Ανοιγοκλείνω τακτικά τα συρτάρια της ψυχής μου
Ξεσκαρτάρω συχνά τις αποθήκες του μυαλού μου
Προσπαθώ να γεμίσω, να αδειάσω, να κρατήσω τα χρήσιμα, να πετάξω τα άχρηστα
Με κάποιο τρόπο, εν ολίγοις, να με πείσω πως είναι όλα μέσα μου συμμαζεμένα
Και ψάχνω και βρίσκω και μπερδεύω τα μεν με τα δεν και τα οφελή με τα ανώφελα, τα σκόπιμα με τα άσκοπα. Και προσπερνάω και αγνοώ και κάπου κολλάω και παρατηρώ και βλέπω τριγύρω πολλά..
Αραχνιασμένες αναμνήσεις να κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου σε κάθε γωνιά -πόσο δικαιωμένες να νιώθουν, άραγε;-
Σκονισμένα "θέλω" να χοροπηδούν σε κάποια άκρη, μη χάνοντας το πάθος που τα έζωνε τότε -σαν να μου φαίνεται πως με διεκδικούν το ίδιο πάλι σήμερα-
Γιγαντωμένα ψέματα, που ντύθηκαν καλοβολεμένες αλήθειες, στριμώχνονται σε κακοφθαρμένες κόγχες
Κάτι δειλές σιωπές κάνουν αυτό που έμαθαν να κάνουν από πάντα, να φιμώνονται.
Και κάπου βαθιά στα σκοτεινά, στα ανήλιαγα σημεία εντός μου, κείτονται οι δικές μας στιγμές.
Ανήλικες. Ανώριμες. Άγουρες.
Δε πρόλαβαν να ζήσουν πολύ, δε μεγάλωσαν μαζί, δε γέρασαν. Πεθάναν έφηβες. Κι αν με ρωτάς, ίσως κι εγώ μαζί τους.
Καμία φορά τ' αποζητάει η ψυχή μου το συμμάζεμα και το μυαλό μου λίγη τακτοποίηση
Καμία φορά απαιτεί κι ο νους το ξεσκαρτάρισμά του
Ξεσκαρτάρω συχνά τις αποθήκες του μυαλού μου
Προσπαθώ να γεμίσω, να αδειάσω, να κρατήσω τα χρήσιμα, να πετάξω τα άχρηστα
Με κάποιο τρόπο, εν ολίγοις, να με πείσω πως είναι όλα μέσα μου συμμαζεμένα
Και ψάχνω και βρίσκω και μπερδεύω τα μεν με τα δεν και τα οφελή με τα ανώφελα, τα σκόπιμα με τα άσκοπα. Και προσπερνάω και αγνοώ και κάπου κολλάω και παρατηρώ και βλέπω τριγύρω πολλά..
Αραχνιασμένες αναμνήσεις να κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου σε κάθε γωνιά -πόσο δικαιωμένες να νιώθουν, άραγε;-
Σκονισμένα "θέλω" να χοροπηδούν σε κάποια άκρη, μη χάνοντας το πάθος που τα έζωνε τότε -σαν να μου φαίνεται πως με διεκδικούν το ίδιο πάλι σήμερα-
Γιγαντωμένα ψέματα, που ντύθηκαν καλοβολεμένες αλήθειες, στριμώχνονται σε κακοφθαρμένες κόγχες
Κάτι δειλές σιωπές κάνουν αυτό που έμαθαν να κάνουν από πάντα, να φιμώνονται.
Και κάπου βαθιά στα σκοτεινά, στα ανήλιαγα σημεία εντός μου, κείτονται οι δικές μας στιγμές.
Ανήλικες. Ανώριμες. Άγουρες.
Δε πρόλαβαν να ζήσουν πολύ, δε μεγάλωσαν μαζί, δε γέρασαν. Πεθάναν έφηβες. Κι αν με ρωτάς, ίσως κι εγώ μαζί τους.
Καμία φορά τ' αποζητάει η ψυχή μου το συμμάζεμα και το μυαλό μου λίγη τακτοποίηση
Καμία φορά απαιτεί κι ο νους το ξεσκαρτάρισμά του
Η Βάσω Κανιώτη γεννήθηκε στο Αγρίνιο και κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε την τέχνη της γαστρονομίας δουλεύοντας πολλά χρόνια σε τουριστικές επιχειρήσεις. Η συγγραφή και η ποίηση ήταν πάντα εκείνο που συντρόφευε τη ζωή της και τον ελεύθερο χρόνο της, μιας και για εκείνη η ποίηση, είναι ο σπουδαιότερος τρόπος έκφρασης Μια βαθύτατη αναγκαιότητα να επικοινωνήσει, να μοιραστεί και να μεταδώσει όσα ενδεχομένως συμβαίνουν στην ψυχή και το μυαλό της.. Στο επόμενο διάστημα θα κυκλοφορήσει η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Τρεις εποχές και μια Άνοιξη». Ασχολείται επίσης ερασιτεχνικά με την ζωγραφική παίρνοντας μέρος σε ερασιτεχνικές εκθέσεις, καθώς επίσης και με την δημιουργία πλεκτών, χειροποίητων ρούχων.