Μια Κυριακή που ταχτοποιούσα τα χαρτιά μου,
βρήκα το φακελάκι με τις κατάξανθες τρίχες σου,
που μία μία τις μάζευα τότε που πέφταν τα μαλλιά σου.
Σε θυμούμαι εκείνη την εποχή. Διαβάζαμε μαζί στο αναγνωστήριο.
Είχες πολύ λιγοψυχήσει και το ’ριξες στα γιατροσόφια,
μα η φαλάκρα εξακολουθούσε να μεγαλώνει
κι εγώ, δώσ’ του και να συλλέγω τη μαδημένη σου ομορφιά.
Τώρα, μαθαίνω, περιποιείσαι το γλόμπο σου,
φροντίζεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου,
ανανεώνεις κάθε λίγο το καβουράκι σου.
Τίποτα δε μου έμεινε από σένα,
που αν το πετούσα να γίνονταν μέσα μου θρήνος.
Γι’ αυτό κι εγώ θα εξαφανίσω τα θυμητάρια σου,
ν’ αλαφρώσω απ’ τη σαβούρα που λάτρεψα κάποτε.
~
Ανυπεράσπιστος καημός (1960)
πηγή
βρήκα το φακελάκι με τις κατάξανθες τρίχες σου,
που μία μία τις μάζευα τότε που πέφταν τα μαλλιά σου.
Σε θυμούμαι εκείνη την εποχή. Διαβάζαμε μαζί στο αναγνωστήριο.
Είχες πολύ λιγοψυχήσει και το ’ριξες στα γιατροσόφια,
μα η φαλάκρα εξακολουθούσε να μεγαλώνει
κι εγώ, δώσ’ του και να συλλέγω τη μαδημένη σου ομορφιά.
Τώρα, μαθαίνω, περιποιείσαι το γλόμπο σου,
φροντίζεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου,
ανανεώνεις κάθε λίγο το καβουράκι σου.
Τίποτα δε μου έμεινε από σένα,
που αν το πετούσα να γίνονταν μέσα μου θρήνος.
Γι’ αυτό κι εγώ θα εξαφανίσω τα θυμητάρια σου,
ν’ αλαφρώσω απ’ τη σαβούρα που λάτρεψα κάποτε.
~
Ανυπεράσπιστος καημός (1960)
πηγή