Μαντλέν,
είσαι η πιο καλή μαγείρισσα
η πιο καλή ερωμένη
Το πρωί ψήνεις στον ήλιο τα τρυφερά σου μάγουλα
Τη νύχτα βάφεις τα μπούτια σου ασημένια
Θέλω να σε φάω όπως το βρέφος τη ρώγα της Μαρίας
Να σε πονέσω μέχρι να καυλώσεις
Να σου διαβάσω Μαγιακόφσκι
κι ας μην γνωρίζει καμιά μας ρώσικα
Εσύ οι γλώσσες όλου του κόσμου, Μαντλέν
Στα μάτια σου κολυμπάει το αιώνιο νόημα
Σε δαγκώνω και κλαις και μαθαίνω τον κόσμο
Κρατάς την καρδιά μου στη ντουλάπα σου
και τη φοράς και τη σκεπάζεσαι
και την κρεμάς στο λαιμό σου Μαντλέν
Είσαι πιο όμορφη γερμένη επάνω μου
όπως η αιώνια γυναίκα στη σκούπα
Είκοσι τέσσερις ώρες πεθαίνεις κι ανασταίνεσαι
και σ' αγιογραφώ και σου ανάβω κεριά
και στα γόνατα πέφτω και σε φιλώ με τι ώρες
Και βρίσκω εκεί χιλιάδες θαύματα Μαντλέν
Στη δακρυσμένη εικόνα σου που λαός
έτρεξε να υπερασπιστεί
δείχνοντάς με με το δάχτυλο
Όμως δεν ξέρουν Μαντλέν
Αν δεν ήμουν εγώ εκεί να με πληγώνεις
Αν δε φορούσες την καρδιά μου
Αν δε σε έκανα να κλαις , Μαντλέν
Δεν θα υπήρχαν θαύματα
*
Μαντλέν, σε θέλω ιδρωμένη και βρώμικη
σε μια πόλη γεμάτη κολυμπήθρες και πλυντήρια
Σε τόπους με λευκές μπουγάδες και
μαλλακτικά για τα κορίτσια
εσύ οι σκούρες ρώγες και τ' άγρια μαλλιά
Μαζί μου να λερώνεις
το μέτωπο του πατέρα
είσαι η πιο καλή μαγείρισσα
η πιο καλή ερωμένη
Το πρωί ψήνεις στον ήλιο τα τρυφερά σου μάγουλα
Τη νύχτα βάφεις τα μπούτια σου ασημένια
Θέλω να σε φάω όπως το βρέφος τη ρώγα της Μαρίας
Να σε πονέσω μέχρι να καυλώσεις
Να σου διαβάσω Μαγιακόφσκι
κι ας μην γνωρίζει καμιά μας ρώσικα
Εσύ οι γλώσσες όλου του κόσμου, Μαντλέν
Στα μάτια σου κολυμπάει το αιώνιο νόημα
Σε δαγκώνω και κλαις και μαθαίνω τον κόσμο
Κρατάς την καρδιά μου στη ντουλάπα σου
και τη φοράς και τη σκεπάζεσαι
και την κρεμάς στο λαιμό σου Μαντλέν
Είσαι πιο όμορφη γερμένη επάνω μου
όπως η αιώνια γυναίκα στη σκούπα
Είκοσι τέσσερις ώρες πεθαίνεις κι ανασταίνεσαι
και σ' αγιογραφώ και σου ανάβω κεριά
και στα γόνατα πέφτω και σε φιλώ με τι ώρες
Και βρίσκω εκεί χιλιάδες θαύματα Μαντλέν
Στη δακρυσμένη εικόνα σου που λαός
έτρεξε να υπερασπιστεί
δείχνοντάς με με το δάχτυλο
Όμως δεν ξέρουν Μαντλέν
Αν δεν ήμουν εγώ εκεί να με πληγώνεις
Αν δε φορούσες την καρδιά μου
Αν δε σε έκανα να κλαις , Μαντλέν
Δεν θα υπήρχαν θαύματα
*
Μαντλέν, σε θέλω ιδρωμένη και βρώμικη
σε μια πόλη γεμάτη κολυμπήθρες και πλυντήρια
Σε τόπους με λευκές μπουγάδες και
μαλλακτικά για τα κορίτσια
εσύ οι σκούρες ρώγες και τ' άγρια μαλλιά
Μαζί μου να λερώνεις
το μέτωπο του πατέρα
~
πηγή
Η Βασιλεία Οικονόμου γεννήθηκε το 1983 στον Πειραιά. Σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά έντυπα και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, κροατικά και σλοβένικα. Είναι συνεκδότρια (από το 2020) του λογοτεχνικού περιοδικού Θράκα μαζί με τον ποιητή Θάνο Γώγο.
Τίτλοι βιβλίων: Το υπόλοιπο της αφαίρεσης (Γκοβόστης, 2015). Εφήμερα ζώα (Θράκα, 2018).
πηγή
Η Βασιλεία Οικονόμου γεννήθηκε το 1983 στον Πειραιά. Σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά έντυπα και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, κροατικά και σλοβένικα. Είναι συνεκδότρια (από το 2020) του λογοτεχνικού περιοδικού Θράκα μαζί με τον ποιητή Θάνο Γώγο.
Τίτλοι βιβλίων: Το υπόλοιπο της αφαίρεσης (Γκοβόστης, 2015). Εφήμερα ζώα (Θράκα, 2018).