Δε με χωρούν οι τόποι σας.
Ούτ’ οι χαρές σας ούτ’ ο πόνος μου.
Δεν είναι δυνατό μου να ζω κάθε στιγμή ο ίσιος σας.
Σας θάβω και με θάβετε.
Κι η ασχήμια του πεθαμού σας λυπητερότερη απ’ το
θάνατο.
Κουβέντες μόνο
απ’ τα ψηλώματα του νου.
Τέτοιες, που σβήνουν κάθε “πιο αληθινό”
με στεναγμούς υπομονής,
και μ’ ομορφιές ελπίδας του αδύνατου.
Πάντα το άγνωστο, η μοίρα και το μέλλον.
Με διώχνει από παντού ο ξαφνιασμός μου:
Γιατί, δε φώναξα μονάχος, δυνατά, ποτές μου.
Και σε κανένα μπρος.
Κι ούτε ποτές μου θα φωνάξω,
σαν τρελός,
με φλέβες φουσκωμένες.
Κι άλλος κανείς.
Φωνή της ανθρωπιάς,
κείνης που βγαίνει καυτερή ως το πετσί,
και που παγώνει κάθε ψέμμα ζεστασιάς,
ακόμα δεν ακούστηκε.
Μόνο να πει:
“Σταθείτε και σωπάστε.
Ξεχάστε τις αντίζωες του πίθηκου αξίες.
Πάψτε ζητώντας τα μεγάλα της ζωής
και τα δικά σας
στων αλλονών το μικρανθρώπισμα,
στις κυριότητες του νυσταγμού σας.
Γινήτε λίγοι.
Πολύ λίγοι για να’ στε ζωντανοί.”
Κει που’ στε μαζεμένοι, η ανθρωπιά ντροπή.
Και βάρβαρη η δική μου
όταν μου λείπει η συφορά σας.
Δε με χωρούν οι τόποι σας. Δεν ξέρω πού να ζήσω.
~
από τη συλλογή Στου γλυτωμού το χάζι, 1931
Ευχαριστώ τη φίλη μου Αγγελική που μου έστειλε το ποίημα
Ο Θεόδωρος Ντόρρος (Τραμπαδώρος) ανήκε σε εύπορη Ελληνοαμερικανική οικογένεια με μεγάλα καταστήματα -οίκους μόδας που έραβαν νυφικά - στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι και την Αθήνα. Καί ὁ ἴδιος εἶχε ἀπασχοληθεῖ στήν οίκογενειακή ἐπιχείρηση εἰδῶν προικός Dorros Bros.
Ο Ντόρρος ήταν άγνωστος στην Ελλάδα. Ζούσε ανάμεσα Παρίσι και Νέα Υόρκη. Τον Δεκέμβριο του 1930 τύπωσε στη Γαλλία το βιβλίο του σε ωραίο και ακριβό χαρτί και το έστειλε στην Ελλάδα.
Είχε κυκλοφορήσει μέσα σ’ ένα κουτί με σκληρό χαρτόνι που για να το ανοίξεις έπρεπε να λύσεις το φιόγκο με το μπλε νήμα που συγκρατούσε το καπάκι του. Το όνομα του συγγραφέα, ήταν τότε παντελώς άγνωστο: Θεόδωρος Ντόρρος. Τίτλος του βιβλίου «Στου γλυτωμού το χάζι». Στις πρώτες σελίδες μέσα σε ένα μαύρο πλαίσιο έγραφε: «Το βιβλίο τούτο δεν πουλιέται. Στέλνεται δωρεάν σε όποιον το ζητήσει». Και μετά είχε την διεύθυνσή του.
Ἡ συλλογή «Στοῦ γλυτωμοῦ τό χάζι» ἀποτελεῖται ἀπό 15 μικρά καί μεγάλα ποιήματα μέσα στά ὁποῖα δεσπόζει ὁ προβληματισμός τοῦ ἀστικοῦ τοπίου καί ὁ ψυχισμός τοῦ ξενιτεμένου καί ἀποκομμένου ἀπό τίς ρίζες του ἀνθρώπου. Ἡ ἀτελής γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας βαραίνει στήν ἔκφραση καί σ’ αὐτήν ἐν πολλοῖς ὀφείλονται καί κάποιες ἐξεζητημένες ἀσάφειες, πού πολλές φορές ἐκλαμβάνονται ὡς ἠθελημένες νοηματικές ἐκτροπές καί μορφικές ἀσυνέχειες.
Ο Ντόρρος γεννήθηκε το 1895 και αυτοκτόνησε μαζί με τη σύζυγό του Σούζαν το 1954, μόλις 59 χρονών! Η περίπτωση της κοινής αυτοκτονίας-μαζί με την γυναίκα του-θυμίζει την ανάλογη του Άγγλου συγγραφέα Άρθουρ Καίσλερ και της συζύγου του.
Ούτ’ οι χαρές σας ούτ’ ο πόνος μου.
Δεν είναι δυνατό μου να ζω κάθε στιγμή ο ίσιος σας.
Σας θάβω και με θάβετε.
Κι η ασχήμια του πεθαμού σας λυπητερότερη απ’ το
θάνατο.
Κουβέντες μόνο
απ’ τα ψηλώματα του νου.
Τέτοιες, που σβήνουν κάθε “πιο αληθινό”
με στεναγμούς υπομονής,
και μ’ ομορφιές ελπίδας του αδύνατου.
Πάντα το άγνωστο, η μοίρα και το μέλλον.
Με διώχνει από παντού ο ξαφνιασμός μου:
Γιατί, δε φώναξα μονάχος, δυνατά, ποτές μου.
Και σε κανένα μπρος.
Κι ούτε ποτές μου θα φωνάξω,
σαν τρελός,
με φλέβες φουσκωμένες.
Κι άλλος κανείς.
Φωνή της ανθρωπιάς,
κείνης που βγαίνει καυτερή ως το πετσί,
και που παγώνει κάθε ψέμμα ζεστασιάς,
ακόμα δεν ακούστηκε.
Μόνο να πει:
“Σταθείτε και σωπάστε.
Ξεχάστε τις αντίζωες του πίθηκου αξίες.
Πάψτε ζητώντας τα μεγάλα της ζωής
και τα δικά σας
στων αλλονών το μικρανθρώπισμα,
στις κυριότητες του νυσταγμού σας.
Γινήτε λίγοι.
Πολύ λίγοι για να’ στε ζωντανοί.”
Κει που’ στε μαζεμένοι, η ανθρωπιά ντροπή.
Και βάρβαρη η δική μου
όταν μου λείπει η συφορά σας.
Δε με χωρούν οι τόποι σας. Δεν ξέρω πού να ζήσω.
~
από τη συλλογή Στου γλυτωμού το χάζι, 1931
Ευχαριστώ τη φίλη μου Αγγελική που μου έστειλε το ποίημα
Ο Θεόδωρος Ντόρρος (Τραμπαδώρος) ανήκε σε εύπορη Ελληνοαμερικανική οικογένεια με μεγάλα καταστήματα -οίκους μόδας που έραβαν νυφικά - στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι και την Αθήνα. Καί ὁ ἴδιος εἶχε ἀπασχοληθεῖ στήν οίκογενειακή ἐπιχείρηση εἰδῶν προικός Dorros Bros.
Ο Ντόρρος ήταν άγνωστος στην Ελλάδα. Ζούσε ανάμεσα Παρίσι και Νέα Υόρκη. Τον Δεκέμβριο του 1930 τύπωσε στη Γαλλία το βιβλίο του σε ωραίο και ακριβό χαρτί και το έστειλε στην Ελλάδα.
Είχε κυκλοφορήσει μέσα σ’ ένα κουτί με σκληρό χαρτόνι που για να το ανοίξεις έπρεπε να λύσεις το φιόγκο με το μπλε νήμα που συγκρατούσε το καπάκι του. Το όνομα του συγγραφέα, ήταν τότε παντελώς άγνωστο: Θεόδωρος Ντόρρος. Τίτλος του βιβλίου «Στου γλυτωμού το χάζι». Στις πρώτες σελίδες μέσα σε ένα μαύρο πλαίσιο έγραφε: «Το βιβλίο τούτο δεν πουλιέται. Στέλνεται δωρεάν σε όποιον το ζητήσει». Και μετά είχε την διεύθυνσή του.
Ἡ συλλογή «Στοῦ γλυτωμοῦ τό χάζι» ἀποτελεῖται ἀπό 15 μικρά καί μεγάλα ποιήματα μέσα στά ὁποῖα δεσπόζει ὁ προβληματισμός τοῦ ἀστικοῦ τοπίου καί ὁ ψυχισμός τοῦ ξενιτεμένου καί ἀποκομμένου ἀπό τίς ρίζες του ἀνθρώπου. Ἡ ἀτελής γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας βαραίνει στήν ἔκφραση καί σ’ αὐτήν ἐν πολλοῖς ὀφείλονται καί κάποιες ἐξεζητημένες ἀσάφειες, πού πολλές φορές ἐκλαμβάνονται ὡς ἠθελημένες νοηματικές ἐκτροπές καί μορφικές ἀσυνέχειες.
Ο Ντόρρος γεννήθηκε το 1895 και αυτοκτόνησε μαζί με τη σύζυγό του Σούζαν το 1954, μόλις 59 χρονών! Η περίπτωση της κοινής αυτοκτονίας-μαζί με την γυναίκα του-θυμίζει την ανάλογη του Άγγλου συγγραφέα Άρθουρ Καίσλερ και της συζύγου του.