Μιλάει εκείνη:
Δεν υπάρχει άλλος στην κόσμο
τόσο αφιλόξενος και άστεγος.
Για σένα είναι θαρρείς του λαούτου η φωνή
μέσα από την απόκοσμη διάφανη αυγή.
Μάθε με τον εαυτό σου να παλεύεις,
εσύ που φάνηκες στο τελευταίο μου όνειρο,
να καταραστείς ξανά το τρίξιμο του πηγαδιού,
το θρόισμα των πεύκων, το μαύρο της κουρούνας κρώξιμο,
το έδαφος στο οποίο περπάτησα
το κίτρινο αστέρι στο παραθύρι μου,
εκείνη που ήμουν κι εκείνη που έγινα,
κι εκείνη τη στιγμή που σου είπα
ότι, νομίζω, πως στον ύπνο μου σε είδα.
Και στην ανάσα απ' τις κατάρες σου
τώρα νομίζω πως ακούω τούτες τις λέξεις:
εκείνες που είναι πιο μεθυστικές και σφιχτές από την αγκαλιά
μα τρυφερές σα το πρώτο της άνοιξης χορτάρι.
Μιλάει εκείνος:
Ας είσαι τρεις φορές πιο όμορφη απ' τους αγγέλους,
ας είσαι αδελφή των ιτιών του ποταμού,
με το τραγούδι μου θα σε σκοτώσω,
χωρίς το αίμα σου στη γη να χύσω,
χωρίς με το χέρι μου να σε αγγίξω,
χωρίς μια φορά να κοιτάξω, να σ' αγαπώ θα πάψω,
μα με τον απίστευτο σου στεναγμό
την δίψα μου, επιτέλους, θα χορτάσω.
Εκείνη που πλανιότανε στον κόσμο πριν εμένα,
πιο τρομερή απ' την παγωνιά, πιο φλογερή απ' τη φωτιά,
εκείνη που και τώρα αιωρείται στον αέρα,
από αυτήν εμένα θα ελευθερώσεις.
Ακούγεται από μακριά:
Τα χάδι αρνείσαι, προσβάλεις με την επιμονή,
μπαίνεις χωρίς να χτυπήσεις,
όλα μαζί σου θα είναι απολαυστικά,
ακόμη κι ο χωρισμός.
Ας διαλυθεί στη μοχθηρή μοίρα
ο πορφυρός αφρός,
μα ας ηχήσει σαν όρκος για σένα
ακόμη και η προδοσία...
εκείνης που γνώρισε και τη φρίκη και την τιμή
της επέκεινα ζωής...
Το όνομα σου τώρα να προφέρω
είναι σαν θάνατος.
Κομάροβο
1963
Το τραγουδάκι του τυφλού:
Μην πιάνεις τον εαυτό σου από το χέρι...
μην οδηγείς τον εαυτό σου στο ποτάμι...
τον εαυτό σου με δάχτυλο μη δείχνεις....
περπατάς, περπατάς και σκοντάφτεις.
Τασκένδη 1942
Δεν υπάρχει άλλος στην κόσμο
τόσο αφιλόξενος και άστεγος.
Για σένα είναι θαρρείς του λαούτου η φωνή
μέσα από την απόκοσμη διάφανη αυγή.
Μάθε με τον εαυτό σου να παλεύεις,
εσύ που φάνηκες στο τελευταίο μου όνειρο,
να καταραστείς ξανά το τρίξιμο του πηγαδιού,
το θρόισμα των πεύκων, το μαύρο της κουρούνας κρώξιμο,
το έδαφος στο οποίο περπάτησα
το κίτρινο αστέρι στο παραθύρι μου,
εκείνη που ήμουν κι εκείνη που έγινα,
κι εκείνη τη στιγμή που σου είπα
ότι, νομίζω, πως στον ύπνο μου σε είδα.
Και στην ανάσα απ' τις κατάρες σου
τώρα νομίζω πως ακούω τούτες τις λέξεις:
εκείνες που είναι πιο μεθυστικές και σφιχτές από την αγκαλιά
μα τρυφερές σα το πρώτο της άνοιξης χορτάρι.
Μιλάει εκείνος:
Ας είσαι τρεις φορές πιο όμορφη απ' τους αγγέλους,
ας είσαι αδελφή των ιτιών του ποταμού,
με το τραγούδι μου θα σε σκοτώσω,
χωρίς το αίμα σου στη γη να χύσω,
χωρίς με το χέρι μου να σε αγγίξω,
χωρίς μια φορά να κοιτάξω, να σ' αγαπώ θα πάψω,
μα με τον απίστευτο σου στεναγμό
την δίψα μου, επιτέλους, θα χορτάσω.
Εκείνη που πλανιότανε στον κόσμο πριν εμένα,
πιο τρομερή απ' την παγωνιά, πιο φλογερή απ' τη φωτιά,
εκείνη που και τώρα αιωρείται στον αέρα,
από αυτήν εμένα θα ελευθερώσεις.
Ακούγεται από μακριά:
Τα χάδι αρνείσαι, προσβάλεις με την επιμονή,
μπαίνεις χωρίς να χτυπήσεις,
όλα μαζί σου θα είναι απολαυστικά,
ακόμη κι ο χωρισμός.
Ας διαλυθεί στη μοχθηρή μοίρα
ο πορφυρός αφρός,
μα ας ηχήσει σαν όρκος για σένα
ακόμη και η προδοσία...
εκείνης που γνώρισε και τη φρίκη και την τιμή
της επέκεινα ζωής...
Το όνομα σου τώρα να προφέρω
είναι σαν θάνατος.
Κομάροβο
1963
Το τραγουδάκι του τυφλού:
Μην πιάνεις τον εαυτό σου από το χέρι...
μην οδηγείς τον εαυτό σου στο ποτάμι...
τον εαυτό σου με δάχτυλο μη δείχνεις....
περπατάς, περπατάς και σκοντάφτεις.
Τασκένδη 1942