζει ὁ προβληματισμός τοῦ ἀστικοῦ τοπίου καί ὁ ψυχισμός τοῦ ξενιτεμένου καί ἀποκομμένου ἀπό τίς ρίζες του ἀνθρώπου. Ἡ ἀτελής γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας βαραίνει στήν ἔκφραση καί σ’ αὐτήν ἐν πολλοῖς ὀφείλονται καί κάποιες ἐξεζητημένες ἀσάφειες, πού πολλές φορές ἐκλαμβάνονται ὡς ἠθελημένες νοηματικές ἐκτροπές καί μορφικές ἀσυνέχειες.
Ο Ντόρρος γεννήθηκε το 1895 και αυτοκτόνησε μαζί με τη σύζυγό του Σούζαν το 1954, μόλις 59 χρονών! Η περίπτωση της κοινής αυτοκτονίας-μαζί με την γυναίκα του-θυμίζει την ανάλογη του Άγγλου συγγραφέα Άρθουρ Καίσλερ και της συζύγου του.