Σιγὰ ἡ πηγὴ στὴ λαγκαδιὰ κυλᾶ μὲς στὰ χαλίκια,
σιγὰ κι ἀργὰ τὰ ἰσκιώματα γλιστροῦν τοῦ δειλινοῦ
στὰ θάμνα σκόρπια βόσκουνε πηδώντας τὰ κατσίκια
στὸ βράχο τὸν ὀρθόψηλο τοῦ ἀπὸγκρεμνου βουνοῦ.
Κι ἀνάρια τὰ κουδούνια τους ἀκούονται στὴ ράχη
ὁλόηχα ἐδῶ, κομμένα ἐκεῖ, βραχνόφωνα ἄλλα ἡχοῦν,
λὲς σήμαντρα πολύλαλα καὶ κρέμονται στὰ βράχη
καὶ οἱ ἀχοί τους φεύγουνε ψηλὰ κι ἀνάερα ξεψυχοῦν.
Καὶ τὸ ἀεράκι ἀνάλαφρο τὰ πεῦκα ἀργοαναδεύει
καὶ ἱσκιώνουν κι ὅλο ἰσκιώνουνε τὰ πλάγια χαμηλὰ
καὶ μιὰ κατσίκα ἀπ’ τὶς πολλὲς παράμερα ἀλαργεύει
καὶ πάει καὶ ὁλόρθη στέκεται σὲ μιὰ κορφὴ ψηλά.
Κι ἀκίνητη, σὰ χάλκινη στημένη ἐκεῖ καρφώνει
ἀσάλευτο τὸ βλέμμα της σὰν πρὸς τὸν οὐρανό,
ὅθε τὸ βράδυ πιὸ χλομὰ τὰ γιουλια του ὅλο ἁπλώνει
κι ὅλο πιὸ ἀχνὰ τὰ ρόδα του σκορπίζει στὸ βουνό.
Κι εἶναι, καθὼς ἐκεῖ θωρεῖ, σὰν κάτι νὰ κοιτάζη,
κάτι στὰ μάκρη ἀλαργινό, ποὺ δὲ θωρεῖς ἐσύ·
κι ὁλόρθη πάντα στέκεται - καὶ τὸ βουνὸ χλομιάζει
μιὰ λάμψη μόνο τὴν κορφὴ τώρα φωτᾶ χρυσή.
῞Οσο ποὺ ἀργὰ καὶ σιγαλὰ σβήνει στερνὰ κι ἐκείνη
κι ἁπλώνει ἕνα μισὸφωτο, θαμπά, χαλκὰ λευκό,
μισόφωτο, ποὺ σούρουπο, σιγὰ σιγὰ ἔχει γίνει,
ποὺ καὶ ἡ κατσίκα χάνεται χαλκὴ μὲς στὸ χαλκό.
Κι ὅπως στὴ ράχη βόσκοντας μακραίνει τὸ κοπάδι,
κάπου ἕνα μόνο ἀπόβαθα κουδούνι τώρα ἠχεῖ
σὰν κλάμα, σὰν παράπονο, ποὺ σκέπασε τὸ βράδυ
στ’ ἀλαργινὰ ὅ,τι ἀλαργινὸ ζητοῦσε μιὰ ψυχή.
(Απλοί τρόποι, 1920)
πηγή
σιγὰ κι ἀργὰ τὰ ἰσκιώματα γλιστροῦν τοῦ δειλινοῦ
στὰ θάμνα σκόρπια βόσκουνε πηδώντας τὰ κατσίκια
στὸ βράχο τὸν ὀρθόψηλο τοῦ ἀπὸγκρεμνου βουνοῦ.
Κι ἀνάρια τὰ κουδούνια τους ἀκούονται στὴ ράχη
ὁλόηχα ἐδῶ, κομμένα ἐκεῖ, βραχνόφωνα ἄλλα ἡχοῦν,
λὲς σήμαντρα πολύλαλα καὶ κρέμονται στὰ βράχη
καὶ οἱ ἀχοί τους φεύγουνε ψηλὰ κι ἀνάερα ξεψυχοῦν.
Καὶ τὸ ἀεράκι ἀνάλαφρο τὰ πεῦκα ἀργοαναδεύει
καὶ ἱσκιώνουν κι ὅλο ἰσκιώνουνε τὰ πλάγια χαμηλὰ
καὶ μιὰ κατσίκα ἀπ’ τὶς πολλὲς παράμερα ἀλαργεύει
καὶ πάει καὶ ὁλόρθη στέκεται σὲ μιὰ κορφὴ ψηλά.
Κι ἀκίνητη, σὰ χάλκινη στημένη ἐκεῖ καρφώνει
ἀσάλευτο τὸ βλέμμα της σὰν πρὸς τὸν οὐρανό,
ὅθε τὸ βράδυ πιὸ χλομὰ τὰ γιουλια του ὅλο ἁπλώνει
κι ὅλο πιὸ ἀχνὰ τὰ ρόδα του σκορπίζει στὸ βουνό.
Κι εἶναι, καθὼς ἐκεῖ θωρεῖ, σὰν κάτι νὰ κοιτάζη,
κάτι στὰ μάκρη ἀλαργινό, ποὺ δὲ θωρεῖς ἐσύ·
κι ὁλόρθη πάντα στέκεται - καὶ τὸ βουνὸ χλομιάζει
μιὰ λάμψη μόνο τὴν κορφὴ τώρα φωτᾶ χρυσή.
῞Οσο ποὺ ἀργὰ καὶ σιγαλὰ σβήνει στερνὰ κι ἐκείνη
κι ἁπλώνει ἕνα μισὸφωτο, θαμπά, χαλκὰ λευκό,
μισόφωτο, ποὺ σούρουπο, σιγὰ σιγὰ ἔχει γίνει,
ποὺ καὶ ἡ κατσίκα χάνεται χαλκὴ μὲς στὸ χαλκό.
Κι ὅπως στὴ ράχη βόσκοντας μακραίνει τὸ κοπάδι,
κάπου ἕνα μόνο ἀπόβαθα κουδούνι τώρα ἠχεῖ
σὰν κλάμα, σὰν παράπονο, ποὺ σκέπασε τὸ βράδυ
στ’ ἀλαργινὰ ὅ,τι ἀλαργινὸ ζητοῦσε μιὰ ψυχή.
(Απλοί τρόποι, 1920)
πηγή
30λεπτο αφιέρωμα της ΕΡΤ στον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο
Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1868 στο Βραχώρι Αγρινίου. Είναι το πρώτο από τα επτά παιδιά του κτηματία Ιωάννη Χατζόπουλου και της Θεοφανίας Στάικου, που προερχόταν από μεγάλη οικογένεια κοτσαμπάσηδων, πολλά μέλη της οποίας ήταν Φιλικοί και αγωνιστές του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές (Δημοτικό Σχολείο στο Αγρίνιο, Γυμνάσιο στο Μεσολόγγι), το 1882 -σε ηλικία δεκατεσσάρων μόλις ετών- εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας· το 1888, αποφοιτά με το βαθμό "Καλώς". Μετά τη στρατιωτική του θητεία (1889-1891), εργάζεται για δύο χρόνια ως δικηγόρος στο Αγρίνιο. Από το 1893 και έως το 1900 εγκαθίσταται στην Αθήνα. Στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 επιστρατεύεται και υπηρετεί στην Άρτα. Επιστρέφει έπειτα στην Αθήνα, και τον επόμενο χρόνο (1898-1899) εκδίδει το περιοδικό "Η Τέχνη", το οποίο επιδίωκε να ενισχύσει τη δημοτική γλώσσα και να συστήσει στους αναγνώστες του την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Παρότι βραχύβιο, το περιοδικό του Χατζόπουλου -συνεργάτες του οποίου ήταν ο Ι. Γρυπάρης, ο Κ. Θεοτόκης, ο Α. Καρκαβίτσας, ο Μ. Μαλακάσης, ο Μποέμ, ο Π. Νιρβάνας, ο Κ. Παλαμάς, ο Λ. Πορφύρας κ.ά. -υπήρξε σταθμός στην πνευματική εξέλιξη του τόπου.
Το 1990 κληρονομεί από τον παππού του κτηματική περιουσία και ταξιδεύει στη Γερμανία. Στη Δρέσδη γνωρίζει και παντρεύεται τη Φινλανδή Sunny Haggmann. Από τον Αύγουστο του 1901 έως τον Ιούνιο του 1905 μένουν οικογενειακώς στην Αθήνα. Τον Ιούνιο του 1905, με τη γυναίκα του και την τριών ετών κόρη τους εγκαθίστανται στο Μόναχο. Τον Ιούλιο του 1906 θα μετακομίσουν στο Βερολίνο, αλλά το Φεβρουάριο του 1908 θα επιστρέψουν στο Μόναχο. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη Γερμανία, ο Χατζόπουλος θα ασπαστεί τα σοσιαλιστικά ιδεώδη (1907), θα παρακολουθήσει την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας, θα μεταφράσει πολλά θεατρικά έργα (μεταξύ των οποίων έργα του Ίψεν και του Στρίντμπεργκ), ενώ παράλληλα θα δημοσιεύσει ποιήματα, πεζογραφήματα και κριτικά μελετήματα στον "Νουμά" και σε άλλα έντυπα και περιοδικά. Μεταφράζει επίσης το "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" των Μαρξ-Ένγκελς στα ελληνικά, το οποίο θα δημοσιευθεί σε συνέχειες στην εφημερίδα "Ο εργάτης" του Βόλου, το 1908.
Με την κήρυξη του Πολέμου το 1914, ο Χατζόπουλος μετακομίζει με την οικογένειά του στην Αθήνα. Θα πάψει να είναι μέλος του "Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών" -αν και δεν θα αποκηρύξει τις σοσιαλιστικές ιδέες-, απογοητευμένος από τις διαμάχες των μελών του. Το 1916, ιδρύει μαζί με άλλους διανοούμενους την "Εταιρεία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών". Τον Ιούλιο του 1920, ο Χατζόπουλος ταξιδεύει μια τελευταία φορά στο Μόναχο οικογενειακώς, προκειμένου να μεταφέρουν από εκεί τα πράγματα τους για να επιπλώσουν το καινούργιο σπίτι τους στην οδό Μαυρομιχάλη. Ωστόσο, πηγαίνοντας προς Μπρίντιζι με το ιταλικό ατμόπλοιο "Montenegro", θα πεθάνει από τροφική δηλητηρίαση. Θα κηδευτεί και τα ταφεί στο Μπρίντιζι. Πολλά χρόνια αργότερα, η κόρη του θα μεταφέρει τα οστά του και της γυναίκας του στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Πηγή και τίτλοι βιβλίων
Ποιητικές συλλογές: Τραγούδια της ερημιάς (1898), Τα ελεγεία και τα ειδύλλια (1898), Απλοί τρόποι (1920), Βραδινοί θρύλοι (1920).
Διηγήματα: Αγάπη στο χωριό (1910), Ο Πύργος του Ακροπόταμου (1915), Υπεράνθρωπος (1915), Τάσω, Στο σκοτάδι κι άλλα διηγήματα (1915). Η Αννιώ κι άλλα διηγήματα (1923).
Μυθιστόρημα: Φθινόπωρο (1917).