Τρίτη βράδι κατά τις έντεκα,
κάνει ζέστη, υπερβολική γι αυτή την εποχή
-μέσα Μαίου,
κι είναι πια κοίτη μαύρης σκόνης
σε εγγύτητα θανάτου δεδηλωμένη η Χαριλάου Τρικούπη
το ίδιο σχεδόν και η Σπυρίδωνος Τρικούπη πιό κάτω
το ίδιο και ψηλά στην ατμόσφαιρα,
θρύμματα τεφρής - ουράνιας λοιπόν; - ιλύος πέφτουν
στους ώμους μου
καθώς πριν λίγες ώρες μπήκα στην πόλη
και περπατάω αυτό το δρόμο.
Πως κατάντησε έτσι αυτή η πόλη...
Το μπαίνω στην πόλη συνέπιπτε κάποτε με μιά κινητοποί-
ηση τής συνείδησης,
συνακόλουθη μιας επίγνωσης, μ' ένα ομόλογο «δέος»
ήταν μια πράξη
σε κάποιους στίχους τουλάχιστον...
θυμάμαι και περπατάω αυτό το δρόμο
νοιώθοντας απογοήτευση και λύπηση
προχωράω σ' αυτό το δρόμο
νοιώθοντας απογοήτευση και λύπηση
προχωράω σ΄αυτό το δρόμο
παραμερίζοντας με τα χέρια, με τα πόδια και με τα βλέφαρα
μου
κάτι πηχτό σαν σε αυλάκι...
Τραπεζάκια στην όχθη του
ένα φως διακρίνω πιο πέρα.
Πλησιάζω το λευκό πουκάμισο του γκαρσονιού,
λαμπερά καραφάκια, τη χοντρή βέρα μιας μεσόκοπης
ν' ανεβοκατεβαίνει καθώς πολύ ομιλεί,
ενώ ο τύπος αντικρύ της την «παρακολουθεί» μασώντας την
οδοντογλυφίδα του
κι ο τρίτος της παρέας κοιτάζει προς τα κάτω, μάλλον τις
κάλτσες του...,
ένα ζευγάρι αμίλητο, για πάντα αδιασταύρωτα τα βλέμματά
τους,
ένα νέο γκρεμισμένο στο εσωτερικό ενός φοβερού πράγμα-
τος
κι άλλους...
Τα ποτήρια το νερό ανέγγιχτα,
ώρες ακίνητος ο αστερισμός των φυσαλίδων
σαν σε πλευρό αρρώστου...
Κάθετη στην πρόσοψη του μαγαζιού
πάνω απ' τα κεφάλια η πινακίδα: ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ
Καλοκαιράκι... και το φαρμακείο
έχει βγάλει τραπεζάκια έξω..,
πηγή
κάνει ζέστη, υπερβολική γι αυτή την εποχή
-μέσα Μαίου,
κι είναι πια κοίτη μαύρης σκόνης
σε εγγύτητα θανάτου δεδηλωμένη η Χαριλάου Τρικούπη
το ίδιο σχεδόν και η Σπυρίδωνος Τρικούπη πιό κάτω
το ίδιο και ψηλά στην ατμόσφαιρα,
θρύμματα τεφρής - ουράνιας λοιπόν; - ιλύος πέφτουν
στους ώμους μου
καθώς πριν λίγες ώρες μπήκα στην πόλη
και περπατάω αυτό το δρόμο.
Πως κατάντησε έτσι αυτή η πόλη...
Το μπαίνω στην πόλη συνέπιπτε κάποτε με μιά κινητοποί-
ηση τής συνείδησης,
συνακόλουθη μιας επίγνωσης, μ' ένα ομόλογο «δέος»
ήταν μια πράξη
σε κάποιους στίχους τουλάχιστον...
θυμάμαι και περπατάω αυτό το δρόμο
νοιώθοντας απογοήτευση και λύπηση
προχωράω σ' αυτό το δρόμο
νοιώθοντας απογοήτευση και λύπηση
προχωράω σ΄αυτό το δρόμο
παραμερίζοντας με τα χέρια, με τα πόδια και με τα βλέφαρα
μου
κάτι πηχτό σαν σε αυλάκι...
Τραπεζάκια στην όχθη του
ένα φως διακρίνω πιο πέρα.
Πλησιάζω το λευκό πουκάμισο του γκαρσονιού,
λαμπερά καραφάκια, τη χοντρή βέρα μιας μεσόκοπης
ν' ανεβοκατεβαίνει καθώς πολύ ομιλεί,
ενώ ο τύπος αντικρύ της την «παρακολουθεί» μασώντας την
οδοντογλυφίδα του
κι ο τρίτος της παρέας κοιτάζει προς τα κάτω, μάλλον τις
κάλτσες του...,
ένα ζευγάρι αμίλητο, για πάντα αδιασταύρωτα τα βλέμματά
τους,
ένα νέο γκρεμισμένο στο εσωτερικό ενός φοβερού πράγμα-
τος
κι άλλους...
Τα ποτήρια το νερό ανέγγιχτα,
ώρες ακίνητος ο αστερισμός των φυσαλίδων
σαν σε πλευρό αρρώστου...
Κάθετη στην πρόσοψη του μαγαζιού
πάνω απ' τα κεφάλια η πινακίδα: ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ
Καλοκαιράκι... και το φαρμακείο
έχει βγάλει τραπεζάκια έξω..,
πηγή
Ο Τάκης Παυλοστάθης (Άμφισσα 1946-1999), εξέχουσα μορφή της ποίησής μας
από τη μεταπολίτευση και εξής, έδωσε μόνο δύο βιβλία όσο ζούσε (1974 και
1993) και λιγοστά σκόρπια δημοσιεύματα, που ήταν όμως αρκετά για να του
εξασφαλίσουν θερμούς φίλους και θαυμαστές. Αν και ολιγογράφος εκ φύσεως
και εν πεποιθήσεως, άφησε ωστόσο έναν πολύ μεγαλύτερο όγκο ευσυνείδητης
από την αρχή, αλλά και και ώριμης παραγωγής που συγκεντρώνεται στον
παρόντα τόμο (ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΖΑ 1964-1999, εκδ. Νεφέλη) μερίμνη του
Δήμου Άμφισσας -της ιδιαίτερης πατρίδας του- και που ανασηματοδοτεί τον
ρόλο του στις πνευματικές ζυμώσεις, τις αναζητήσεις και τους
προσανατολισμούς της χώρας μας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ο Τάκης
Παυλοστάθης, ήταν για τον ποιητή Δημήτρη Αρμάου, «ένας σεμνός από
ακοίμητη κριτική και αυτοκριτική διάθεση, από ισχυρή αίσθηση του
περιττού και του γελοίου• ήταν κοινωνικά σκεπτικιστής και σε μια
αδιάκοπη άμυνα έναντι οιασδήποτε "πολιτικής" παραμυθίας, προσηλωμένος
σταθερά σε όσες αξίες βασάνισε πριν θέσει υπό έλεγχο και υιοθετήσει, μα
κι άλλο τόσο ανοιχτός αντίκρυ σε κάθε νεωτερισμό στη ζωή και την τέχνη.
Ήταν γλωσσικά και τεχνοτροπικά ανεξίθρησκος, διατρέχοντας όλη την
κλίμακα του σεβασμού μπροστά στη γλώσσα και τη μαστορική, από τιμητής
έως προκλητικά αδιάφορος. Εχθρός κάθε ζηλωτισμού αβέβαιης έδρασης,
παραδειγματικά ανεξάρτητος. Και ταυτόχρονα, ένας λεπτός παρατηρητής του
ζην και λάτρης της συμμετοχής, παθιασμένος με τη μετάγγιση του βιώματος,
ει δυνατόν εν θερμώ στα προσωπικά του γραπτά, μακριά από κάθε
κομφορμισμό και ψυχική μειοδοσία». Ο Τάκης Παυλοστάθης παρέμεινε πάντα
μοναχικός και απόμακρος, σε συνειδητό αυτοεγκλεισμό σύμφωνο με τα υψηλά
του κριτήρια με τα οποία αξιολογούσε κάθε δημόσια παρουσία. Η δική του
δημόσια παρουσία υπήρξε ελάχιστη πλην όμως διακριτή. Δύο ποιητικές
συλλογές, λίγα πεζά και μερικές βιβλιοκρισίες δημοσιευμένα σε περιοδικά
ύστερα από έντονες παρακινήσεις φίλων. Το ελάχιστο που είναι όμως ήδη
πολύ. [amfissacity.blogspot.com]