Να σηκωθώ νωρίς με τα χαράματα
απ’ τη χαρά που μέσα μου φουντώνει
να δω τα καταπράσινα νερά
από το φινιστρίνι της καμπίνας.
Ή πάνω στο κατάστρωμα, στην τρικυμία,
χωμένη μες στο γούνινο παλτό μου
να αφουγκράζομαι της μηχανής τους χτύπους.
Τίποτα να μη σκέφτομαι,
μόνο να περιμένω τη συνάντηση
με κείνον που το άστρο μου έχει γίνει,
κι απ’ το νερό και την αλμύρα
να ξανανιώνω ώρα με την ώρα.
1917
απ’ τη χαρά που μέσα μου φουντώνει
να δω τα καταπράσινα νερά
από το φινιστρίνι της καμπίνας.
Ή πάνω στο κατάστρωμα, στην τρικυμία,
χωμένη μες στο γούνινο παλτό μου
να αφουγκράζομαι της μηχανής τους χτύπους.
Τίποτα να μη σκέφτομαι,
μόνο να περιμένω τη συνάντηση
με κείνον που το άστρο μου έχει γίνει,
κι απ’ το νερό και την αλμύρα
να ξανανιώνω ώρα με την ώρα.
1917