I
Βρεθήκαμε μονάχοι στο μπαλκόνι·
μας έσπρωξε κει πάνου αυτή η φροντίδα
που τα πουλιά στα δέντρα ζευγαρώνει.
Ολόφωτη, στα σκοτεινά την είδα.
Η νύχτα με τη νύχτα των ματιών της
παράβγαινε - μα, μάταια - στη μαυρίλα·
κάθε άστρο μπρος στ' αστέρια των ματιών της
τρεμόσβηνε σαν άλαδη καντήλα.
Τα μάτια της τα μάργαρα... Η ματιά της
εβύθιζε, πλατειά και γοργοφτέρα,
στα τρίπαχα σκοτάδια τη φωτιά της
κ' επέταγε όλο πέρα κι όλο πέρα,
σε κόσμους ονειρόβγαλτους, σε μάκρη
ανείδωτα. Στο δροσομάγουλό της
εκύλησε διαμάντινο ένα δάκρυ
και πρόδωσε το μαύρο στοχασμό της.
Εδάκρυσα. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε δειλή, κομματιασμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;):
«Ω, πάψε πια, μην κλαις, αγαπημένη».
ΙΙ
Σε πέπλο συννεφένιο τυλιγμένο
εφάνηκε - κι ακλούθησε με χάρη
το δρόμο του τον ωριοχαραγμένο
μ' αστέρια κι απ' αστέρια - το φεγγάρι.
Οι αχτίδες του που παίζουν στο σκοτάδι
σιμά της σαν περνούνε, απαλαφήνουν
στη σάρκα της ζεστό ένα φωτοχάδι
και στα μαλλιά χρυσόσκονη της χύνουν.
Τα σκότια πια βαριά δεν την τυλίγουν
και κρούσταλλο το δάκρυ της δε βρέχει
το μάγουλο· οι ματιές μας γλυκοσμίγουν
κ' η σκέψη μας μακριά τώρα δεν τρέχει.
Μια δύναμη γιγάντινη τραβάει
και φέρνει το ένα στ' άλλο τα κορμιά μας.
τα χείλια μας μια δύναμη κολλάει,
μια δύναμη πληθαίνει τα φιλιά μας.
Ξημέρωνε. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε μες στα φιλιά πνιγμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;):
«Ω, φίλα, φίλα, φίλα, αγαπημένη».
~
Εφηβικοί Στίχοι (1913-1916)
Βρεθήκαμε μονάχοι στο μπαλκόνι·
μας έσπρωξε κει πάνου αυτή η φροντίδα
που τα πουλιά στα δέντρα ζευγαρώνει.
Ολόφωτη, στα σκοτεινά την είδα.
Η νύχτα με τη νύχτα των ματιών της
παράβγαινε - μα, μάταια - στη μαυρίλα·
κάθε άστρο μπρος στ' αστέρια των ματιών της
τρεμόσβηνε σαν άλαδη καντήλα.
Τα μάτια της τα μάργαρα... Η ματιά της
εβύθιζε, πλατειά και γοργοφτέρα,
στα τρίπαχα σκοτάδια τη φωτιά της
κ' επέταγε όλο πέρα κι όλο πέρα,
σε κόσμους ονειρόβγαλτους, σε μάκρη
ανείδωτα. Στο δροσομάγουλό της
εκύλησε διαμάντινο ένα δάκρυ
και πρόδωσε το μαύρο στοχασμό της.
Εδάκρυσα. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε δειλή, κομματιασμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;):
«Ω, πάψε πια, μην κλαις, αγαπημένη».
ΙΙ
Σε πέπλο συννεφένιο τυλιγμένο
εφάνηκε - κι ακλούθησε με χάρη
το δρόμο του τον ωριοχαραγμένο
μ' αστέρια κι απ' αστέρια - το φεγγάρι.
Οι αχτίδες του που παίζουν στο σκοτάδι
σιμά της σαν περνούνε, απαλαφήνουν
στη σάρκα της ζεστό ένα φωτοχάδι
και στα μαλλιά χρυσόσκονη της χύνουν.
Τα σκότια πια βαριά δεν την τυλίγουν
και κρούσταλλο το δάκρυ της δε βρέχει
το μάγουλο· οι ματιές μας γλυκοσμίγουν
κ' η σκέψη μας μακριά τώρα δεν τρέχει.
Μια δύναμη γιγάντινη τραβάει
και φέρνει το ένα στ' άλλο τα κορμιά μας.
τα χείλια μας μια δύναμη κολλάει,
μια δύναμη πληθαίνει τα φιλιά μας.
Ξημέρωνε. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε μες στα φιλιά πνιγμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;):
«Ω, φίλα, φίλα, φίλα, αγαπημένη».
~
Εφηβικοί Στίχοι (1913-1916)
Καρυωτάκης, Τα Ποιήματα (1913-1928). Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Νεφέλη, 1992