Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Αργύρης Χριστομάγνος, «Ώγμιον»

Μὲ μέγεθος ποὺ νὰ ἐμπνέει δέος
αὐτὸς ὁ οὐρανοξύστης ὁ ἀρχαῖος,
γερμένος μὲ τὸ σῶμα του νὰ τό 'χει
διατρήσει σὰν τιτάνια ξιφολόγχη
ἕνα τάνκερ, πολλὰ μέτρα πᾶν' ἀπ' τὴ γῆ
(κι ἀγκυροβολημένο ἔμεινε ἐκεῖ),

μουσεῖο εἶναι στὰ μέρη μας. Τὸν εἶδαν,
περνώντας δίπλα ἀπὸ τὸ Μέγα Ρῆγμα,
πολλοὶ ταξιδευτές, πραματευτάδες...
Στὸν ἴσκιο του, κάπου ἕξι παρασάγγες
δυτικὰ ἀπ' τὸ Ἀνατολικὸ Μηδὲν
σὰν σύγκλιση ἀπὸ ταινία γουέστερν,

στέκει τὸ Πέτρινο Ἄνδηρο. Καὶ πλάι
Ὁ Πρόμαχος, ποὺ πάντα τὸ φυλάει.
Ἐκεῖ, καθὼς στοὺς οὐρανοὺς τὸ χάραμα
πορφύριζε, εἶδε πέρ' ἀπ' τὸ φράγμα
ἕνα γύρω στὸν ὁρίζοντα 'πό παντοῦ
μιλιούνια τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἁπλοὺς

νὰ παίρνουν ὅλοι μαζικὰ τὰ εἴδη
του χάλυβα ποὺ φτύνει τὸ μολύβι
στὰ χέρια τους σὲ πλούσια ποικιλία•
καινούρια, καλολαδωμένα, λεία.
Καὶ νὰ τὰ γεμίζουν, κοιτώντας μοχθηρά...
Μιὰ πάνοπλη του διαόλου σπορά.

Ὁ 1ος Ὑπερασπιστὴς τὶς μπότες
στὰ πόδια του περνοῦσε μὲ τὶς πόρπες,
τὰ προστατευτικὰ μετάλλου κι ὅλα,
ἀκόμη καὶ τρακτερωτή 'χαν σόλα.
Τὶς περικνημίδες μετὰ ὁμοιωμερῶς
(σφυρήλατες ἐξ ἰδίου χειρός),

τὶς τίγκα στὰ καρφιὰ ἐπιγονατίδες,
τὶς ἀπ' ἀλουμίνιο περιχειρίδες,
τὸν θώρακα ἁλυσιδωτὸ ἀπὸ πάνω,
τὴ ζώνη μὲ τὸ ξίφος κι ἕνα κράνος
μὲ τούφα, κέρατα μακριὰ καὶ τέλος τὴ
βαριὰ μπέρτα σὲ ἀσημοκλωστή.

Στὰ χέρια πῆρε θυρεὸ ἀπ' ἀτσάλι,
τσεκούρι μὲ ἀμφίστομο κεφάλι
καὶ δόρυ ρωμαϊκό τῆς Λεγεώνας.
Ἀνέβηκε σ' ἄτι ποῦ 'χε τὸ χρῶμα
τ' οὐρανοῦ πάνω. Ἡ σέλα του ἀστραφτερῆ
καὶ τὴν κεφαλαριά του μὲ κερὶ

προσφάτως περασμένη εἶχαν μ' εὐλάβεια.
Στὸ προστερνίδιο λάμπαν πετράδια
καὶ τὸ προμετώπιό του ἦταν μὲ τέχνη
φτιαγμένο, ἀπὸ τὰ συμβατὰ ν' ἀπέχει.
Φτέρνισε εὐθυτενὴς ἐκεῖνος ἁπαλὰ
καὶ βρόντησε ἡ φωνή του ὡς ψηλά:

«Εἶν' ἄξιος ὅστις πάνω του φέρει
πληγὲς ἀπὸ τὸ ἴδιο μου τὸ χέρι:
μετάλλια τιμῆς γιὰ νὰ τὰ δείχνει
ὅτι μὲ πάλεψε κι εἶχε τὴν τύχη.
Ὅπως κι ἄνάξιος -καὶ νὰ τρέμει!- εἶναι αὐτὸς
ποὺ μιαίνει με τὸ αἷμα του ὡς θνητὸς

πανίερες κι αἰώνιες ἀρένες
ποῦ 'ναι μὲ ἰχὼρ Χιλιάδων ζυμωμένες.
Κι ἀφοῦ ζήτησα πρόκληση καὶ παίρνω
-ὁρίστε!- αὐτό, σὰν ἓν ἀστεῖο στημένο,
τότε θὰ γίνει ἐκεῖνος πρώτη του φορά,
μὲ φήμη κιόλας, κάτι ποὺ ἀφορᾶ

τὸν κόσμο, κάτι χρήσιμο ἐπιτέλους.
'Τί'; λίπασμα. Νὰ του ἀφῆστε ἐπαίνους».
Αὐτὰ εἶπε. Μετὰ σηκώθηκε ἄμμος
καθὼς κάλπασε. Διέταξε τοὺς Brahmos,
τοὺς τρομεροὺς Topol, τοὺς Dongfeng, τοὺς Babur,
τοὺς Arrow κι ἀπ' τὸ Ἰρὰν τοὺς Noor.

Καὶ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι τοῦ 'πανε μὲ μάτια ἀγριεμένα:
«Θὰ πολεμήσουμε γιὰ σένα!»

Ὁ 2ος μπῆκε Ὑπερασπιστὴς μας
γαλήνιος, χωρὶς θυμὸν ἢ πεῖσμα•
στὰ πόδια φόρεσε μὲ ἀταραξία
τ' αὐτοκρατορικά του τὰ τσαγγία
καὶ τὸ σκουρόχρωμο ποὺ πέφτει ὡς τὸν μηρὸ
σκαραμαγγεῖο του τὸ σταθερό.

Ἀπὸ πάνω τὸν μεταξένιο κάνδυ
(πιὸ μαῦρος κι ἀπ' τὸ ἴδιο τὸ σκοτάδι),
μὲ τὴ βελούδινη κροσσωτὴ ἐσάρπα
νὰ πέφτει χαλαρὰ κάτω ὡς τὴ γάμπα.
Φόρεσε, ἐπίσης, δαχτυλίδια καὶ βαριὰ
βραχιόλια (δουλεμένη μαστοριὰ)

μὲ σύμβολα καὶ νοήματα του σκότους.
Κι ἐβένινο γύρω ἀπ' τὸ λαιμὸ του
αὐτὸ ποὺ πνίγοντας ἔχει σκοτώσει
ἀνθρώπους πλῆθος μόνο μὲ τὴν ὄψη:
τὸ ζωντανὸ χαλδαϊκό του μενταγιόν.
Καὶ στὸ κεφάλι, χαλαρὰ σχεδὸν,

ἀπόθεσε τὴν ἱερατικὴ του
ψηλῆ κίδαρη, τὴν ὁποία καλύπτουν
γραφὲς ποῦ 'σὰν ἤδη νεκρὰ μνημεῖα
ὅταν πρωτοχάραζε ἡ Λεμουρία.
Πῆρε στὰ χέρια του τὸ σκῆπτρο καὶ μαζί
τὸν κρύσταλλο σὲ χρώμ' ἀπ' τὸ κρασί.

Σὲ φουτουριστικὴ μπῆκε νταλίκα
(ἀστεία, ἔμοιαζε μὲ ἀτραξιὸν σὲ τσίρκο:
μονότροχη, μ' ἕνα πτερύγιο πίσω
ἑξάμετρο) σὲ χρῶμα σκοῦρο γκρίζο,
ἕνα δωδεκακύλινδρο κτῆνος βαρύ,
ψηλὸ μὲ μούρη τραίνου σὰν σφυρί.

Καὶ εἶπεν: «Ἂς ποιήσουμε μοντέρνα
-ναί!- Τέχνη• μ' ὅλα μας τ' ἀκονισμένα
λεπίδια καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἐργαλεῖα.
Δὲν βρίσκοντ' ἀεροπλάνα οὔτε πλοῖα
γιὰ νὰ ξεφύγει ὁ ἐπιλεγμένος ἀπ' αὐτήν,
καμιὰ τρύπα ἀρκετὰ βαθιὰ στὴ γῆ!

Μ' αὐτὸν τώρα ἐγὼ θὰ ἐπανεφεύρω
μὲ κάθε του ὀστὸ καὶ μῦ καὶ νεῦρο
τὸ πρότυπό μου τῆς τελετουργίας
του ἀργοῦ φόνου...» Αὐτὸ εἶπε. Κι ἀπευθείας
ἐπικαλώντας, διέταξε νὰ κινηθοῦν
σὰν ἄνεμοι σαρωτικοὶ σιμοῦν

σ' ἐπίθεση μπροστὰ: του ἀνθρώπου ὁ Φόβος,
ἡ ἰσχὺς Πειθώ, τὰ Πνεύματα συγχρόνως
Νεκρῶν ποὺ τριγυρνοῦν παγιδευμένοι,
τὰ Ξόρκια (ποὺ τὸ κάθενα σημαίνει
θανάτους ἄγνωστους), Δαιμόνια Παλαιὰ
μαζὶ καὶ τὴ Σατανικὴ Ματιά.

Καὶ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι τοῦ 'πανε μὲ μάτια ὑπνωτισμένα
«Θὰ ματώσουμε γιὰ σένα!»

Ὁ 3ος ἦταν του ἐργαστηρίου.
Πυρίμαχες γαλότσες νιτριλίου,
τὴν ἄσπρη προστατευτικὴ του φόρμα
καὶ τὴ λευκὴ ποδιὰ ἀμιάντου ἀκόμα,
τὰ πλαστικά του γάντια ὑπεραντοχής,
ἱμάντες μ' ἐξάρτυση ἀνακοπῆς

καὶ σὰν νὰ μὴ φτάναν, φόρεσ' ἐπίσης
μιὰ ζώνη μὲ φιαλίδια μιᾶς χρήσης
καὶ μιὰ κάσκα στὸ κεφάλι πάνω
ποῦ 'χε σειρὰ φακῶν κι ἄλλων ὀργάνων.
Ἔλαμψε στὰ χέρια του ὁ ἐπιταχυντής
καὶ ὡς frontman μπάντας ἐπὶ σκηνῆς

σκαρφάλωσε στὸ τετρακόπτερό του,
πατώντας στὸ κλειστὸ cockpit ἀπ' ὅπου
ἀργὰ βάλθηκε νὰ τὸ ἀνυψώνει
μὲς ἀπ' τὴν περικάρπιά του ὀθόνη.
Κι εἶπε: «Θυμάμ' ὅταν ἐδῶ 'χα πρωτομπεῖ,
ἐσεῖς, μπέμπηδες ὅλοι χαρωποί,

φορούσατε τὶς πάνες σας. Καὶ τώρα
ξανάρθε βλέπω ἡ ἀναγκαία ὥρα.
Αὐτὸς θὰ μπεῖ δυὸ μέτρα ὑπογείως
δὲ χάρντ γουέι: χωρὶς φτυάρι. Ὁ τελευταῖος
που με προκάλεσε τώρα μιλᾶ,
έκτοτε, μιὰ- δυὸ ὀκτάβες πιὸ ψηλά...

Φορτῶστε μὲ σεῖς στὸν σωλήνα μόνο,
στὸ πῖ καὶ φι γὼ τὸν ἀποτελειώνω,
μετὰ πᾶμε γιὰ πρωινό». Αὐτά 'χε
νὰ πεῖ κι ὕστερα διέταξε τὸν κάθε
Ἡλιακὸν Ἄνεμο καὶ κάθε Σεισμό,
τὴν Καταιγίδα καὶ τὸν Παγετό,

τὸ Μάγμα τῶν καυτῶν γήινων ἐγκάτων
μὲ τὴ βοήθεια ἰσχυρῶν σημάτων,
καθὼς καὶ Σύννεφο Ἀνίατων Νόσων
(σὰν τὶς Πληγὲς τῶν βιβλικῶν δικαιώσεων•
λὲς καὶ δὲν χόρτασε λοιμούς, καταστροφὲς
ἡ Γῆ... ἕνα δοβλέτι πιὰ ἀπεχθές).

Καὶ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι τοῦ 'πανε μὲ μάτια δακρυσμένα:
«Θὰ σκοτώσουμε γιὰ σένα!»

Ἡ 4η Ὑπερασπιστὴς στὸ σῶμα
κατάσαρκα ἔβαλε στολὴ σὲ χρῶμα
ποικίλο: ἦταν ἀπὸ ἀνθρώπων δέρμα,
κομμάτια ἀπ' ὅλες τὶς φυλές, ραμμένα
ἄγαρμπα μεταξύ τους μὲ σκληρὲς χορδὲς
ἀπ' τὰ ἴδια τὰ ἔντερά τους. Κι ἀπ' αὐτὲς

πάλι ἦταν καμωμένο καὶ τὸ δίχτυ
ποὺ πῆρε. Καί... σὰν νὰ πηδᾶ τὴν κοίτη
ἑνὸς ρυακιοῦ ἀνάερα μὲς στὸ δάσος,
ἐπάτησε καὶ στάθηκε μὲ θράσος
πάνω στὶς πλάτες δύο της ὑποτελῶν.
Μετά, τὴν σήκωσαν αὐτοί, λοιπόν,

ψηλά, σκυφτοὶ πατώντας ὁ καθεὶς τοὺς
στὶς ράχες ἀπὸ δύο ἄλλους τρίτους
καὶ εἶπε: «Σκότωνε καὶ πάντα παῖρνε
τὰ ἑξαπλάσια ἀπ' ὅσα δίνεις λένε
μέσα μας σαματὰς ὅλες μαζὶ οἱ φωνὲς
αὐτὸς πρέπει μπεῖ ἑνωθεῖ μ' αὐτὲς

ταΐσει πείνα ἐμένα κάνω focus
σαρκίο ἁπλώσω θώρακα ἀνοίξω ὄγκους
τὸ κόκκαλο μὲ ἄσπρο μέσα παίξω
ψυχὴ ρουφήξω σκέψεις πέταμα Ἔξω
ἐνθύμιο Πρόμαχος κρανίο κερί».
Ἔτσι εἶπε! καὶ μετὰ πιὸ παγερὴ

διέταξε τὸ Ψέμα, τὴ Λαγνεία,
τὴν Ἀπληστία, τὴν Ἀλαζονία
(συνήθειες- διαχωριστικὰ στοιχεῖα
μιᾶς μεγαλοφυίας ἀπ' τὴ σοφία,
στῆς Ἱστορίας μας τὴ σάρκα σὰν κοριοὶ)
μαζὶ τὴν Ὀκνηρία καὶ τὴν Ὀργή.

Καὶ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι τῆς εἶπαν μὲ μάτια ἐρωτευμένα:
«Θὰ πεθάνουμε γιὰ σένα!»

Κι ὁ 5ος Ὑπερασπιστὴς ἐν τέλει
εἰσῆλθε. Ἦταν γυμνός. Γυμνὸς σὰν χέλι.
Καὶ τίποτα πάνω του δὲν κρατοῦσε.
Νηφάλιος, μὲ τόλμη περπατοῦσε
πρὸς τὸ Σημεῖο. Καὶ τοῦ 'ρθαν συνειρμοὶ:
«Τὰ πάντα. Ὑπάρχουν. Μέσα στὸ κορμί.

Στὴ Φύση τὸ ἁπλούστερο συχνά 'ναι
τὸ πιὸ θανατηφόρο. Τὸ φυλᾶνε
κρυμμένο ἄθελά τους οἱ τριγύρω
κοινότυπες ἐξάρσεις: ἕνα μύρο
τριανταφύλλου μέσα σὲ χωματερή,
μιὰ μόνη σκιὰ στὰ σκότη ποὺ μπορεῖ

νὰ μοιάζει ψίθυρος ἀφουγκρασμένος
μὲς σὲ οὐρλιαχτά. Καὶ ΑΝ βρῶ ἐδῶ τὸ τέλος,
θὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ κάθε ψέμα.
Μά, νὰ ζυγίσει αὐτὸς καλὰ τὸ στέμμα
ἐπιλογῆς τῆς νίκης του. Προσεκτικά.
Δὲν θριαμβεύει πάντα ὅποιος νικᾶ.

Ἐγὼ ἔστω καὶ πεθαίνοντας, μαθαίνω.
Ἀλλὰ ἔχει τέλος προδιαγεγραμμένο
ἡ πένα ἡ ὠμή, ἐξ ἰδίας μελάνης
φρικτὰ νὰ πνιγεῖ. Sic Semper Tyrannis!»
εἶπε καὶ διέταξε -τὸ πιὸ δύσκολο αὐτὸ
ἀπ' ὅλα- τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό.

Σ' αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι εἴπανε μὲ βλέμμα κρύο σὰν πάγος:
«Ἐσὺ τράβα μονάχος».

........Ὁ Πρόμαχος ἐκεῖ
ἀνέμενε ἀκὶ-
νητος χωρὶς καμία
τελείως ἔκφραση.
Σ' ὅλη τὴν ἔκταση
ποὺ κλείναν οἱ ἑτερόκλητοι στρατοὶ

κι οἱ πέντε σὰν σκιὲς
οἱ Ὑπερασπιστὲς
στὰ μπροστινὰ σημεῖα
αὐτοεμψυχώνονταν.
Ὤσπου ταυτόχρονα
ἐφόρμησαν ἀπ' ὅλες τὶς πλευρὲς

.......................................................................................

Βαρὺς ὁ ἀέρας, μὲ τουλοῦπες κάπνας ποὺ χορεύαν
στὴν ἄπνοια καὶ τὴ χαύνα μέσα του μεσημεριοῦ,
ἀκόμη κουβαλοῦσε τὶς κραυγὲς ὅταν πεθαίναν•
μὲ μυρωδιὲς βενζίνης καὶ καμμένου ἐλαστικοῦ.

Στυφὸ θειάφι μ' ἀμμωνία, φρεσκοπηγμένο αἷμα
ἀνάσαινες καὶ γύρω σου ἀπλωνόταν τὸ χαλὶ
ἀπ' τὰ κουφάρια μέχρι ἐκεῖ ποὺ ἔφτανε τὸ βλέμμα,
ἀνάμεσα σὲ ὀχήματα ὅπου μέσα σιωπηλοὶ

καιγόντουσαν ἀκόμη ἄλλοι σὲ στάσεις ἀγωνίας.
Σὲ ὅλο τὸ τοπίο ἡ μόνη ὄρθια μορφὴ:
ὁ Πρόμαχος. Ἀτάραχος. Ἀλύγιστος παρίας.
Μιὰ μόνο λέξη -γράματα 6- τελικὰ εἶχε πεῖ.

~
από τη συλλογή Οι νέοι θεοί, εκδ. Ελίκρανον, 2020

Δημοσιευμένο με την άδεια του ποιητή

Ο Αργύρης Ωρίωνα Χριστομάγνος γεννήθηκε το 1980 στα Καλάβρυτα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές "Limited Edition MMXVII aD." από τις Εκδόσεις Ελίκρανον (2017), "2ος Νόμος" από τις Εκδόσεις Andy's (2018), "Οι Νέοι Θεοί" από Ελίκρανον (2020), "The Songs Of Soul Invictus" από τις Εκδόσεις της Amazon (2020), "Και Άλλες Σκανταλιές" από Ελίκρανον (2021) και ένα πεζό, το "Μεταλιθικό Μανιφέστο" από Ελίκρανον (2020), μεταφρασμένο και στα Αγγλικά (εκδ. Amazon). To 2020 τιμήθηκε με βραβείο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό για το ποίημα "Οι Περήφανοι, Οι Λίγοι, Οι Δυνατοί". Παραμένοντας πιστός και φανατικός χεβυμεταλλάς, από το 1998 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. 

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης