Ηρθ’ ο καιρός, που ο Ουρανός σαν Τροβατόρε αλλοτινός,
θλιμμένος φόρεσε ξανά τη σκοτεινή του μπέρτα,
και παίζει ατέρμονα σολίστ μια κάποια σύνθεση του Λιστ,
ο βιρτουόζος ο άνεμος στα βραδυνά κονσέρτα!...
Ηρθ’ ο καιρός, που αναριγεί σαν μια τρεμή μαρμαρυγή
τ’ άρρωστο φως των λαμπιονιών μεσ’ στα νερά του δρόμου,
κι’ ακούς των δέντρων τα κλαδιά στην κατασκότεινη βραδυά,
μια τραγωδία να παίζουνε της φρίκης και του τρόμου!...
Ηρθ’ ο καιρός, που οι βάρκες πια, με τα σκεβρά τους τα κουπιά,
στο λιμανάκι το μικρό τρυπώνουν τρομαγμένες,
κι’ οι ωχρές παρθένες του χωριού, στο τρέμον φως του λυχναριού,
κάποιο ρομάντζο ερωτικό διαβάζουν δακρυσμένες!...
Ηρθ’ ο καιρός, που η συντροφιά των μορφωμένων, μ’ ακεφιά,
στην πρέφα μάταια προσπαθεί την πλήξη της να πνίξη,
ενώ ένας νειός, πιο κει, βουβός, γράφει ένα γράμμα στο Νταβός
κάποιου αδερφού του, που γοργά τον τάφο του θ’ ανοίξη!...
Κι’ ηρθ’ ο καιρός Νινόν που λες, που απ’ τις οδύνες τις πολλές,
συντρίμι μένω στη γωνιά μεσ’ στον βαρύ χειμώνα,
κι’ ώρες να ’ρθης παρακαλώ καμμιά βραδυά με το καλό,
μεσ’ την καρδιά μου μια μικρή να φέρης μου ανεμώνα!...
~
από τη συλλογή Το φιλμ της ζωής, εκδ. των Χρονικών, Αθήνα 1934
(ενότητα «Νινόν»)
θλιμμένος φόρεσε ξανά τη σκοτεινή του μπέρτα,
και παίζει ατέρμονα σολίστ μια κάποια σύνθεση του Λιστ,
ο βιρτουόζος ο άνεμος στα βραδυνά κονσέρτα!...
Ηρθ’ ο καιρός, που αναριγεί σαν μια τρεμή μαρμαρυγή
τ’ άρρωστο φως των λαμπιονιών μεσ’ στα νερά του δρόμου,
κι’ ακούς των δέντρων τα κλαδιά στην κατασκότεινη βραδυά,
μια τραγωδία να παίζουνε της φρίκης και του τρόμου!...
Ηρθ’ ο καιρός, που οι βάρκες πια, με τα σκεβρά τους τα κουπιά,
στο λιμανάκι το μικρό τρυπώνουν τρομαγμένες,
κι’ οι ωχρές παρθένες του χωριού, στο τρέμον φως του λυχναριού,
κάποιο ρομάντζο ερωτικό διαβάζουν δακρυσμένες!...
Ηρθ’ ο καιρός, που η συντροφιά των μορφωμένων, μ’ ακεφιά,
στην πρέφα μάταια προσπαθεί την πλήξη της να πνίξη,
ενώ ένας νειός, πιο κει, βουβός, γράφει ένα γράμμα στο Νταβός
κάποιου αδερφού του, που γοργά τον τάφο του θ’ ανοίξη!...
Κι’ ηρθ’ ο καιρός Νινόν που λες, που απ’ τις οδύνες τις πολλές,
συντρίμι μένω στη γωνιά μεσ’ στον βαρύ χειμώνα,
κι’ ώρες να ’ρθης παρακαλώ καμμιά βραδυά με το καλό,
μεσ’ την καρδιά μου μια μικρή να φέρης μου ανεμώνα!...
~
από τη συλλογή Το φιλμ της ζωής, εκδ. των Χρονικών, Αθήνα 1934
(ενότητα «Νινόν»)
Ο Ορέστης Λάσκος (Ελευσίνα, 1907 - Αθήνα, 1992) ήταν Έλληνας ηθοποιός,
σεναριογράφος, σκηνοθέτης, ποιητής και θεατρικός επιχειρηματίας. Η
ποσοτικά τεράστια (και άνιση) κινηματογραφική παραγωγή του, επισκίασε
άλλες πλευρές του δημιουργικού ταλέντου του Λάσκου και, ιδιαίτερα, την
ποίησή του. Ποίηση και κινηματογράφος βρίσκονταν σε σύγκρουση στον
Λάσκο: όταν καταπιανόταν με το ένα, κατά κανόνα παραμελούσε το άλλο,
όπως φαίνεται και από τις χρονολογίες της κινηματογραφικής παραγωγής
του, σε σύγκριση με εκείνες των ποιητικών εκδόσεών του. Κατά βάθος ήταν,
όπως είχε παρατηρήσει ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ένας ποιητής "που
κρυβόταν θεληματικά πίσω από τον θεατρίνο". Ασχολήθηκε με τη σύνθεση
ποιημάτων από τα εφηβικά κιόλας χρόνια του. Την εποχή που ήταν ηθοποιός
στο ελαφρύ θέατρο, συνήθιζε να απαγγέλλει τα έργα του στο κοινό "με τη
βροντώδη φωνή του". Φαίνεται πως αυτήν την πρακτική τη διατήρησε κι
αργότερα και, πιθανότατα, η δημόσια απαγγελία ήταν στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντος του Λάσκου ως ποιητή. Εξέδωσε αρκετές ποιητικές συλλογές
σε μια περίοδο διάρκειας 40 ετών, από το 1934 έως το 1974. Το 1942
νυμφεύθηκε την τραγουδίστρια Στέλλα Γκρέκα, με την οποία χώρισε το 1947.
Δεύτερη σύζυγός του, από το 1960 έως το θάνατό του, υπήρξε η ηθοποιός
Μπεάτα Ασημακοπούλου.