Όταν χτυπήσουν τα μεσάνυχτα, να μη βιαστείς
ν’ ανοίξεις το παράθυρο. Την ώρα εκείνη
γυρνούν οι άνθρωποι στο σπίτι από τα θέατρα
κι οι παρθένες στις σκοτεινές γωνιές έρωτα κάμνουν.
Όταν χτυπήσουν τα μεσάνυχτα, δεν είναι νύχτα.
Επηρμένες οι στολές των στρατηγών χορεύουν
και των επισήμων τα φράκα υποκλίνονται
μπρος σ' ανθισμένες άδειες μουσελίνες.
Όταν χτυπήσουν τα μεσάνυχτα, είναι μέρα.
Και τα δικά σου μάτια δεν αντέχουνε σε τέτοιο φως
κι ούτε στα φωτισμένα των ανθρώπων πρόσωπα.
Πρέπει να υπομείνεις πολύ. Κι όταν πεισθείς
πως όλα μπήκαν στις ντουλάπες, πως οι μελωδίες
τυλίχθηκαν να κοιμηθούνε μέσα στα όργανα,
άνοιξε το παράθυρο με προσοχή και κοίταξε
το φως των άστρων: είναι άλλο φως. Ή δέξου
το ράπισμα της καταιγίδας: είναι άλλο ράπισμα.
Κι αν ξαφνικά το μάτι σου διακρίνει
κάποια σκιά μες στο πυκνό σκοτάδι:
έναν κλέφτη, που το περίπτερο διάρρηξε∙
μια μάνα, που το μεθυσμένο γιο της περιμένει∙
ένα γιατρό, που φεύγει από το σπίτι πεθαμένου,
μη βιαστείς το παράθυρο να κλείσεις.
Αυτό που είδες άνθρωπος δεν είναι.
Είναι της μεγάλης νύχτας το φάντασμα,
που το λένε: αμαρτία, αγάπη ή χρέος.
Που καταφύγιο ζητά την ώρα τούτη.
Σκύψε μες στο πηγάδι αυτό του σκότους,
που με το βάθος μετριέται της συνείδησής σου,
και δώσε το χέρι σου στο φάντασμα της νύχτας.
Κι έπειτα κλείσε πάλι το παράθυρο σιγά,
πριν οι άνθρωποι ανοίξουν τα δικά τους παραθύρια.
ν’ ανοίξεις το παράθυρο. Την ώρα εκείνη
γυρνούν οι άνθρωποι στο σπίτι από τα θέατρα
κι οι παρθένες στις σκοτεινές γωνιές έρωτα κάμνουν.
Όταν χτυπήσουν τα μεσάνυχτα, δεν είναι νύχτα.
Επηρμένες οι στολές των στρατηγών χορεύουν
και των επισήμων τα φράκα υποκλίνονται
μπρος σ' ανθισμένες άδειες μουσελίνες.
Όταν χτυπήσουν τα μεσάνυχτα, είναι μέρα.
Και τα δικά σου μάτια δεν αντέχουνε σε τέτοιο φως
κι ούτε στα φωτισμένα των ανθρώπων πρόσωπα.
Πρέπει να υπομείνεις πολύ. Κι όταν πεισθείς
πως όλα μπήκαν στις ντουλάπες, πως οι μελωδίες
τυλίχθηκαν να κοιμηθούνε μέσα στα όργανα,
άνοιξε το παράθυρο με προσοχή και κοίταξε
το φως των άστρων: είναι άλλο φως. Ή δέξου
το ράπισμα της καταιγίδας: είναι άλλο ράπισμα.
Κι αν ξαφνικά το μάτι σου διακρίνει
κάποια σκιά μες στο πυκνό σκοτάδι:
έναν κλέφτη, που το περίπτερο διάρρηξε∙
μια μάνα, που το μεθυσμένο γιο της περιμένει∙
ένα γιατρό, που φεύγει από το σπίτι πεθαμένου,
μη βιαστείς το παράθυρο να κλείσεις.
Αυτό που είδες άνθρωπος δεν είναι.
Είναι της μεγάλης νύχτας το φάντασμα,
που το λένε: αμαρτία, αγάπη ή χρέος.
Που καταφύγιο ζητά την ώρα τούτη.
Σκύψε μες στο πηγάδι αυτό του σκότους,
που με το βάθος μετριέται της συνείδησής σου,
και δώσε το χέρι σου στο φάντασμα της νύχτας.
Κι έπειτα κλείσε πάλι το παράθυρο σιγά,
πριν οι άνθρωποι ανοίξουν τα δικά τους παραθύρια.
~
από τη συλλογή Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο (1959)
Γ. Θ. Βαφόπουλος, Άπαντα τα ποιητικά, εκδ. παρατηρητής, 1990
από τη συλλογή Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο (1959)
Γ. Θ. Βαφόπουλος, Άπαντα τα ποιητικά, εκδ. παρατηρητής, 1990
Ο Γεώργιος Θ. Βαφόπουλος (Γευγελή, 1903 - Θεσσαλονίκη, 1996) πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας
το 1921 με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στα περιοδικά Σφαίρα (Γυναίκα) και
Νουμάς (Ελεγείο στους αδικοσκοτωμένους). Το 1923 επισκέφτηκε για πρώτη
φορά την Αθήνα, γράφτηκε στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
και εργάστηκε ως αντιγραφέας στη Μεγάλη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης
του Γ.Χατζιδάκη. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη λόγω προβλημάτων υγείας και
το 1924 ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Μακεδονικά Γράμματα, από
κοινού με τον Κ.Κόκκινο. Το 1927 με εισήγηση του Κωστή Παλαμά
δημοσιεύτηκαν στη Νέα Εστία εφτά ποιήματά του. Το 1932 διορίστηκε στο
Δήμο Θεσσαλονίκης. Το 1938 ίδρυσε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης
(την οποία διηύθυνε ως το 1963). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής
κατοχής αποσπάστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας, όπου γνωρίστηκε
με τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο, τον Γιώργο Θέμελη (με τους οποίους συνδέθηκε
στενά), τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Καίσαρα Εμμανουήλ, το Στέλιο
Ξεφλούδα, τον Τάσο Αθανασιάδη, τον Τέλλο Άγρα, και άλλους λογοτέχνες. Το
1983 με δωρεά του ποιητή και της Αναστασίας Γερακοπούλου (2η σύζυγος)
ιδρύθηκε το Βαφοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Το συγγραφικό
και ποιητικό έργο του Γιώργου Βαφόπουλου είναι πλουσιότατο. Μέσα σε αυτό
απεικονίζεται η ζωή της πόλης επί Tουρκοκρατίας και ως τον B' Παγκόσμιο
Πόλεμο, με πάρα πολλά στοιχεία. Ένα από αυτά τα έργα είναι και η
τελευταία μελέτη του Το παραμύθι της Θεσσαλονίκης, το οποίο έγραψε το
1993. Ξεκίνησε από το νεοσυμβολισμό και την ανανεωμένη παράδοση, με
επιρροές από τον Παλαμά, τον Kαβάφη, τον Mποντλέρ και τον Kαρυωτάκη.
Στράφηκε αργότερα με την Προσφορά, προς τους νέους εκφραστικούς τρόπους,
σχεδόν ταυτόχρονα με το κίνημα του υπερρεαλισμού, χωρίς να παρακολουθεί
τα συνθήματά του. Η ποιητική του φυσιογνωμία σχηματίστηκε μέσα στην
τελευταία πενταετία του μεσοπολέμου και το σημαντικότερο μέρος του έργου
του το έδωσε έπειτα από τον πόλεμο και την Kατοχή. [Βιογραφία]