Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Κωστής Παλαμάς, «Οι καημοί της λιμνοθάλασσας» (συλλογή ολοκληρωμένη)

 Η ποιητική συλλογή «Οι καημοί της λιμνοθάλασσας» (1912) είναι εμπνευσμένη από τα παιδικά βιώματα του ποιητή στην πατρίδα του, το Μεσολόγγι.
    
[Αφιέρωμα — Η Φαντασία και η Καρδιά — Τα καλύβια του βλάχου — Γυρισμός — Η ψαροπούλα — Στο περιβόλι — Η γύφτισσα — Ο αγαπητικός της λίμνης — Του βιολιτζή Μπαταριά το εγκώμιο — Η νιότη μου — Το αίμα — Η κόρη με τα δυο ονόματα — Η Μούσα — Στον ποιητή Μ. Μαλακάση — Η βαλανιδιά — Οι άγγελοι — Μια ζωή — Το χάρισμα — Η νιόπαντρη — Τα κανόνια — Το πανηγύρι του ψαρά — Μια πίκρα — Τα φλωριά — Τα ταπεινά — Η κιθάρα — Το καλοκαίρι — Ο πλάτανος — Η νεράιδα — Το αλάτι — Η πλημμύρα — Τί λένε οι μόλοι — Το δάσος — Η νύχτα — Παραμιλητό — Και πώς να μη σε θυμηθώ; — Το φεγγάρι — Το τραγούδι του γάμου — Ανατολή — Βιολέτα — Μια παράδοση — Ο Πήγασος — Ο μισεμός]
  
Αφιέρωμα
Απλά και σιγομίλητα τραγούδια, νά τα, εσένα,
Παιδί μου, αποζητάνε,
της νιόνυφης κιθάρας σου ψιθύρισ’ τα ένα ένα,
στη γλώσσα της τα ρύθμισα, της αρεσιάς σου να ’ναι.

Γυρίζω στα χαλάσματα της νιότης μου εκεί κάτου,
της νιότης που τη σκότωσα, που δεν την έχω ζήσει,
ξυπνώ το μάγο Αντίλαλο, με τ’ αντιλάλημά του
χορεύουν ίσκιοι το συρτό, γλυκό κρατά μεθύσι.

Εσύ της νιότης σου και νου και χέρια να της δώσεις,
να χτίσει γερό σπίτι.
Μούσα στις Μούσες η Αρετή. Και να σφιχτανταμώσεις
την άρπα του τραγουδιστή με τ’ όπλο του πολίτη.

(Μα, ποιός το ξέρει, πιο πολύ, κι απάνου κι από τ’ άστρα,
κι από της Τέχνης την κορφή κι απ’ της Ιδέας το βάθος,
μην είναι η θέαινα η φωτιά, και η πλάστρα και η χαλάστρα,
πιο απάνου κι απ’ την Αρετή, τέλος και αρχή· το Πάθος). 

Η Φαντασία και η Καρδιά
Η Φαντασία μάς πάει αλλού, στα τάρταρα και στ’ άστρα,
κι είναι πλανεύτρα μάγισσα και ξένη ξελογιάστρα·
μόνη δική μας η Καρδιά· ζωές κι αγάπες δένει
με τις πατρίδες άσφαλτα· και σα να μην πεθαίνει.

Κορφές, βυθοί, σας γύρεψα την ορφική Ευρυδίκη·
τί πόθος τώρα μέσα μου πρωτόγονος και βόγκει;
-Να ήμουν, ξυπνώντας ρυθμικά, ψαράς με το σταλίκι,
τα κοιμισμένα σου νερά, καημένο Μισολόγγι! 

Τα καλύβια του βλάχου
Τα καλύβια του βλάχου στο Μισόκαμπο
μας καρτεράνε, σύντροφε, σαν πρώτα,
πάμε να φάμε το χλωρό τυρί
και να γευτούμε τη σκληρή μπομπότα.

Πάμε, το γάλα να το πιούμε αγνό,
κι από δροσιά κι από χαρά χορτάτοι,
να νιώσουμε ξανά μια πείνα αχόρταγη
στο πλάι σου, βλαχοπούλα εσύ γιομάτη. 

Γυρισμός
Στο λιόγερμα, της θάλασσας και τ’ ουρανού κοράλλι,
της λίμνης μάτια, τρεμουλά της νύχτας πυροφάνια,
κι εσύ, φονιά του λιοπυριού, μαϊστράλι,
στις πόρτες χλωροκρέμαστα μαγιάτικα στεφάνια,

γλάροι, πριάρια του βραδιού και της αυγής γαΐτες,
ήμερα σπιτωμένα περιστέρια,
γυρνώ, καημοί μου αυγερινοί, καημοί μου αποσπερίτες,
Ίσκιος γυρνώ και προς εσάς τ’ άσαρκ’ απλώνω χέρια! 

Η ψαροπούλα
Στρογγυλοφέγγαρη ψαροπούλα,
ποιά ροδοσάρκα σαν τη δική σου,
σαν την τρεμούλα σου ποιά τρεμούλα;
Πώς το λαχτάρισα το κορμί σου!

Φλογοστεφάνωτη, ανεμοπόδα,
στους μόλους έτρεχες και στ’ αλώνια,
τ’ Απρίλη εσ’ ήσουν όλα τα ρόδα,
κι όλα της νιότης τα καταφρόνια.

Τη θεία φωτιά μου τη δρασκελούσες,
στις βάρκες έψαχνες και στα φύκια,
τα πάντα σκίζοντας τα περνούσες,
σαν τ’ αφροπέλαο τα νέα καΐκια.

Νύχτα και μέρα σ’ αποζητούσα,
το πέρασμά σου δράμα και θάμα·
ρούσα, των άκαρδων ανερούσα,
μ’ έκανες βρύση, κι έρεε το κλάμα.

Μα νά! σου φέρνει μοίρα εκδικήτρα
τον άντρα εμπρός σου τον κυβερνήτη·
του τρανού πόθου τυφλή απαρνήτρα,
γέρνα δουλεύτρα στ’ άχαρο σπίτι! 

Στο περιβόλι
Στο περιβόλι προς το κάστρο
βαριά κοιμάστε, παλικάρια,
σβηστές οι εντάφιες οι καντήλες,
χορταριασμένα τα λιθάρια.

Ο πλάτανος μαυροσαλεύει
στο πλάι του γέρου τού κουρμά·
στη ροδοπρόσωπη δαφνούλα
τί λες, μακρομαλλούσα ιτιά;

Το περιβόλι το γιομίζει
αργά απ’ της Πάτρας το βουνό
στα μισοούρανα υψωμένο
το φέγγος το νυχτερινό.

Με τ’ άυλα φωτοδάχτυλά του
το φέγγος το νυχτερινό
σειώντας ξυπνά τα παλικάρια!
—Ποιός είσαι; —Ο Μάρκος είμ’ εγώ!—

—Κι εγώ είμ’ ο Κίτσος! —Νά και ο Γρίβας
μ’ εσέ, λεβέντη Λιακατά·
Μισολογγίτες και Σουλιώτες,
και του Μακρή η κορμοστασιά.

Σαν άτι αφτιάζεται ο Κοκκίνης,
του λαγουμιού μαστορευτής.
—Χρύσανθε, πας για το μπουρλότο;—
—Για τα γιουρούσια είσαστ’ εσείς;

Κι εσύ παλιό, παρατημένο
κανόνι, σα να καρτεράς
του κανονιέρη σου τη φλόγα.—
—Φωτιά! φωτιά της Λιαπουριάς!

—Όμως απόμερα και μόνος,
φεγγαροστάλαχτος, τρανός,
από ’να θείο αστροπελέκι
ζηλόφτονο σημαδευτός,

Μπάιρον εσύ μεταγνωμένε,
το νου ακατάδεχτο κρατάς,
της αρνησιάς Ολύμπιος πάντα,
του καταφρόνιου Σατανάς.

Στη Βενετιά σου ταξιδεύεις.
Σε μια χρυσή γόντολα μέσα,
της ομορφιάς δόγισσα νά την
η λατρεμένη σου η κοντέσα!
 
Η γύφτισσα
Μωρή ζητιάνα γύφτισσα, γιά πιάσε μου το χέρι,
πες μου κι εμέ τη μοίρα μου, κανείς δε μας κοιτάζει,
μου τρώει γιαγκίνι την καρδιά και το κορμί μαράζι,
κι ο λογισμός μου τί ποθώ, τί τρέμω, δεν το ξέρει.
Συρτό σαν άγρια μουσική γρικώ το λάλημά σου,
κι είναι γητεύτρα η όψη σου, δοξεύτρα είν’ η ματιά σου,
κι είμαι πρωτάρης ντροπαλός, τσιγγάνα καταλύτρα…
Πάμε ν’ αποτελειώσεις μου της μοίρας τα γραμμένα
στη ρίζα της χοντρής ελιάς που κάνει τη μεσίτρα
σ’ όλα τα ταίρια, σαν εσέ, κι εμέ, τ’ αφορισμένα…
 
Ο αγαπητικός της λίμνης
Στην έρημη ακροθάλασσα με του βοριά τα φύκια,
με τις φελούκες τις παλιές.
Σταλίκι στα δυο χέρια σου και στα μαλλιά αρμυρίκια,
άρμης και πέλαου στάλαζες για δάκρυα σταλαξιές.

Και τάραξες τον ύπνο μου, στοιχειό θαλασσωμένο,
της λίμνης αγαπητικέ,
και μου είπες με παράπονο: «Τραγούδι περιμένω…»
—Τραγούδι, σου αποκρίθηκα, δεν έχω εγώ για σε,

στον αργαλειό της τέχνης μου σου υφαίνω μια ιστορία,
να σ’ τη φορέσω λαχταρώ,
θα σ’ τα ζεστάνει μια φωτιά τα νιάτα σου τα κρύα.
Της λίμνης αγαπητικέ, σ’ αγάπησα κι εγώ.
 
Του βιολιτζή Μπαταριά το εγκώμιο
Γεια σου, καημένε Μπαταριά, της δοξαριάς τεχνίτη
κι αφέντη του βιολιού!
Με εσένα Ρούμελη πλατιά το στριμωμένο σπίτι
και ξάγναντο από ψήλωμα του ολόδροσου Ζυγού.

Γεια σου, καημένε Μπαταριά, τρανός είν’ ο καημός μου,
και πιο τρανός εσύ·
με το βιολί σου ξύπνησες τη λεβεντιά του κόσμου
κι η Ρωμιοσύνη, μια φωτιά, μες στο βιολί σου ζει.

Από τους μόλους τους ρηχούς ώς τα βαθιά κανάλια,
γυμνά, αρμυρά νησιά,
πουλιά της λιμνοθάλασσας, βοριάσματα, μαϊστράλια,
τέτοια φωνή δοξάστε την και τέτοια δοξαριά.

Γεια σου, καημένε Μπαταριά. Και σα σβηστείς θ’ αρπάξει,
μες στα τσεγκελωτά
νύχια του το βιολί σου αϊτός και θα το πάει ν’ αράξει
στα Μέτσοβα, στις Λιάκουρες, κι ακόμα πιο ψηλά.
 
Η νιότη μου
Ξέρω δυο λίμνες ξωτικές, δυο λίμνες αδερφάδες,
με του χωριού, με του νερού, με του χλωρού τα κάλλη,
για ονειροπλέχτες έρωτες και για τραγουδιστάδες·
τη λίμνη τ’ Αγγελόκαστρου, του Βραχωριού την άλλη.

Μα ω λιμνοθάλασσα γυμνή και με τα ξερονήσια
τ’ άνανθα, τ’ αλατόπηχτα και τα φυκοστρωμένα,
με τα νερά σου τ’ άβαθα και τ’ αρμυρά περίσσια,
με τα νερά σου, δάκρυα σταλασμένα,
τη νιότη μου την άχαρη την έπνιξα σ’ εσένα.
 
Το αίμα
Σπαράζετε, αγριόπαπιες και μαύρες φαλαρίδες,
σας ξάνοιξε ο κυνηγητής και χάρος έχει γίνει,
πεθαίνετε, νά και οι στερνές του ηλιού μ’ εσάς αχτίδες,
παίρνει κι από το αίμα σας της δύσης το ρουμπίνι.

Κι εσείς, και ποιού κυνηγητή σάς χτύπησε καρτέρι,
πόθοι κι αγάπες, όνειρα κι ελπίδες και φροντίδες;
Κόκκινο κι απ’ το αίμα σας το πλαγιασμένο αστέρι.
Πεθαίνετε, αγριόπαπιες και μαύρες φαλαρίδες. 
 
Η κόρη με τα δυο ονόματα
—Διπλό είναι τ’ όνομά σου εσέ, διπλούς γεννάς καημούς,
πότε Παγώνα ακούς
και πότε κράζεσαι Δανάη·
κι αυτό κι εκείνο τ’ όνομα στην ομορφιά σου πάει.
Σου φέρνω σπάρτα απ’ το βουνό,
κι απ’ την Τανάγρα έν’ άγαλμα να σ’ το χαρίσω πήρα,
Χωριατοπούλα, σύρε μου τον καλαματιανό·
τραγούδα μου, ποιήτρια, στη λεσβική σου λύρα.
— …Μήτε τραγούδι σού έμελλε, και μήτε και χορός.
Ο τάφος ο πικρός
κλείστηκε απάνου σου, ω παρθένα.
Σκαλίστε το διπλόνομα στην πλάκα της, οϊμένα!
Σπάρτα φυτεύτε απ’ το βουνό
στον τάφο της, και βάλτε του μια ταναγραία εικόνα·
ω διπλονόματη, άγαλμα, λουλούδι, και τα δυο
να είναι του ύπνου σου όνειρα γλυκά, Δανάη, Παγώνα!  
 
Η Μούσα
Μούσα! το πρώτο σου ιερό φιλί στο μέτωπό μου
άγγιξε και την έγνοια μου για τη χρυσή παιδούλα.
Ταίρι το παραθύρι της και το παράθυρό μου,
χρόνια μας, νιάτα, ένας καημός, μια λάμψη, μια τρεμούλα.

Ω καρδιοχτύπια, δειλινά, ξενύχτια… Μια γιορτή
το λιακωτό από λούλουδα κι από σκοπούς το σπίτι,
Μούσα, κι απάνου απ’ όλα αγνά δυο δώρα σου, δυο αϊτοί,
χαρές μου εσύ, προφήτη Ουγκό, κι εσύ, Βαλαωρίτη! 
 
Στον ποιητή Μ. Μαλακάση
Και καβαλάρης πέρναγες, ξανθόμαλλο παιδάκι,
και τάραζε το διάβα σου το σιγαλό σοκάκι,
στα πράσινα παράθυρα και πίσω απ’ τα καφάσια
να σ’ αγναντάψουν τρέχανε τ’ απάρθενα κοράσια.
Τώρα ο καιρός ξεφούντωσε τα φουντωτά μαλλιά σου
και την ξανθή ξεθώριασε θωριά σου,
και στρατολάτης πέρασες αλλού και ταξιδεύεις·
μα τώρα ευγενικότερο φαρί καβαλικεύεις,
και τ’ άλογό σου φτερωτό, και πας να το ποτίσεις
με το νερό της Κασταλίας της βρύσης.
 
Η βαλανιδιά
Τα περιβόλια από τη μια, τ’ αμπέλια από την άλλη,
κι η δημοσιά κακόστρωτη και χιλιοπατημένη·
στη μέση μια κατόχρονη βαλανιδιά μεγάλη
πάντα σα να ξαπλώνεται, πάντα σα ν’ ανεβαίνει.

Μα κάτου από τον ίσκιο της την ώρα που περάσεις,
όσα μπροστά, όσα γύρω σου τα χάνεις, τα ξεχνάς,
κι αιστάνεσαι σα ν’ άγγιξες μες στην καρδιά της πλάσης,
και με του δάσους το κρασί το πράσινο μεθάς.

Φτάνει ένα δέντρο στο ναό της Φύσης να σε μπάσει,
και φτάνει, για να τη χαρείς την άνοιξη, μια γάστρα·
για να σε φάει δρακόντισσα κι η αγάπη,— ένα κοράσι·
λίμνη, και μου καθρέφτιζες τον ουρανό με τ’ άστρα.
 
Οι άγγελοι
Στης εκκλησιάς μας το ιερό μπροστά από τ’ άγιο Βήμα
δυο μακροφτέρουγοι άγγελοι, μαγνήτες της ματιάς μου·
ο πρώτος είχε το σπαθί κι ο δεύτερος το κρίνο.
Στης εκκλησιάς μου το ιερό, στ’ άγιο μου Βήμα εμένα,
δυο αγάπες μακροφτέρουγες, μαγνήτες της καρδιάς μου·
σπαθί και η πρώτη κράταγε, κι η δεύτερη, όμοια, κρίνο.
Θεέ, και δε σε πίστεψα, μηδέ το φόβο σου είχα,
Γυναίκα, εσέ φοβήθηκα, πίστεψα εσέ, γυναίκα!
Αρχάγγελε με το σπαθί, δε μ’ άγγιξες· και ξένος,
 για μένα ο κρίνος, άγγελε, κι η μυστική ευωδιά του.
Εγώ είμ’ ερωτοπλάνταχτος κι ελληνολάτρης είμαι,
 και μόνο εσύ με τρύπησες με το σπαθί σου, Αγάπη,
μελαχρινή, μαυροματού, και η φλόγα σου και η σάρκα,
και μόνο εσύ μ’ ευώδιασες, Αγάπη, με το κρίνο,
πλατωνική, ξανθόφωτη, γαλανομάτα, ιδέα! 
 
Μια ζωή
Στο Βασιλάδι χτύπησα με το σκληρό καμάκι
για το ξανθό αβγοτάραχο τον κέφαλο, ψαράς.
Ξενύχτησα στης Κλείσοβας το πρόσχαρο εκκλησάκι,
ξεφαντωτής αμαρτωλός, του πειρασμού ραγιάς.

Αϊ-Σώστη, εσύ με ξάφνισες· του πλατιού πέλαου βόγκοι,
και τα καράβια τ’ άφταστα και τα διαβατικά!
Μ’ έδειρες, λιμνοθάλασσα, με πήρες, Μισολόγγι.
Δαρμοί, πληγές αγιάτρευτες, ονείρατ’ αδειανά.
 
Το χάρισμα
Μάστορα, καλορίζικο το νιοχτισμένο σπίτι!
Μ’ ανθόκλαδα το στόλισες κι απάνου είν’ η κορφή του
τριγυριστή με φλάμπουρα και χτυπητά σινιάλα·
λογής λογής τα καρτεράς της γειτονιάς τα δώρα,
μέσ’ απ’ το ψήλος της σκεπής να τα βροντοφωνάξεις.
Κι εγώ σού στέλνω χάρισμα μαντίλι κεντημένο
με της καρδιάς το μάλαμα, του πόθου το μετάξι·
του κέντησα τον έρωτα τον πετροκαταλύτη,
τον έρωτα που χίμησε μέσ’ από μαύρα μάτια,
τα μάτια της Παρασκευής, της ώριας ψυχοκόρης,
της σκλάβας που είν’ ασκλάβωτη και ψυχικό δεν κάνει.
Μάστορ’ ανέβα στο γιαπί, και κράξε απ’ την κορφή του
«Χίλια καλώς μάς όρισε, παιδί, το χάρισμά σου,
να κάμει ο Θεός κι η Παναγιά κατά το θέλημά σου,
κι η ψυχοκόρη, η απόνετη να σε ψυχοπονέσει!»
Θα το γρικήσ’ η γειτονιά, θα το βουίξ’ η χώρα,
τα περιβόλια στ’ Αντλικό, στο Μισολόγγι οι μόλοι,
και στο γιβάρι του ο ψαράς τραγούδι θα το κάμει.
Θα σκάσουν οι αδερφάδες μου κι η μάνα μου και ο κύρης,
Παρασκευή, θα λαφτιαστείς κι από θυμό θ’ ανάψεις,
και θα τρανέψ’ η φλόγα μου κι αντάμα κι η ομορφιά σου.
 
Η νιόπαντρη
Θυμάμαι, βραχοστύλωτο χωριό την Κατοχή,
πιο ταπεινό κι αντίπερα το πράσινο Νιοχώρι,
στη μέση, του Ασπροπόταμου πλατιά την ταραχή·
θυμάμαι την περαταριά και του παπά την κόρη.

Και πιο πολύ το σπίτι σου και την ολονυχτιά
και το κρουστό σου το κορμί και το μελένιο στόμα,
και τη ματιά σου, νιόπαντρη, του πόθου σαϊτιά.
Κάνω σου τ’ όνομα να πω, μου καίει τ’ αχείλι ακόμα. 
 
Τα κανόνια
Στις παρατημένες τάπιες
τα κανόνια καρφωμένα.
Πάνε οι πολεμάρχοι, πάνε, τα δαυλιά σβησμένα.

Νά και η μέρα! τα κανόνια
πάντα ασάλευτα, βουβά.
Νά και η νύχτα! τα κανόνια
τρεμοσειένται, ξωτικά.

Νά και η μέρα! τα παιδάκια,
—ω ασυλλόγιστες χαρές!—
καβαλάρηδες απάνου
σ’ άλιωτους νεκρούς! Γιά δες

λόγια απάνου τους γραμμένα
τρέλας κι άσεβης ζωής
κι από χέρι ερωτεμένου
τ’ όνομα της λυγερής.

Νά και η νύχτα! τα κανόνια,
ξωτικά, και τρεμοσειένται.
Άκου! ανήμπορα ν’ αστράψουν,
καταριένται!
 
 Το πανηγύρι του ψαρά
Στον Αϊ-Συμιό στον πλάτανο, στο κρύο το πηγαδάκι
που πάνε τα κλεφτόπουλα και πίνουνε νερό,
στο πανηγύρι τ’ Αϊ-Συμιού, ψαράς για το καμάκι,
το δρόμο δεν τον έμαθα που πάει προς το βουνό.

Δεν είμαι για το μακρινό λεβεντοπανηγύρι,
με φουστανέλα, με άρματα, με φέρμελη χρυσή·
πάντα ξαρμάτωτο, ψαρά, γυμνό, καραβοκύρη,
σε ξέρει σκόλη και δουλειά στο ξερονήσι εκεί.

Δεν είναι για χαροκοπιές και για τα πανηγύρια
οι φουστανέλες, τ’ άρματα, η φέρμελη η χρυσή.
Τ’ άγιασε το αίμα κι η φωτιά· φέρτε λιβανιστήρια,
τάχτε τα στα κονίσματα κι ανάφτε τους κερί.

Μα όταν κοντά της Κλείσοβας το πανηγύρι βράζει
μες στην Αγια-Τριάδα της το χρόνο μια φορά,
μέσ’ απ’ το γλυκοχάραμα μιαν έγνοια με τινάζει
προς της γιορτής το βούισμα στην ακροθαλασσιά.

Και μέσα στο πριάρι μου το καλοσκαρωμένο
γοργά ώς τη νύχτα το λαό περνώ το γιορταστή,
ψάρι αργυρό της χάρης της και μια λαμπάδα πααίνω,
κι ύστερα κάνω ολονυχτιά με το θιακό κρασί. 
 
Μια πίκρα
Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα ’ζησα
κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτω μου χρόνω κοντά στ’ ακρογιάλι,

στενάζεις, καρδιά μου, το ίδιο αναστένασμα:
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Μια μένα είν’ η μοίρα μου, μια μένα είν’ η χάρη μου,
δε γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκιανός ανοιχτή και μεγάλη.

Και νά! μες στον ύπνο μου την έφερε τ’ όνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
τη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Κι εμέ, τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκραινε,
μια πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες, πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι!

Ποιά τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποιά ανεμοζάλη,
που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα, κοντά στ’ ακρογιάλι;

Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ αξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν’ άσβηστη και μες στον παράδεισο
των πρώτω μας χρόνω κοντά στ’ ακρογιάλι. 
 
Τα φλωριά
Μαύρη σταφίδα, μ’ έβγαλες κι εμέ ταξιδευτή.
Τράβα κατά την Πάτρα πασαριέρη.
Σου φέρνω τον πρωτόλουβο καρπό, πραματευτή.
Φλωριά μου, ηχολογάτε στο κεμέρι.

Τί να τα κάμω τα φλωριά; γιά πάρ’ τα, βιολιντζή,
παίξε, θεός με το βιολί σου παίζει·
θυμοί των ανυπόταχτων και των καρδιών καημοί,
σας έστρωσα ξεφάντωσης τραπέζι.

Τί να τα κάμω τα φλωριά; γιά πάρ’ τα χρυσικέ,
και πούλα μου λογής τα τζοβαΐρια.
Περιβολάρη, μάσε μου λουλούδια απ’ το μπαξέ.
—Κυρά, σου φέρνω κρίνα και ζαφείρια.

Φλωριά. Γιορντάνια κάμε τα του κόρφου σου, κυρά,
και στεφάνια, και μη μου τ’ απορίξεις.
 Ή, σε γαϊτάνι πέρασ’ τα και κάμε τα θηλιά,
και κάμε τα θηλιά για να με πνίξεις.
 
 Τα ταπεινά
Τα ταπεινά, τα σάπια.
Κι οι αποριμένοι σβόλοι,
κι η χτυπημένη πάπια,
κι οι βαλτωμένοι μόλοι·

καλάμια στις πελάδες
και στους γιαλούς χαλίκια
κι ολάρμυρες χιβάδες
κι αγύρευτα αρμυρίκια·

γλυκόριζες, λαψάνες,
τα βούρλα, τα παλιούρια·
γωβιοί· με τις δαγκάνες,
του βούλκου εσείς καβούρια.

Περιπλεμένα φύκια
στ’ αποσυρτά πριάρια,
συντρίμμια από σταλίκια,
φαλιδεμένα ιβάρια.

Αλάτια στα τηγάνια,
φτωχού ψαρά κλεψίμια,
χαρές και βάρδιες, μπάνια,
για του κορμιού τη γύμνια.

Για τα κλουβιά γαρδέλια,
με τον αξό πιασμένα,
ψαρόπουλα, κοπέλια,
βασανισμένη γέννα.

Σκλάβοι που ιδροκοπάτε
με τα γυροβολίδια,
και τη ζωή τραβάτε
γυμνή, τραχιά, την ίδια,—

τ’ άσκημο, φεγγοβόλα
και το συρμένο, υψώσου.
Ήλιε του στίχου μου,
όλα τ’ αγκάλιασε το φως σου!  
 
Η κιθάρα
Στου φτωχού σπιτιού την παλιοσοφίτα
κρέμετ’ η κιθάρα αραχνιασμένη.
Αλαφρά αλαφρά γγίξε την, γιά κοίτα!
Ξύπνησες την αποκοιμισμένη.

Ξύπνησε, και νά! με το ξύπνημά της,
κάτι σαν πνιχτό μελισσολόι
κάνει να συρθεί, κλαίει ολόγυρά της·
κάτι ζει, κι ένας χαμός το τρώει.

Κάτι σα βουητό, σα μελισσολόι,
τ’ άρρωστα, κιθάρα, τα παιδιά σου,
λόγια και σκοποί· τί κακό τα τρώει,
 τί σαράκι τα γεράματά σου!

Στου φτωχού σπιτιού την παλιοσοφίτα
ξύπνησες· μα ποιός θα σε φροντίσει;
Μάνα, ερμιά! Χτικιό τα παιδιά σου, κοίτα!
κάτι σβήνει σαν από μελίσσι.
 
Το καλοκαίρι
Απ’ το κανάλι οι πάσαρες με τ’ απλωτά πανιά
γυρίζουν πρίμα,
μας φέρνουν τα ζακυθιανά λουλούδια τ’ ακριβά,
το πέρασμά τους γλύκανε κι εσένα, πικρό κύμα!

Και πιο καλοπιθυμητά και πιο φανταχτερά
κι από τα κρίνα,
πάσαρες γοργοσάλευτες, με τ’ άσπρα σας φτερά,
μας φέρνετε τ’ αγόρια μας απ’ τη μεγάλη Αθήνα.

Κι ανοίχτε, λιακωτά, χλωρά, φουντώστε, πασκαλιές,
του πόθου η σκόλη·
και σείστε τα μαντίλια σας ανάερα, λυγερές·
παραμονεύουν οι έρωτες· ετοιμαστείτε, μόλοι,

το καλοκαίρι μύρισε· προσμένουν οι αμμουδιές
και τα πριάρια,
πριν έμπεις, άθεη χειμωνιά, να γίνουν εκκλησιές·
οι ερωτεμένοι λειτουργοί και τα φιλιά τροπάρια. 
 
Ο πλάτανος
Ο θεριεμένος πλάτανος βαρδιάτορας
την ίσκιωνε την εκκλησιά·
λαός πουλιά φωλιάζανε στα χέρια του
και τρελοπαίζαν κάτου από τον ίσκιο του
λαός παιδιά.

Ήρθαν οι καλογέροι· του κρεμάσανε
λογού καμπάνα στο λαιμό·
κι αλλαξοπίστησε άθελα κι ο πλάτανος
κι ο Χριστιανός τον πήρε και τον έκαμε
καμπαναριό.

Και των Ελλήνων οι θεοί και οι ήρωες,
τώρα δαιμόνοι και στοιχειά,
θυμώσανε κι ανάψαν· ξαπολύσανε
με τους ανέμους, με τ’ αστραποπέλεκα,
την τρικυμιά.

Κι ο πλάτανος χτυπήθηκε, σωριάστηκε
και βρόντηξε στη γη, νεκρός,
και τα πουλιά και τα παιδιά τον κλάψανε·
το κουφάρι του πήρε, το ’καψε άκαρδος
ο Χριστιανός. 
 
Η νεράιδα
Στου μύλου τα χαλάσματα το βράδυ
σιγαλοπάτητο έφτασε· κι εκεί,
λαχανιασμένοι από το παίξε, ομάδι
το στρώσαμε στις πέτρες του γειρτοί.

Ο αποσπερίτης έλαμπε· κι απόμερα αντικρίζαν
τα μάτια μας του ερμόνησου τ’ αχνόφωτο φανάρι,
μάτια παιδιών αφρόντιστα, και δεν τα ξεχωρίζαν
το λύχνο τον ψαράδικο, το ουράνιο λυχνητάρι.

Γύρω σιγαλομίλητη είν’ η ρήχη,
κι η χώρα σαν πολύ πολύ μακριά·
μια μυστική ερημιά· του μύλου οι τοίχοι
σα σκέλεθρα και σα δαιμονικά.

Σα να μας σημαδέψανε και σα να κυριέψαν
φαντάσματα και ξωτικά του νου μας τα καστέλια,
μας λαχταρίσαν πειρασμοί και μάισσες μας πλανέψαν,
αξόρκιστα γητέματα, χάιδια, λογάκια, γέλια.

Σα να κλείσαν το δρόμο μας νεράιδες,
νεράιδες, να μας πάρουν τη μιλιά·
λύρες αλαφροΐσκιωτων και γκάιδες
μας παίζαν γύρω η θάλασσα, η βραδιά.

Και προς το σπίτι γύρισα. Και πίσω μου έν’ αγέρι,
(Και πια δε σε ξανάνιωσα και πια δε σε ξανάειδα!)
και πίσω μου ο κυνηγητής. Και μ’ άγγιξ’ ένα χέρι,
κάτι πιο λίγο από φωτιά και πιο πολύ. Η νεράιδα. 
 
Το αλάτι
Μέσ’ από τον αφρό σου, λιμνοθάλασσα,
σαν κάτι, αντάμα σκαλιστό και αγέρινο, σαν κάτι
που δούλεψε το χέρι του ποιητή,
νά το καθάριο κρούσταλλο, νά το χιονάτο αλάτι!

Το ψωμί σιταράτο καλοζύμωτο
μέσ’ απ’ τα χέρια της κυράς τα προκομμένα βγαίνει·
μα νόστιμο είν’ ασύγκριτα, γιατί
μέσα του, αλάτι, η χάρη σου, σπαρτή, σπαταλεμένη.

Το ψωμί σιταράτο καλοζύμωτο
 το τρώνε νιες, λιγνές, μεστές, ξανθές, μελαχρινούλες,
γι’ αυτό της λιμνοθάλασσας ο αφρός
τρέμει στο κάθε σείσμα μας, Μισολογγιτοπούλες! 
 
Η πλημμύρα
Βροχή, όλο κλαις, κι εσύ, μουγγή νοτιά!
Νερό παντού, νικήτρα είν’ η πλημμύρα·
στα δόντια ενός ογρού καταποτήρα
τα σπίτια, οι δρόμοι, οι μόλοι, η χώρα, νά!

Πλημμύρα, όλα εδώ κάτου θα τα πιεις·
το στόμα σου κι εμείς το καρτεράμε.
Από τη θάλασσα ήρθαμε, θα πάμε
στη θάλασσα. Είν’ ο νόμος της ζωής.

Αγκάλιασε και ρούφηξε κι εμάς,
και κάμε μας, ω μάισσα, χρυσά ψάρια,
και κάμε τους καημούς μαργαριτάρια,
και κοράλλια τα φύλλα της καρδιάς.

Ώσπου να ’ρθεί αποπέρα λυτρωτής
ρηγόπουλο τα μάγια να χαλάσει,
στον ήλιο για να μας ξανανεβάσει
και στη φουρτούνα. Ο κύκλος της ζωής.
 
 Τί λένε οι μόλοι
Οι μόλοι; ζούνε οι μόλοι, συντυχαίνουν,
σάμπως με μάτια γύρω τους κοιτάνε δακρυσμένα,
χαρές κρατάν, καημοί τούς δένουν,
και γράφονται κι απάνου τους της μοίρας τα γραμμένα.

—Εγώ είμαι ο χτυπημένος, λέει ο ένας,
από τους χτύπους της καρδιάς·
είμαι ο καλός του νιου και της παρθένας·
και με πλουμίζεις, Έρωτα, και μ’ αλαφροπατάς.—

—Εγώ είμ’ ο αγαπημένος, λέει κι ο άλλος,
των παιγνιδιάρικων παιδιών,
κι από του κόσμου τα μικρά μεγάλος,
φέγγω με το γαλήνεμα των μπλάβων ουρανών.—

—Κι εγώ είμαι καλαφάτης, δουλευτάδες,
μαύρος από την πίσσα εγώ·
και σας ξεπροβοδώ σαν τις νυφάδες,
με τ’ άργανα, πρωτόβγαλτα καΐκια, στο γιαλό.—

—Τα ξύλα εγώ γεροκομώ τα τρύπια
και τα παρατημένα, οϊμέ!
Ξαρμάτωτα κι απόστρατα κι ερείπια,
τα ψίχουλα της θύμησης μοιράζετε μ’ εμέ.—

—Μόνος με την απάτητη αμμουδιά μου
κι εγώ· κανείς να με γνοιαστεί.
Μα ω θάλασσα τετράπλατη, μπροστά μου
παρηγοριά, συντρόφισσα, και καταλύτρα Εσύ!—

Ω γνωριμιές, φωλιές, πατρίδες πρώτες,
φυσκοστεφάνωτοι γιαλοί, ρηχοδαρμένοι μόλοι,
πάντα οι καημοί μου ταξιδιώτες,
πάντα γι’ αυτούς καθένας σας κι από ’να αραξοβόλι.  
 
 Το δάσος
Ω δάσος μεγαλόπρεπο βασιλικό και μ’ όλη
της πράσινης χιλιόδιπλης πορφύρας σου τη δόξα,
τη δόξα σου την άκουσα· δε σε είδα, δε σε ξέρω.
—Εγώ από τ’ ακρογιάλι σου κι εγώ από τη ρηχιά σου
γνωρίζω, ω λιμνοθάλασσα, το στοιχειωμένο δάσος
που το φυτεύει αποβραδίς και που το ξεφυτεύει
στα πλάγια του ακροούρανου και στ’ ουρανού τους κάμπους
ο γήλιος ο αυτοκράτορας που πάει να βασιλέψει
για μια νυχτιά στα τάρταρα, τον κόσμο απαρατώντας,
και η θάλασσα του γίνεται φρεγάδα, και τον πάει!
 
Η νύχτα
Κυπαρισσομαστόρευτη με τ’ άσπρο σου μπαϊράκι,
μια συντροφιά παρθενική, φελούκα αρχοντική,
σε χαίρεται· μια λυγερή σού κυβερνά το δοιάκι…
Μα η νύχτα, η νύχτα είναι κακή.

Σε βρίσκει η νύχτα αργή, δετή, και σε ξεπαρθενεύει,
του ξεσκισμένου γίνεσαι και του ληστή φωλιά,
μια τρύπα το κορμάκι σου σκληρά το σημαδεύει,
και τα νερά είναι πιο σκληρά. 
 
Παραμιλητό
Λιμνοθάλασσα με τα κατακάθια,
κακομύριστα, μαύρα, γλιστερά.
Μέσα μου κάποια βάθια, πάθια, αγκάθια,
μέσα μου… ω δυστυχιά μου! ω δυστυχιά!

 Έρμο παιδί, ποιός μ’ έριξ’ εδώ πέρα;
Ο λογισμός μου αρρώστια· δε μπορώ…
Πού είν’ ο πατέρας μου; πού είσαι, μητέρα;
Ελεήστε με τον αμαρτωλό.
 
Και πώς να μη σε θυμηθώ;
Και πώς να μη σε θυμηθώ; χτυπήστε όλες οι λύρες
για τη φεγγαροπρόσωπη! Τα δώρα τα περίσσια,
γλύκα και αέρα και φωνή, της λίμνης τής τα πήρες·
 και το τραχύ της αρετής από τα Καρπενήσια. 
 
Το φεγγάρι
Το αζωγράφιστο φεγγάρι,
των ονείρων ο Χριστός,
είναι απάνου από τ’ αηδόνια,
μουσική του είναι το φως.

Είναι πιο πολύ από τ’ άστρα,
και σαν όραμα, κι ανθεί,
κι είναι σαν τα περιβόλια
της Αρμίδας· κλει

τα λιγώματα, τα μάγια,
τα σαλέματα του νου,
το φεγγάρι της θυσίας,
το φεγγάρι του καημού,

των ερωτοχτυπημένων
ο καλός πνεματικός,
που πονεί και νυχτερεύει,
κι είναι αναπαμός… 
 
Το τραγούδι του γάμου
Από τη φεγγαρόβρυση γλυκαναβρύστε, οι ύμνοι!

Ο ξωτικός ο βασιλιάς,
το λαγγεμένο το Φεγγάρι
παντρεύεται τη γαλανή, την ψαροπούλα λίμνη.
Μέσ’ απ’ τη φιλτισένια σου γαΐτα τραγουδάς
του γάμου το τραγούδι, ωραίε λυράρη.
Στοιχειού τεχνίτη δούλεμα σου φόρεσε ταμπάρι,
πλεμένο από τις τρεμουλές του αποσπερίτη αχτίδες·
σου χάρισε υποταχτικές ξωθιές γαλανοφρύδες,
της μυστικής του χώρας το λογάρι
στα πόδια σου το σώριασε, γαλανομάτα λίμνη.

Από τη φεγγαρόβρυση γλυκαναβρύστε, οι ύμνοι!

Ήρθε ο γαμπρός· όπου περνά
θάματα σπέρνει, μαγικές πεντάλφες όλο γράφει·
και το καμάκι από διαμάντι, και τρυπά
το ψάρι που είν’ από χρυσάφι·
και τα καλάμια σου φλωριά της τραχηλιάς σου, λίμνη,
και τ’ αχαμνό αρμυρούδι
και κείνο κρίνο λιόκαλο· κάθε πνοή, τραγούδι.

Από τη φεγγαρόβρυση γλυκαναβρύστε, οι ύμνοι!

Βροχή από ζαφειρόπετρα κι από μαργαριτάρι.
Του τοπαζιού οι φωτοματιές, τ’ αχνόγελο του αχάτη.
Σμαράγδι ατόφιο η βάρκα σου, ξανθό μελισσοσμάρι
παιδόπουλα Ερωτόπουλα σ’ ακολουθάνε, και άτι
λιοκόρνο φίδι σέλωσες, του ονείρου καβαλάρη!
Πέρα αρμενίζει ολόστραφτη μια στοιχειωμένη αρμάδα·
κι από τη χώρα ώς τη φτωχή ψαράδικη πελάδα,
όλα φεγγαροπρόσωπα και πνέματα όλα, λίμνη.

Από τη φεγγαρόβρυση γλυκαναβρύστε, οι ύμνοι! 
 
Ανατολή
Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά,
πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Είναι χυμένη από τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.

Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογκάει και βαριά μοσκοβολάει
μια μάνα· καίει το λάγνο της φιλί,
κι είναι της Μοίρας λάτρισσα και τρέμει,
ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι,
η λαγγεμένη Ανατολή.

Μέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι,
κι όλα σας, κι η χαρά σας, μοιρολόι
πικρό κι αργό·
μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ακαμάτης,
στενόκαρδος, αδούλευτος,— διαβάτης
μ’ εσάς κι εγώ.

Στο γιαλό που του φύγαν τα καΐκια,
και του μείναν τα κρίνα και τα φύκια,
στ’ όνειρο του πελάου και τ’ ουρανού,
άνεργη τη ζωή να ζούσα κι έρμη,
βουβός, χωρίς καμιάς φροντίδας θέρμη,
με τόσο νου,

όσος φτάνει σα δέντρο για να στέκω
και καπνιστής με τον καπνό να πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά·
και κάποτε το στόμα να σαλεύω
κι απάνω του να ξαναζωντανεύω
 τον καημό που βαριά σάς τυραννά

κι όλο αρχίζει, γυρίζει, δεν τελειώνει.
Και μια φυλή ζει μέσα σας και λιώνει
και μια ζωή δεμένη σπαρταρά,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά.      
 
Βιολέτα
Η κόρη που τραγούδησα όταν ήμουν
αγόρι δεκοχτώ χρονών. Ανθούσε
τ’ αγιόκλημα στον κήπο της, η χάρη
των άκακων πουλιών γραμμένη απάνου
στ’ ανάστημά της.

Την έφαγες, αγιούπα της αρρώστιας!
Πέθανε ψες· της κάμανε το ξόδι,
μα της νιότης η φλόγα ήτανε στάχτη,
και πριν πεθάνει· στάχτη κι η ομορφιά της,
και το χρυσάφι

που τα ’κανε κορόνα τα μαλλιά της.
Τ’ όνομά της Βιολέτα. Δε μιλούσε·
γελούσε· ήταν κελάηδισμα το γέλιο.
Τ’ αγιόκλημα της το ’πλεξα τραγούδι
 και της το πήγα,

δεκοχτώ χρόνων άγουρος. Και τώρα
που γύρω μου όλα της ζωής κι εμένα
σταχτιά γερνάν, απ’ τη φωτιά της νιότης
ίσαμε τα μαλλιά μου που γυαλίζαν
καθώς απάνου

στ’ αλώνι η μαυρογάλανη σταφίδα,—
αφήστε με στο μνήμα της γυναίκας
που τη γλυκοτραγούδησα όταν ήμουν
αγόρι δεκοχτώ χρονώ, να στήσω
το μοιρολόι.

Αφήστε με να ξανατραγουδήσω
στο μνήμα της απάνου το τραγούδι
που το ’πλεξε η καρδιά μου για του κήπου
τ’ αγιόκλημα μαζί και για την κόρη,
τα δυο λουλούδια.

Θα βάλω μέσα στο παλιό τραγούδι
τ’ ανοιξιάτικο κάποιους βουβούς πόνους,
στερνούς, χινοπωριάτικους· γερμένα
λυπητερά μελιτζανιά ζουμπούλια
δετά στα ρόδα.

Όμοια οι μοιρολογήτρες καλεσμένες
το λείψανο να κλάψουν, ανταμώνουν
με το θρήνο του πεθαμένου κλάμα
που για νεκρούς δικούς τους ακριβούς τους
ξάφνου αναβρύζει. 
 
Μια παράδοση
Γη, και την πλάθει ο Φίδαρης κι ο Άσπρος
πλατιά την αγκαλιάζει. —Της ρηχιάς,
Θαλασσινέ, το δρόμο πήρες, και ήρθες,
καθώς έρχεται ο γλάρος κι ο τσουκνιάς.

Ήρθες από τ’ αγνώριστο· αποπέρα·
από πού; δεν το ξέρεις ούτ’ εσύ.
Έφερνες τ’ άγια λείψανα μιας πίστης
και μιας φυλής τη βούλα τη χρυσή.

Ήρθες με μια κουρσάρικη γαλέρα,
ταμπούρι έψαχνες νά βρεις και χωσιά,
λημέριασες εδώ να μελετήσεις
καινούρια κούρσα κι άλλα φονικά.

Τρόμος του Τούρκου και του Φράγκου. Ξάφνου
σ’ τα τρώει καημός τα φύλλα της καρδιάς.
Κουρσάρος, κι ερωτεύτηκες τη λίμνη
την ήμερη. Και γίνεσαι ψαράς.

Ύστερα καπετάνιος μιας γολέτας
άπλωσες τα φτερά του ταξιδιού
από της Μαύρης Θάλασσας της άκρες
ίσαμε τους γιαλούς του Μισιριού.

Και ξανάρθες. Χτιστό σου εδώ το σπίτι.
Πραματευτής και κοσμογυριστής,
το μετάξι κουβάλησες της Δύσης
και το χρυσάφι της Ανατολής.

Του χωραφιού και του ιβαριού ξωμάχος,
αδροί κάτου απ’ τα χέρια σου οι καρποί,
το μελιχρό αβγοτάραχο της λίμνης,
κι η σταφίδα του κάμπου η γαλανή.

Ύστερα —δεν το ξέρω πώς και πότε—
στο νου σου φεγγοβόλησε νέο φως·
ορθός, με τα βιβλία των Ελλήνων,
μιλάς· δάσκαλος είσαι και σοφός.

Μα ήταν τα χρόνια δίσεχτα, ο Σουλτάνος
αλύπητος, ραγιάς πάντα ο λαός.
Νά! λυτρωτής ο Μόσκοβος. Και πρώτος
κουρσάρος πάλε εσύ και αρματολός.

Κι είπες της λίμνης: —Κάμε το το βιος σου
καράβια και μπουρλότα· και φωτιά!—
Κι είπες της γης σου: —Δώσ’ μου παλικάρια!
Το σπίτι, στάχτη! Θάλασσα! Βουνά!—

Κι ο λυτρωτής ο Μόσκοβος ο πλάνος
πάει με τα διαβατάρικα πουλιά.
Λιμνοθάλασσα, λιάπικο χαντζάρι
σ’ αλικοβάφει. Θάνατος κι ερμιά!

Κι εσύ, κουρσάρε, δάσκαλε, ξωμάχε,
κλέφτη, πραματευτή, πού τριγυρνάς;
Ασκητής ρασοφόρος τ’ Αγιονόρους,
στοχάζεσαι και δέεσαι. Καρτεράς.

Καρτεράς. Δεν πεθαίνεις. Αποπέρα
πρόβαλες. Δεν το ξέρεις από πού.
Κρατάς τ’ άγια τα λείψανα μιας πίστης
και τη χρυσή τη βούλα ενός λαού.

Και πάλε νά! το δεύτερο το Ανάστα,
 το Ανάστα το μεγάλο! κι εσύ ορθός.
Λιμνοθάλασσα, κάστρο στοιχειωμένο,
 τ’ άστρο του Γένους! Κι εσύ πάντα ομπρός!

Με το σπαθί στο χέρι σ’ ήβρε κι η ώρα
του μυριοδοξασμένου χαλασμού.
Όρμησες· τουρκομάχε καπετάνιε,
το ρέμα ποιού σε πήρε ποταμού;

Χάνεσαι, μα δε σβήνεσαι. Φυλάχτρα
η αθάνατή σου η δύναμη, καθώς
φυλάγει, μέσα στους ρυθμούς του Ομήρου,
τον ήρωα ο προστάτης του ο θεός.

Ανάμεσ’ απ’ τη χώρα τη δαρμένη
από το μισερό τον Ξεπεσμό,
σε είδανε· γαληνός αργοπερνούσες
και τραβούσες ψηλά προς το βουνό.

Με μια φλογέρα από βοσκό παρμένη,
 νεράιδες δένεις και καρδιές. Ποιητής!
Κρατάς τ’ άγια τα λείψανα της πίστης
και τη χρυσή τη βούλα της φυλής.
 
Ο Πήγασος
Πέρα σε μια κακοτοπιά της Ρούμελης,
εκεί κατά το φουμιστό της κυρα-Ρήνης κάστρο,
το καλοκαίρι μιαν αυγή
τ’ άλογο ασάλευτο γερμένο προς τη γη
λαμπύριζε σαν άστρο·
και τα φτερά του το καθένα σα σπαθί,
 και το βαθύ γαλάζιο τους τα ’δειχνε σάμπως μαύρα,—
κι ο ανασασμός του λάβρα.
Και γνώρισα τον Πήγασο·
κι έκραξα: —Εσύ εδώ;
Και μ’ αποκρίθηκε·
                  «—Προσμένω
από του Μπάιρον τον καιρό.
Τον έχασα τον καβαλάρη,
χρόνια θα διάβηκαν και χρόνια,
τον ήβρε ο Χάροντας, παλέψανε
στα μαρμαρένια αλώνια.
Χάθηκε ο καβαλάρης, πάει·
στον τάρταρο; στα ηλύσια; δε γνωρίζω πού·
στέκω σα να ’χασα τη στράτα,
στέκω σα χήρα, στέκω δίχως νιάτα,
σαν το κορμί φωτοκαμένου είμαι δεντρού.
Μιλούσαμε μαζί καθώς μιλά
τ’ αδέρφι τ’ αδερφού·
τέτοια δε θα ’χε συντυχιά
τ’ άλογο ο Ξάνθος με τον Αχιλλέα.
Τα φρενιασμένα τα ταξίδια μας τα ωραία!
Ψηλά από τ’ αλπικά βουνά
κι ώς κάτου στα βενέτικα παλάτια,
Πήγασος, είχα τα φτερά,
κι εκείνος, άνθρωπος, τα μάτια.
Σας γγίξαμε, κορφές των ιδεών,
κι ήπιαμε μέσα στων παθών αχόρταγα τα βάθη·
μα καβαλάρης μες στους καβαλάρηδες
ποιός άλλος ξαναστάθη;
Τον ξέρει ο Ρήνος ο περήφανος
διαφεντευτής ξεδιψαστής πλατύς
κάστρων, ψυχών και τόπων·
και, λίμνη ελβετική, κι εσύ,
όσο γλυκιά, τόσο βαθιά ζωγραφιστή
στους πόθους των ανθρώπων
και πιο βαθιά στους έρωτες των ποιητών, κι εσείς
δρυμοί τευτονικοί και ιταλικά ακρογιάλια, 
και πύργοι εσείς ρομαντικοί κι ερείπια στοιχειωμένα
κι ο αδιάντροπος ξεφαντωτής, κι εσύ, δειλή παρθένα.
Της αμαρτίας τους άγριους τους ανθούς
απόκοτα τους έκοβε και στόλιζε μ’ αυτούς
και φόρτωνε τα σύμμετρα της τέχνης του ανθογυάλια. 
Ελληνολάτρης βάρβαρος, ροβόλησε
μακριάθε και γονάτισε στο δοξασμένο χώμα·
της Αττικής οι μέλισσες δεν το καταφρονέσανε
το σκυθικό του στόμα.
Της θείας της γης διαλαλητής,
 μα και κριτής,
της έφερε τη λύρα του και το σπαθί του αντάμα,
κι ήρθε, και σβει στη ματωμένη λιμνοθάλασσα
τη φλόγα της ζωής του και το δράμα.
Και νά ώς εδώ ανυπόταχτη με τον καημό η ψυχή του
κι ώς τους γιαλούς που τους μολώνει ο Φίδαρης
από το βράχο της μεγάλης Αθηνάς
 κι από τα κορφοβούνια της Χιμάρας.
Μπάιρον κι αν κράζονταν αυτός,
ήταν ο Αρόλδος κι ο Μαφρέδος τραγικός,
—και ήταν ο Λάρας.
Αυτός με πρόσταξε κι εγώ τον έφερα
κι ήβρε το σταυραδέρφι του τον Κάη,
και με τους άγγελους αντάρτες του Θεού,
της γης ταξιδευτής και τ’ ουρανού,
έδεσε αγάπες. Τονε πήραν, πάει.
Σύρθηκα εδώ πεντάρφανος
από τα ρήχια τ’ άχαρα κι από το Μισολόγγι,
και παραδέρνω μοναχός και παραστρατισμένος·
τα όρνια, τα πλάγια, και οι σπηλιές και οι πόταμοι και οι λόγγοι, 
σα μ’ αγναντέψουνε, ξαφνιάζονται. Είμαι ξένος.
Ένας ύπνος βαρύς με μολυβώνει,
ο καβαλάρης μού έδειχνε το δρόμο ο χρυσοχέρης,
ζηλεύω και τ’ ανάλαφρο του Μάρτη χελιδόνι…
Ποιός είσ’ Εσύ και πού με ξέρεις;—»

«—Κι εγώ είμαι καβαλάρης, έλα,
στη διαμαντένια σου τη σέλα
γνωρίζω πώς να κρατηθώ.
Μόνο μ’ εσένα το ταξίδι τ’ αγαπώ.
Εγώ είμαι από το γένος το μεγάλο
που πρωτανάθρεψε κι εσέ.
Γιά πάρε με και φέρε με, υποταχτικέ,
ψηλότερα κι από τον άλλο!—»  
 
Ο μισεμός
Και πίσω απ’ τις Βαράσοβες και πίσω απ’ τους Ζυγούς
τα μάτια μου τετράψηλες κορφές τα μαγνητίζουν,
και πέρα απ’ τα βαλτόνερα που με λαγοκοιμίζουν,
τί πολιτείες, τί θάλασσες που δεν τις βάζει ο νους!

Μ’ εσάς, ψαράδες, λείψανα πρωτάρχιστου καιρού,
να ζούσα οκνή και αργή ζωή στα ξάγναντα, στα ρήχια!
Μα, ω Πόθε, μέσα μου έμπηξες τα σουβλερά σου νύχια,
και πάω αλλού να πλανεθώ, και πάω να γείρω αλλού.

Ράσο να βάλω ορέχτηκα για να σε λειτουργώ,
παιδούλα, που είσαι μέσα μου σαν εκκλησιά στη χώρα.
Μα το φιλί σου, αγάπη μου, μ’ αντρείεψε, και τώρα
για κούρσα πάω, για πόλεμους, και για πρωτάτα εγώ.

Της φαντασίας μου άνοιξα τη σολωμονική
και κάλεσα υποταχτικούς και σκλάβους τα τελώνια.
Μα ω της ιδέας γέρανοι και της καρδιάς αηδόνια,
της φαντασίας μου κράζετε: —Στο φως! και στη ζωή!

Ο φαντασμένος, ο άμαθος κι ο ψεύτης είν’ ο οχτρός,
πιο άγριος κι απ’ τον Κιουταχή, παιδιά, κι απ’ το Μπραΐμη.
Για την Αλήθεια πάλεψε και για την Επιστήμη!
Των άστρων το τρεμόφεγγο δεν είναι ο ουρανός,

δεν είν’ η αγάπη δυο ματιών η ερωτοσαϊτιά.
Παντού ουρανός, όλα άβυσσοι, κι απάνου απ’ όλα νόμοι·
όλα είν’ αρχή, κι όλα μεγάλα· πιο μεγάλη ακόμη
νά και η Θυσία. Παντρέψου την, και νά κι η Αγάπη, νά!

Εγώ σκυφτός τραγουδιστής τί ξέρω, τί μπορώ;
Τραγούδια! —Γεια σας. Οι καιροί με κράζουνε και οι τόποι.
Σαν τα σπαθιά κιθάρες είναι δυνατές, κι οι ανθρώποι
των άξιων έργων γύρω τους χορεύουν το χορό. 
 

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης