Ήταν πολύ τρομακτικό να ζεις σ’ αυτό το σπίτι
και ούτε η θέρμη της πατρικής εστίας,
ούτε η κούνια που είχε μέσα το παιδί μου,
ούτε που ήμασταν κι οι δυο μας τόσο νέοι
και όνειρα γεμάτοι,
δε σίγαζαν την αίσθηση του φόβου.
Κι έμαθα να την κρύβω μ’ ένα γέλιο,
και άφηνα μια κούπα με κρασί
και λίγα ψίχουλα, για κείνον που τη νύχτα
σαν το σκυλί την πόρτα γρατζουνούσε
ή κοίταζε απ’ το παραθυράκι,
ενώ εμείς πασχίζαμε σιωπώντας
να μην κοιτάμε τι γινόταν στον καθρέφτη,
ούτε ποιανού τα βήματα στη σκάλα
ηχούσανε βαριά μέσ’ στο σκοτάδι,
λες κι από λύπηση σιωπούσαμε, με οίκτο.
Κι εσύ έλεγες, παράξενα γελώντας:
«Ποιον κουβαλάνε τάχα από τη σκάλα;»
Τώρα εσύ ’σαι κει που όλα τα ξέρουν·
πες μου: τι ζούσε, έξω από μας, σ’ αυτό το σπίτι;
1921
και ούτε η θέρμη της πατρικής εστίας,
ούτε η κούνια που είχε μέσα το παιδί μου,
ούτε που ήμασταν κι οι δυο μας τόσο νέοι
και όνειρα γεμάτοι,
δε σίγαζαν την αίσθηση του φόβου.
Κι έμαθα να την κρύβω μ’ ένα γέλιο,
και άφηνα μια κούπα με κρασί
και λίγα ψίχουλα, για κείνον που τη νύχτα
σαν το σκυλί την πόρτα γρατζουνούσε
ή κοίταζε απ’ το παραθυράκι,
ενώ εμείς πασχίζαμε σιωπώντας
να μην κοιτάμε τι γινόταν στον καθρέφτη,
ούτε ποιανού τα βήματα στη σκάλα
ηχούσανε βαριά μέσ’ στο σκοτάδι,
λες κι από λύπηση σιωπούσαμε, με οίκτο.
Κι εσύ έλεγες, παράξενα γελώντας:
«Ποιον κουβαλάνε τάχα από τη σκάλα;»
Τώρα εσύ ’σαι κει που όλα τα ξέρουν·
πες μου: τι ζούσε, έξω από μας, σ’ αυτό το σπίτι;
1921