Τι είναι αυτό πίσω απ’ το πέπλο, είναι άσχημο, είναι όμορφο;
Ακτινοβολεί, λες να έχει στήθη ή γωνιές;
Είμαι βέβαιη πως είναι μοναδικό, είμαι βέβαιη πως είναι αυτό που θέλω.
Όταν σιωπηλά μαγειρεύω, το νιώθω που με κοιτάζει και που σκέφτεται
«Άραγε για αυτήν να προορίζομαι,
Ακτινοβολεί, λες να έχει στήθη ή γωνιές;
Είμαι βέβαιη πως είναι μοναδικό, είμαι βέβαιη πως είναι αυτό που θέλω.
Όταν σιωπηλά μαγειρεύω, το νιώθω που με κοιτάζει και που σκέφτεται
«Άραγε για αυτήν να προορίζομαι,
είναι αυτή η εκλεκτή, με τα μαύρα μάτια και την ουλή;
που μετράει το αλεύρι, που μειώνει το πλεόνασμα,
καθώς πιστά ακολουθεί κανόνες και κανόνες και κανόνες.
Είναι για αυτήν που προορίζεται ο Ευαγγελισμός;
Θεέ μου, τι γελοίο!».
Μα όλο ακτινοβολεί και δεν σταματά και νομίζω με θέλει.
Δεν θα με πείραζε εάν ήταν κόκαλα ή κουμπί από πέρλες.
Δεν θέλω, ούτως ή άλλως, δώρο φέτος.
Εξάλλου, είμαι ζωντανή μόνο από τύχη.
Θα αυτοκτονούσα ευχαρίστως τότε, με κάθε δυνατό τρόπο.
Τώρα υπάρχουν αυτά τα πέπλα που λάμπουν σαν κουρτίνες,
με τα διάφανα σατέν του παραθύρου του Γενάρη
άσπρα σαν παιδικά σεντόνια και αστραφτερά όπως την ανάσα πεθαμένου. Ω ελεφαντόδοντο!
Πρέπει να υπάρχει ένας χαυλιόδοντας εκεί, ένα φάντασμα.
Δεν βλέπεις πως αδιαφορώ για το τι είναι;
Γίνεται να μην μου το δώσεις;
Μην ντρέπεσαι – δεν με νοιάζει αν είναι μικρό.
Μην γίνεσαι κακός, είμαι έτοιμη για τα μεγαλεία.
Ας καθίσουμε απάνω στις δύο του πλευρές, θαυμάζοντας την λάμψη,
το βερνίκι και το καθρέφτισμα του.
Ας φάμε το τελευταίο μας δείπνο απάνω του, σαν νοσοκομειακό δίσκο.
Ξέρω τον λόγο που δεν θα μου το δώσεις,
διότι φοβάσαι πως
ο κόσμος θα ουρλιάξει, μαζί τους και το κεφάλι σου,
αυταρχικό, μεταλλικό, σαν ασπίδα με αξία,
ένα θαύμα για τα δισέγγονα σου.
Μην φοβάσαι, όμως, δεν είναι έτσι.
Θα το αρπάξω και θα κάτσω σιωπηλά σε μια γωνιά.
Ούτε που θα με ακούσεις να ανοίγω το χαρτί,
δεν θα δεις κορδέλες χάμω, ούτε θα ακούσεις την τσιρίδα μου στο τέλος.
Δεν με έχεις ικανή για τόση διακριτικότητα.
Μακάρι να΄ξερες πως σκότωνα τις μέρες μου με αυτά τα πέπλα.
Για σένα είναι απλά διαφάνειες καθαρός αέρας.
Μα ω Θεέ μου, τα σύννεφα είναι σαν βαμβάκι.
Ένας στρατός από αυτά. Είναι μονοξείδιο του άνθρακα.
Με μια μεγάλη ευχαρίστηση εισπνέω
Και γεμίζω τις φλέβες μου με αυτά, με τους εκατομμύρια
Κόκκους που αφαιρούν τα χρόνια απ’ την ζωή μου.
Είσαι ντυμένος στα λευκά για την περίσταση. Ω, υπολογιστική μηχανή.
Σου είναι αδύνατον να αφήσεις κάτι να εξαφανιστεί εξ΄ ολοκλήρου;
Πρέπει να σημαδεύεις κάθε κομμάτι με μωβ,
Πρέπει να σκοτώνεις ό,τι μπορείς;
Υπάρχει αυτό το κάτι που ζητώ σήμερα και μόνο εσύ μπορείς να μου το δώσεις.
Κάθεται στο παράθυρο μου, απέραντο όπως τον ουρανό.
Αναπνέει από τα σεντόνια μου και το ψυχρό επίκεντρο,
Καθώς παρωχημένες ζωές παραγεμίζουν την Ιστορία.
Μην το αφήσεις να έρθει κομματιασμένο με το ταχυδρομείο.
Μην το αφήσεις να διαδοθεί από στόμα σε στόμα, διότι μέχρι να παραδοθεί ολόκληρο
θα είμαι 60 και θα είμαι πολύ μουδιασμένη για να το χρησιμοποιήσω.
Κατέβασε απλά το πέπλο, το πέπλο, το πέπλο.
Αν το δώρο αυτό είναι θάνατος,
Θα θαύμαζα τη μεγάλη του βαρύτητα και τα αθάνατα του μάτια.
Θα ήξερα πως μιλάς σοβαρά.
Θα ήμουν αριστοκράτισσα, θα γιόρταζα επιτέλους γενέθλια.
Και το μαχαίρι δεν θα σκάλιζε, αλλά θα με κάρφωνε
Αγνά και όπως το κλάμα ενός μωρού,
Καθώς το σύμπαν θα αποχαιρετούσε το πλευρό μου.
~
μετάφραση: Νικόλας Προδρόμου
πηγή και το ποίημα στα Αγγλικά
καθώς πιστά ακολουθεί κανόνες και κανόνες και κανόνες.
Είναι για αυτήν που προορίζεται ο Ευαγγελισμός;
Θεέ μου, τι γελοίο!».
Μα όλο ακτινοβολεί και δεν σταματά και νομίζω με θέλει.
Δεν θα με πείραζε εάν ήταν κόκαλα ή κουμπί από πέρλες.
Δεν θέλω, ούτως ή άλλως, δώρο φέτος.
Εξάλλου, είμαι ζωντανή μόνο από τύχη.
Θα αυτοκτονούσα ευχαρίστως τότε, με κάθε δυνατό τρόπο.
Τώρα υπάρχουν αυτά τα πέπλα που λάμπουν σαν κουρτίνες,
με τα διάφανα σατέν του παραθύρου του Γενάρη
άσπρα σαν παιδικά σεντόνια και αστραφτερά όπως την ανάσα πεθαμένου. Ω ελεφαντόδοντο!
Πρέπει να υπάρχει ένας χαυλιόδοντας εκεί, ένα φάντασμα.
Δεν βλέπεις πως αδιαφορώ για το τι είναι;
Γίνεται να μην μου το δώσεις;
Μην ντρέπεσαι – δεν με νοιάζει αν είναι μικρό.
Μην γίνεσαι κακός, είμαι έτοιμη για τα μεγαλεία.
Ας καθίσουμε απάνω στις δύο του πλευρές, θαυμάζοντας την λάμψη,
το βερνίκι και το καθρέφτισμα του.
Ας φάμε το τελευταίο μας δείπνο απάνω του, σαν νοσοκομειακό δίσκο.
Ξέρω τον λόγο που δεν θα μου το δώσεις,
διότι φοβάσαι πως
ο κόσμος θα ουρλιάξει, μαζί τους και το κεφάλι σου,
αυταρχικό, μεταλλικό, σαν ασπίδα με αξία,
ένα θαύμα για τα δισέγγονα σου.
Μην φοβάσαι, όμως, δεν είναι έτσι.
Θα το αρπάξω και θα κάτσω σιωπηλά σε μια γωνιά.
Ούτε που θα με ακούσεις να ανοίγω το χαρτί,
δεν θα δεις κορδέλες χάμω, ούτε θα ακούσεις την τσιρίδα μου στο τέλος.
Δεν με έχεις ικανή για τόση διακριτικότητα.
Μακάρι να΄ξερες πως σκότωνα τις μέρες μου με αυτά τα πέπλα.
Για σένα είναι απλά διαφάνειες καθαρός αέρας.
Μα ω Θεέ μου, τα σύννεφα είναι σαν βαμβάκι.
Ένας στρατός από αυτά. Είναι μονοξείδιο του άνθρακα.
Με μια μεγάλη ευχαρίστηση εισπνέω
Και γεμίζω τις φλέβες μου με αυτά, με τους εκατομμύρια
Κόκκους που αφαιρούν τα χρόνια απ’ την ζωή μου.
Είσαι ντυμένος στα λευκά για την περίσταση. Ω, υπολογιστική μηχανή.
Σου είναι αδύνατον να αφήσεις κάτι να εξαφανιστεί εξ΄ ολοκλήρου;
Πρέπει να σημαδεύεις κάθε κομμάτι με μωβ,
Πρέπει να σκοτώνεις ό,τι μπορείς;
Υπάρχει αυτό το κάτι που ζητώ σήμερα και μόνο εσύ μπορείς να μου το δώσεις.
Κάθεται στο παράθυρο μου, απέραντο όπως τον ουρανό.
Αναπνέει από τα σεντόνια μου και το ψυχρό επίκεντρο,
Καθώς παρωχημένες ζωές παραγεμίζουν την Ιστορία.
Μην το αφήσεις να έρθει κομματιασμένο με το ταχυδρομείο.
Μην το αφήσεις να διαδοθεί από στόμα σε στόμα, διότι μέχρι να παραδοθεί ολόκληρο
θα είμαι 60 και θα είμαι πολύ μουδιασμένη για να το χρησιμοποιήσω.
Κατέβασε απλά το πέπλο, το πέπλο, το πέπλο.
Αν το δώρο αυτό είναι θάνατος,
Θα θαύμαζα τη μεγάλη του βαρύτητα και τα αθάνατα του μάτια.
Θα ήξερα πως μιλάς σοβαρά.
Θα ήμουν αριστοκράτισσα, θα γιόρταζα επιτέλους γενέθλια.
Και το μαχαίρι δεν θα σκάλιζε, αλλά θα με κάρφωνε
Αγνά και όπως το κλάμα ενός μωρού,
Καθώς το σύμπαν θα αποχαιρετούσε το πλευρό μου.
~
μετάφραση: Νικόλας Προδρόμου
πηγή και το ποίημα στα Αγγλικά