Την έβλεπα στα πόδια μου μπροστά γονατισμένη:
μου γύρευε ένα φίλημα. Τ' αφράτα της τα στήθια
η πιθυμιά τα τράνταζε. Δειλή, κομματιασμένη
ανέβαινε η φωνούλα της απ' της ψυχής τα βύθια.
Πουκάμισο αραχνόφαντο της σκέπαζε τα κάλλη
κ' η σάρκα της διακρίνονταν σφιχτή, σφιχτή, ροδάτη,
να τρέμει μες στη θύμηση της ηδονής. Μια αγκάλη
ολάνοιχτη με πρόσμενε μυρόβολη, χιονάτη.
Την άκουγα κ' εγέλαγα, μ' αντίκριζε θλιμμένα.
Μα ξάφνου ανασηκώνεται, στα μάτια με κοιτάει,
και με γοργότη αφάνταστη - που κάτι είχε παρμένα
απ' του σπαθιού το τράβηγμα - το ρούχο της πετάει.
Γυμνή, πανώρια, θεϊκή στεκότανε σιμά μου,
τα μάτια μου θαμπώθηκαν, επιάστηκε η φωνή μου,
και μου 'πε ξαναπέφτοντας σα νεκρωμένη χάμου,
σε δυο λυγμούς ανάμεσα: «Σου δίνω το κορμί μου».
Και νιώθω τότε μέσα μου μια πάλη γιγαντένια:
οι πόθοι μ' έσερναν εκεί, ν' αρμέξω το φιλί της,
μα μια φωνή μου φώναζεν: «Αυτή 'ναι τιποτένια
κ' έχει πουλήσει σε πολλούς τ' αμαρτωλό κορμί της».
Έριξα κι άλλη μια φορά στην όμορφη ένα βλέμμα
όλ' όργητα, κάποια βρισιά μού ξέφυγε σπ' το στόμα,
κ' είπα (μα μέσα μου έβραζε από τον πόθο το αίμα):
«Της σάρκας σου δε γίνηκα προσκυνητής ακόμα!»
~
Εφηβικοί Στίχοι (1913-1916)
μου γύρευε ένα φίλημα. Τ' αφράτα της τα στήθια
η πιθυμιά τα τράνταζε. Δειλή, κομματιασμένη
ανέβαινε η φωνούλα της απ' της ψυχής τα βύθια.
Πουκάμισο αραχνόφαντο της σκέπαζε τα κάλλη
κ' η σάρκα της διακρίνονταν σφιχτή, σφιχτή, ροδάτη,
να τρέμει μες στη θύμηση της ηδονής. Μια αγκάλη
ολάνοιχτη με πρόσμενε μυρόβολη, χιονάτη.
Την άκουγα κ' εγέλαγα, μ' αντίκριζε θλιμμένα.
Μα ξάφνου ανασηκώνεται, στα μάτια με κοιτάει,
και με γοργότη αφάνταστη - που κάτι είχε παρμένα
απ' του σπαθιού το τράβηγμα - το ρούχο της πετάει.
Γυμνή, πανώρια, θεϊκή στεκότανε σιμά μου,
τα μάτια μου θαμπώθηκαν, επιάστηκε η φωνή μου,
και μου 'πε ξαναπέφτοντας σα νεκρωμένη χάμου,
σε δυο λυγμούς ανάμεσα: «Σου δίνω το κορμί μου».
Και νιώθω τότε μέσα μου μια πάλη γιγαντένια:
οι πόθοι μ' έσερναν εκεί, ν' αρμέξω το φιλί της,
μα μια φωνή μου φώναζεν: «Αυτή 'ναι τιποτένια
κ' έχει πουλήσει σε πολλούς τ' αμαρτωλό κορμί της».
Έριξα κι άλλη μια φορά στην όμορφη ένα βλέμμα
όλ' όργητα, κάποια βρισιά μού ξέφυγε σπ' το στόμα,
κ' είπα (μα μέσα μου έβραζε από τον πόθο το αίμα):
«Της σάρκας σου δε γίνηκα προσκυνητής ακόμα!»
~
Εφηβικοί Στίχοι (1913-1916)
Καρυωτάκης, Τα Ποιήματα (1913-1928). Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Νεφέλη, 1992