Λόγια ειπωμένα μόνο για τον άνεμο:
«Αν κάποτε μ’ αφήσεις θα πεθάνω»
Κι άλλα χιμαιρικά που λένε στις αγάπες.
Όταν ακούσεις βήματα στης μοναξιάς τους δρόμους
Να με θυμάσαι
Όταν τα αστέρια μες στα μάτια σου το μεσονύχτι
καθρεφτίσεις
Να με θυμάσαι
Όταν φτερά μέσα στα όνειρά σου δεις
Να με θυμάσαι.
Κι αν είναι κάποτε να κλαις θα με θυμάσαι
Είναι δρόμοι που φέρνουν σ’ απάτητα δάση,
σ’ ολοπράσινες λίμνες, βουερές πολιτείες,
είναι δρόμοι που ξέρουν παλιές ιστορίες,
που έχουν όλοι ξεχάσει.
Είναι θάλασσες πώχουν νησιά μαγεμένα,
που δεν έχουν γραφτεί στου σοφού το βιβλίο,
που δεν άραξε ακόμα ένα πλοίο
κι ούτε πάτησε πόδι κανένα.
Είναι ανθρώποι που οδεύουν προς άγνωστα μέρη,
συντροφιά με τ’ αστέρι γυρνούν κάθε βράδυ,
τους μαγεύει η σιωπή, το σκοτάδι.
και μεθούν απ’ τ’ αγέρι.
Είναι δρόμοι που φέρνουν σ’ απάτητα δάση,
κι είναι ανθρώποι σε μαύρα δωμάτια κλεισμένοι,
ένας δρόμος μια θάλασσα δεν τους προσμένει,
κι οι θεοί πια τους έχουν ξεχάσει.
«Αν κάποτε μ’ αφήσεις θα πεθάνω»
Κι άλλα χιμαιρικά που λένε στις αγάπες.
Όταν ακούσεις βήματα στης μοναξιάς τους δρόμους
Να με θυμάσαι
Όταν τα αστέρια μες στα μάτια σου το μεσονύχτι
καθρεφτίσεις
Να με θυμάσαι
Όταν φτερά μέσα στα όνειρά σου δεις
Να με θυμάσαι.
Κι αν είναι κάποτε να κλαις θα με θυμάσαι
Είναι δρόμοι που φέρνουν σ’ απάτητα δάση,
σ’ ολοπράσινες λίμνες, βουερές πολιτείες,
είναι δρόμοι που ξέρουν παλιές ιστορίες,
που έχουν όλοι ξεχάσει.
Είναι θάλασσες πώχουν νησιά μαγεμένα,
που δεν έχουν γραφτεί στου σοφού το βιβλίο,
που δεν άραξε ακόμα ένα πλοίο
κι ούτε πάτησε πόδι κανένα.
Είναι ανθρώποι που οδεύουν προς άγνωστα μέρη,
συντροφιά με τ’ αστέρι γυρνούν κάθε βράδυ,
τους μαγεύει η σιωπή, το σκοτάδι.
και μεθούν απ’ τ’ αγέρι.
Είναι δρόμοι που φέρνουν σ’ απάτητα δάση,
κι είναι ανθρώποι σε μαύρα δωμάτια κλεισμένοι,
ένας δρόμος μια θάλασσα δεν τους προσμένει,
κι οι θεοί πια τους έχουν ξεχάσει.
πηγή
Ο Μηνάς Δημάκης (1913-1980) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Από το 1919 ως το 1924 φοίτησε στο ιδιωτικό Λύκειο Ο Κοραής και το 1930 αποφοίτησε από το Α΄ Εξατάξιο Γυμνάσιο Ηρακλείου και ως το 1936 εργάστηκε αρχικά στις επιχειρήσεις των αδερφών του πατέρα του, εμπόρων σταφίδας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στο Γραφείο Τουρισμού του Ηρακλείου. Το 1935 δημοσίευσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Φύλλα Τέχνης, αποτέλεσμα αποκλειστικά δικής του προσπάθειας, όπου δημοσίευσε ποιήματα και μεταφράσεις. Το περιοδικό κυκλοφόρησε τέσσερα μόλις τεύχη ως το 1937, οπότε ο ποιητής διορίστηκε στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στο Ηράκλειο. Το 1943 μετατέθηκε στην Αθήνα και πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του ΕΑΜ. Το 1939 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Χαμένη γη και τη μελέτη Οι τελευταίοι της παράδοσης, και τα δύο στο Ηράκλειο. Το 1959 αποχώρησε από τη θέση του στην τράπεζα και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Μεσημβρινή, δημοσιεύοντας κριτικά δοκίμια για τη λογοτεχνία (1966-1967) και υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας Κρητικά Νέα. Η πρώτη ποιητική συλλογή του Μηνά Δημάκη με τίτλο Η χαμένη γη εκδόθηκε το 1939. Ο σταθερός προσανατολισμός του προς τη μεταφυσική αγωνία και την έκφραση του τρόμου που προκαλεί στην ποιητική φύση ο εχθρικός και αδιέξοδος κόσμος, τάση που εντάθηκε ιδιαίτερα στα τελευταία έργα του, σηματοδοτήθηκε με τη συλλογή του Κάψαμε τα καράβια μας, που εκδόθηκε το 1946. Ασχολήθηκε επίσης με τις λογοτεχνικές μεταφράσεις, τις μελέτες και το δοκίμιο, ενώ έδωσε διαλέξεις, μεταξύ άλλων για τον Καβάφη τον Καζαντζάκη, τον Κάλβο, το Σικελιανό, τη σύγχρονη ποίηση. Η φιλοσοφική αγωνία του Δημάκη σημάδεψε και τη ζωή του. Αυτοκτόνησε πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου έμενε στην οδό Αναγνωστοπούλου σε ηλικία εξήντα εφτά χρόνων. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1957), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1961) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1975). Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.
Ο Μηνάς Δημάκης (1913-1980) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Από το 1919 ως το 1924 φοίτησε στο ιδιωτικό Λύκειο Ο Κοραής και το 1930 αποφοίτησε από το Α΄ Εξατάξιο Γυμνάσιο Ηρακλείου και ως το 1936 εργάστηκε αρχικά στις επιχειρήσεις των αδερφών του πατέρα του, εμπόρων σταφίδας και στη συνέχεια ως υπάλληλος στο Γραφείο Τουρισμού του Ηρακλείου. Το 1935 δημοσίευσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Φύλλα Τέχνης, αποτέλεσμα αποκλειστικά δικής του προσπάθειας, όπου δημοσίευσε ποιήματα και μεταφράσεις. Το περιοδικό κυκλοφόρησε τέσσερα μόλις τεύχη ως το 1937, οπότε ο ποιητής διορίστηκε στο υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στο Ηράκλειο. Το 1943 μετατέθηκε στην Αθήνα και πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του ΕΑΜ. Το 1939 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Χαμένη γη και τη μελέτη Οι τελευταίοι της παράδοσης, και τα δύο στο Ηράκλειο. Το 1959 αποχώρησε από τη θέση του στην τράπεζα και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Μεσημβρινή, δημοσιεύοντας κριτικά δοκίμια για τη λογοτεχνία (1966-1967) και υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας Κρητικά Νέα. Η πρώτη ποιητική συλλογή του Μηνά Δημάκη με τίτλο Η χαμένη γη εκδόθηκε το 1939. Ο σταθερός προσανατολισμός του προς τη μεταφυσική αγωνία και την έκφραση του τρόμου που προκαλεί στην ποιητική φύση ο εχθρικός και αδιέξοδος κόσμος, τάση που εντάθηκε ιδιαίτερα στα τελευταία έργα του, σηματοδοτήθηκε με τη συλλογή του Κάψαμε τα καράβια μας, που εκδόθηκε το 1946. Ασχολήθηκε επίσης με τις λογοτεχνικές μεταφράσεις, τις μελέτες και το δοκίμιο, ενώ έδωσε διαλέξεις, μεταξύ άλλων για τον Καβάφη τον Καζαντζάκη, τον Κάλβο, το Σικελιανό, τη σύγχρονη ποίηση. Η φιλοσοφική αγωνία του Δημάκη σημάδεψε και τη ζωή του. Αυτοκτόνησε πέφτοντας από την ταράτσα της πολυκατοικίας όπου έμενε στην οδό Αναγνωστοπούλου σε ηλικία εξήντα εφτά χρόνων. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1957), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1961) και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου (1975). Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.