Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Πάμπλο Νερούδα (Pablo Neruda), «Το Βιβλίο των Ερωτήσεων»

I
Γιατί τὰ μεγάλα ἀεροπλάνα
δὲν ϐγαίνουν ϐόλτα μὲ τὰ παιδάκια τους;
Ποιό εἶναι κεῖνο τὸ κίτρινο πουλὶ
ποὺ γέμει τὴ ϕωλιά του μὲ λεμόνια;
Γιατί δὲν δείχνουν στὰ ἑλικόπτερα
πῶς νὰ μαζεύουν μέλι ἀπ’ τὸν ἥλιο;
Ποῦ ἐγκατέλειψε ἡ πανσέληνος
τὴ σάκα τῆς νύχτας μὲ τὸ ἀλεύρι;

II
Ἂν ἔχω πεθάνει καὶ δὲν τὸ ξέρω
ποιόν νὰ ρωτήσω νὰ μάθω τὴν ὥρα;
Τὰ ἑκατοντάδες ϕύλλα ἀπὸ ποῦ
μαζεύει ἡ ἄνοιξη τῆς Γαλλίας;
Σὲ ποιά γῆ νὰ ριζώσει ἕνας τυφλὸς
ὅταν οἱ μέλισσες τὸν κατατρέχουν;
Ἂν ἐξαντληθεῖ αὐτὸ τὸ κίτρινο
μὲ τί ϑὰ ζυμώσουμε τὸ ψωμί μας;

III
Πες μου· τὸ ρόδο εἶναι ἁπλὰ γυμνὸ
ἢ αὐτό εἰναι τὸ μόνο ϕόρεμά του;
Γιὰ ποιό λόγον ἀποκρύπτουν τὰ δέντρα
τὸ μεγαλεῖο τους, τοῦτες τὶς ρίζες;
Μὰ ποιός ἀκούει τὶς μεταμέλειες
τοῦ ἐγκληματικοῦ αὐτοκινήτου;
Τί ϑέαμα πιὸ ϑλιβερὸ στὸν Κόσμο
ἀπὸ τ’ ἀκίνητα τραῖνα στὴ ϐροχή;

IV
Πόσες ἐκκλησιὲς ἔχει ὁ οὐρανός;
Γιατί δὲν ὁρμάει ὁ καρχαρίας
νὰ δαγκώσει τὶς ἄτρομες Σειρῆνες;
Μιλάει ὁ καπνὸς μὲ τὰ σύννεφα;
Ἰσχύει πὼς πρέπει νὰ ποτίζουμε
τὶς προσδοκίες μὲ πρωινὴ δροσιά;

V
Τί ϕυλᾶς κάτω ἀπ’ τὸ καύκαλό σου;
εἶπε μιὰ καμήλα σὲ μιὰ χελώνα.
Καὶ ἡ χελώνα, εὐθύς, ἀπάντησε:
Τί λὲς ὅταν μιλᾶς στὰ πορτοκάλια;
Μιὰ ἀχλαδιὰ ϕέρει πιὸ πολλὰ ϕύλλα
ἀπ’ ὅ,τι ὁ Χαμένος Χρόνος τοῦ Προύστ;
Ἀλλὰ γιατί αὐτοκτονοῦν τὰ ϕύλλα
μόλις αἰστανθοῦν ὅτι κιτρίνισαν;

VI
Γιὰ ποιόν λόγο τὸ σομπρέρο τῆς νύχτας
ἁπλώνει στὸν ϑόλο μὲ τόσες τρύπες;
Τί λέει στὴ ϕωτιὰ ἡ παλιὰ τέφρα
κάθε ϕορὰ ποὺ περνάει δίπλα της;
Γιατί κλαῖνε γοερὰ τὰ σύννεφα
μὰ γίνονται ὅλο καὶ πιὸ εὔθυμα;
Γιὰ ποιόν πυρακτώνεται τοῦ ἡλίου
ὁ ὕπερος στὴ σκιὰ τῆς ἔκλειψης;
Πόσες μέλισσες πετᾶνε τὴ μέρα;

VII
Τὸ περιστέρι σημαίνει εἰρήνη;
Ἡ λεοπάρδαλη ϕέρει πόλεμο;
Γιατί διδάσκει ὁ καθηγητής μας
τὴ γεωγραφία ἑνὸς ϑανάτου;
Καὶ τί συμβαίνει μὲ τὰ χελιδόνια
ποὺ καταφθάνουν ἀργὰ στὸ σχολεῖο;
Ἀληθεύει ὅτι σκορποῦν γράμματα
διάφανα, πέρ’ ὥς πέρα στὸν οὐρανό;

VIII
Τί ἀναστατώνει τὰ ἡφαίστεια
γιὰ νὰ ϕτύνουν ϕωτιά, κρύο καὶ τρέλα;
Καὶ γιατί ὁ Χριστόφορος Κολόμβος
δὲν ἀνακάλυψε τὴν Ἱσπανία;
Πόσες ἐρωτήσεις ἔχει μιὰ γάτα;
Τὰ δάκρυα ποὺ δὲν τρέξαν ἀκόμα
ἔχουν σταλάξει σὲ λίμνες μικροῦλες;
Ἢ ἔγιναν ἀόρατοι ποταμοὶ
ὁρμητικοὶ τρέχοντας πρὸς τὴ ϑλίψη;

IX
Αὐτὸς ὁ ἥλιος εἶναι ἴδιος μὲ χθὲς
ἢ ἄλλη ϕωτιὰ καίει ἡ ϕωτιά του;
Πῶς νὰ πῶ εὐχαριστῶ στὰ σύννεφα
γιὰ τὴν ἀσύλληπτη ἀφθονία τους;
Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται ἡ καταιγίδα
μαῦρο σακί, νέφος, ὅλο δάκρυα;
Ποῦ πῆγαν τὰ ὀνόματα ἐκεῖνα
σὰν τοῦρτες γλυκὰ τῶν παλιῶν ἡμερῶν;
Ποῦ πῆγαν οἱ Ἑλένες, οἱ Μαρίες
οἱ Πηνελόπες καὶ οἱ Μαργαρίτες;

X
Ἄραγε, τί ϑὰ σκεφτοῦν οἱ Πολωνοὶ
γιὰ τὸ καπέλο μου σ’ ἑκατὸ χρόνια;
Τί ϑὰ ποῦν γιὰ τὴν ποίησή μου αὐτοὶ
ποὺ δὲν ἄγγιξαν ποτὲ τὸ αἷμα μου;
Πῶς γίνεται νὰ μετρηθεῖ ὁ ἀφρὸς
στὸ ποτήρι σὰν χύνεται τῆς μπύρας;
Στῆς ϕυλακῆς τὰ σίδερα τί ϑέλει
μιὰ μύγα σὲ σονέτο τοῦ Πετράρχη;

XI
Μέχρι πότε ϑὰ μιλᾶνε οἱ ἄλλοι
ἂν τά ’χουμε μιλήσει ἤδη ἐμεῖς;
Καὶ τί ϑὰ ἔλεγε ὁ Χοσὲ Μαρτὶ
γιὰ τὸν ἐκπαιδευτικὸ Μαρινέλλο;
Πόσων ἐτῶν εἶναι ὁ Νοέμβριος;
Τί ἀποπληρώνει τὸ ϕθινόπωρο
χρεωμένο τὰ κίτρινά του ϕύλλα;
Πῶς λένε τὸ ἐξωτικὸ κοκταίηλ —
μιὰ δόση ϐότκα, μιὰ δόση ἀστραπή;

XII
Καὶ σὲ ποιόν χαμογελάει τὸ ρύζι
μὲ τ’ ἄσπρα ἀπειράριθμά του δόντια;
Πῶς γίνεται καὶ σ’ ἐποχὲς σκοτεινὲς
νὰ γράφουν μὲ ἀόρατο μελάνι;
Ἡ ὡραία τῶν Ἀθηνῶν ἄραγε
ξέρει πόσες ἔχει τὸ ρόδο ϕοῦστες;
Γιὰ ποιόν λόγο μὲ τσιμπᾶνε οἱ ψύλλοι
κι οἱ λογοτεχνικοὶ καραβανάδες;

XIII
Ἀληθεύει ὅτι στὴν Αὐστραλία
μόνον ζοῦν ἡδονικοὶ κροκόδειλοι;
Πῶς μοιράζουν τὸν χιτώνα τοῦ ἥλιου
σὲ μιὰ πορτοκαλιὰ τὰ πορτοκάλια;
Ἡ ὀδοντοστοιχία τοῦ ἁλατιοῦ
ἔρχεται ἀπὸ στόμα πικραμένο;
Ἀλήθεια, στὴν πατρίδα μου τὰ ϐράδια
πετᾶ ἕνας κόνδορας κατάμαυρος;

XIV
Καὶ τί λόγια νὰ εἶπαν τὰ ρουμπίνια
στὸν χυμὸ μπροστὰ τῶν κόκκινων ροδιῶν;
Γιατί δὲν πείσθηκε ποτὲ ἡ Πέμπτη
ϑέση ν’ ἀλλάξει μὲ τὴν Παρασκευή;
Ποιοί κραύγασαν μὲ χαρὰ κι εὐθυμία
στὴ γέννηση τοῦ γαλάζιου χρώματος;
Γιατί δείχνει τόσο ϑλιμμένη ἡ γῆ
ὅταν ἐμφανίζονται οἱ ϐιολέτες;

XV
Λοιπόν, ἀληθεύει πὼς τὰ γιλέκα
προετοιμάζονται νὰ ἐξεγερθοῦν;
Γιατί ἡ ἄνοιξη προσφέρει πάλι
τὰ καταπράσινα ϕορέματά της;
Γιατί χαμογελᾶ ἡ γεωργία
στὸ κατάχλωμο κλάμα τοῦ οὐρανοῦ;
Καὶ πῶς κατάφερε παρατημένο
τὸ ποδήλατο νὰ ἐλευθερωθεῖ;

XVI
Τὸ ἁλάτι καὶ ἡ ζάχαρη μαζὶ
δουλεύουν πύργο νὰ σηκώσουν λευκό;
Ἀληθεύει, στὸν οἶκο τῶν μερμηγκιῶν
ὑποχρεωτικὰ ὀνειρεύεσαι;
Καταλαβαίνεις τί εἴδους στοχασμοὺς
ἡ γῆ μηρυκάζει τὸ ϕθινόπωρο;
(Γιατί νὰ μὴ δοθεῖ τὸ μετάλλιο
στὸ πρῶτο ϕύλλο ντυμένο μὲ χρυσό;)

XVII
Ἔχεις προσέξει πὼς τὸ ϕθινόπωρο
μοιάζει μὲ κιτρινωπὴ ἀγελάδα;
Πῶς τὸ ϑηρίο τὸ ϕθινοπωρινὸ
μετατρέπεται σὲ μαῦρο σκελετό;
Καὶ πῶς ἐπισωρεύει ὁ χειμώνας
τόσα γραμμικὰ στρώματα γαλάζιων;
Μὰ ποιός ἀπαίτησε ἀπ’ τὴν ἄνοιξη
τὴν ὁλοκάθαρη μοναρχία της;

XVIII
Πῶς μάθαν οἱ ρόγες τῆς κληματαριᾶς
τὴν προπαγάνδα τοῦ τσαμπιοῦ; Γνωρίζεις
ποιά πράξη ϑεωρεῖται πιὸ δύσκολη
μεταξὺ σπορᾶς καὶ ἁλωνίσματος;
Χάλια ἡ Ζωὴ χωρὶς τὴν Κόλαση!
Δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ξαναφτιάξουμε;
Καὶ νὰ ϐάλουμε τὸν Ριχάρδο Νίξον
―τὸν ϑλιβερὸ πισινό του― στὴ σχάρα
σιγοψήνοντάς τον σὲ ϕωτιά, σβηστὴ
ἀπ’ τὶς ναπάλμ made in the US of A;

XIX
Ἄραγε μέτρησε κανεὶς ποτέ του
τὸν χρυσὸ στὰ καλαμποκοχώραφα;
Τὰ μεσημέρια στὴ Μακεδονία
ἡ ἀχλὺς εἶναι πράσινη, τὸ ξέρεις;
Ποιός τραγουδᾶ στὸ ϐάθος τῆς ἀβύσσου
τῆς παρατημένης λιμνοθάλασσας;
Μὲ τί πράγμα γελάει τὸ καρπούζι
σὰν δολοφονεῖται ἀπ’ τὸ μαχαίρι;

XX
Ἀληθεύει ὅτι τὸ κεχριμπάρι
ἐνέχει τὰ δάκρυα τῶν γοργόνων;
Τί ὄνομα νὰ δώσουμε στὸ ἄνθος
καθὼς πετᾶ ἀπὸ πουλὶ σὲ πουλί;
Δὲν λέμε κάλλιο ποτὲ παρὰ ἀργά;
Καὶ γιατί ἑτοιμάζονται τὰ τυριὰ
πρὸς ἄθλους ἡρωικοὺς στὴ Γαλλία;

XXI
Καὶ ὅταν εἶπε τὸ γεννηϑήτω ϕῶς
αὐτὸ συνέβη στὴ Βενεζουέλα;
Ποῦ ϐρίσκεται τὸ κέντρο τῆς ϑαλάσσης;
Γιατὶ εκεῖ δὲν σκάει ποτὲ τὸ κῦμα;
Ὁ μετεωρίτης ἦταν σίγουρα
ἕνα περιστέρι τοῦ ἀμεθύστου;
Μπορῶ νὰ ρωτήσω τὸ ϐιβλίο μου
ἂν τό ’γραψα ἐγὼ ἢ κάποιος ἄλλος;

XXII
Ἂχ ἔρωτα, γιὰ κεῖνον καὶ γιὰ κείνη ―
ἐὰν δὲν εἶναι πιά, ποῦ δραπετεύσαν;
Μόλις χθές, χθὲς ρωτοῦσα τὰ μάτια μου
πότε πάλι ϑὰ ξαναϊδωθοῦμε;
Καὶ ὅποτε ἀλλάζει τὸ σκηνικὸ
ϕταῖνε τὰ χέρια σου ἢ τὰ γάντια σου;
Σὰν τραγουδάει τὸ γαλαζόνερο
πῶς μυρίζει ἡ ϕήμη τοῦ οὐρανοῦ;

XXIII
Τρέπεται ἡ πεταλούδα σὲ ψάρι
ἱπτάμενο σὰν μετεμψυχώνεται;
Τί σημαίνει λοιπόν· πὼς εἶναι ψέμα
ὅτι ὁ Θεὸς ζοῦσε στὴ σελήνη;
Τί χρῶμα ἔχει ἡ ὀσμὴ τοῦ ϑρήνου
τοῦ γαλάζιου ϑρήνου ἀπ’ τὶς ϐιολέτες;
Πόσες ϐδομάδες κρύβει μία μέρα
καὶ πόσα χρόνια κρύβονται στὸν μήνα;

XXIV
Τὸ τέσσερα εἶναι πάντα τέσσερα;
Τὸ ἑπτὰ ἰσοῦται ἑπτὰ γιὰ ὅλους;
Τὸν ϕυλακισμένο ὁταν κτυπᾶ τὸ ϕῶς
εἶναι τὸ ἴδιο ϕῶς ποὺ μᾶς ϕωτίζει;
Ὁ Ἀπρίλης ὁ Ἀπρίλης τί χρῶμα
παίρνει γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς, τό ’χεις σκεφτεῖ;
Μὰ ποιά δυτικὴ μοναρχία ἔχει
σημαιοστολιστεῖ μὲ παπαροῦνες;

XXV
Γιατί περιμένοντας νὰ χιονίσει
τὸ δάσος ξεντύθηκε τὰ ροῦχα του;
Μπορεῖς νὰ διακρίνεις ποιός εἰναι Θεὸς
στοὺς Θεοὺς ἀνάμεσα τῆς Καλκούτα;
Γιατὶ νὰ ζῆ τόσο κουρελιασμένα
ὁ παραμικρὸς μεταξοσκώληκας;
Καὶ ἡ γλύκα τῆς καρδιᾶς τοῦ κερασιοῦ
γιατί νὰ ἔχει τόσο σκληρὴ γεύση;
Μήπως ἐπειδὴ πρέπει νὰ πεθάνει
ἢ μήπως ἐπειδὴ πρέπει νὰ ζήσει;

XXVI
Ἐκεῖνος ὁ καθὼς πρέπει ϐουλευτὴς
―λαγοὺς μὲ πετραχήλια μοῦ ἔταζε!―
ἄραγες ἔφαγε μὲ τὸν γιόκα του
τὴν πίττα, ὁλόκληρη, τοῦ ϕονικοῦ;
Ποιόν ϑέλει νὰ γελάσει ἡ μανόλια
ἀναδύοντας μυρωδιὲς λεμονιῶν;
Ποῦ κρύβει ὁ ἀητὸς τὸ μαχαίρι
ὅταν πάει στὰ σύννεφα γιὰ ὕπνο;

XXVII
Πεθαίνουν ἐνίοτε ἀπὸ ντροπὴ
τὰ τραῖνα ἂν χάσουνε τὸν δρόμο τους;
Ποιός δὲν ἀντίκρυσε ποτὲ ἀλόη;
Ποῦ εἶναι ϕυτεμένα τὰ δυὸ μάτια
τοῦ συντρόφου ποιητῆ Πὼλ Ἐλυάρ;
Θέση ἐλεύθερη γιὰ λίγα ἀγκάθια
ὑπάρχει; ―εἶπαν στὴν τριανταφυλλιά.

XXVIII
Γιατί ξεχνοῦν οἱ ἡλικιωμένοι
τὰ ἐγκαύματα καὶ χρέη τῆς ζωῆς;
Τὸ ἄρωμα ὑπῆρξε ἀληθινὰ
τῆς καταπλήκτου πάλαι κορασίδος;
Γιατί οἱ ϕτωχοὶ τείνουν νὰ λησμονοῦν
μόλις ξεφύγουν ἀπὸ τὴ ϕτώχεια τους;
Πῶς μπορῶ ν’ ἀποκτήσω μιὰ καμπάνα
νὰ κτυπᾶ κάθε ποὺ ὀνειρεύεσαι;

XXIX
Τί ἀπόσταση χωρίζει μετρικὴ
στὸ περίπου, ἥλιο καὶ πορτοκάλια;
Ποιός σηκώνει τὸν ἥλιο σὰν κοιμᾶται
στὸ καταφλεγόμενο κρεβάτι του;
Τραγουδάει ἡ γῆ ὅπως τραγουδάει
ὁ γρύλλος τὴν κοσμικὴ συμφωνία;
Εἶναι ϕαρδὺς ὁ δρόμος γιὰ τὴ ϑλίψη
ἀλλὰ στενὸς γιὰ τὴ μελαγχολία;

XXX
Ὅταν ἔγραφε ὁ Ρουμπὲν Νταρίο
τὸ Γαλάζιο, μήπως ἦταν πράσινος;
Δὲν ἦταν κατακόκκινος ὁ Ρεμπὼ
κι ὁ Λουὶ ντὲ Γκόνγκορα ὀλίγον μώβ;
Ὁ δὲ κύριος Οὑγκὼ τρικολόρε;
Κι ἐγὼ κίτρινη κορδέλα μὲ ρίγες;
Ὅλες μαζὶ οἱ ϑύμησες τῶν ϕτωχῶν
ἀπ’ τὰ χωριὰ ἀθροίζονται σὲ μία;
Καὶ ποῦ κρατοῦν οἱ πλούσιοι ἄνθρωποι
τὰ ὄνειρά τους, σ’ ἕνα κλειστὸ κουτί;

XXXI
Ὑπάρχει κανείς, κάποιος, νὰ ρωτήσω
τί ἦρθα νὰ κάνω σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο;
Γιατί κινοῦμαι χωρὶς νὰ τὸ ϑέλω
γιατί δὲν μπορῶ νὰ κάτσω ἥσυχος;
Χωρὶς ρόδες γίνεται νὰ κυλάω
νὰ πετῶ χωρὶς ϕτερὰ καὶ πούπουλα,
καὶ ποιός μ’ ἔπεισε νὰ μεταναστεύσω
ἀφοῦ ζοῦν τὰ ὀστά μου στὴν Ἑλλάδα;

XXXII
Εἶναι κάτι πιὸ γελοῖο στὴ ζωὴ
ἀπ’ τὸ νὰ σὲ λένε Πάμπλο Νερούδα;
Ψηλά, στὸν οὐρανὸ τῆς Κολομβίας
ὑπάρχει κανὰς συλλέκτης συννέφων;
Γιατί τὰ συνέδρια τῶν ὀμπρελλῶν
λαμβάνουν χώραν πάντοτε εἰς Λόνδραν;
Ἡ Βασίλισσα τῶν Σαββαίων εἶχε
τὸ χρῶμα τοῦ ἀμάραντου στὸ αἷμα;
Ὅταν ἔκλαιγε ὁ Κάρολος Μπωντλαὶρ
ἔκλαιγε, πράγματι, μὲ μαῦρο δάκρυ;

XXXIII
Γιατί ὁ ἥλιος δὲν στέκεται ϕίλος
γιὰ τὸν περιπατητὴ στὴν ἔρημο;
Ἐνῶ στέκει τόσο εὐπροσήγορος
στὰ προαύλια τῶν νοσοκομείων;
Στὰ δίχτυα τῆς σελήνης τί σπαρταρᾶ ―
ψάρια εἶναι ἢ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ;
Στὸ μέρος ὅπου χάθηκα τελικὰ
ἐκεῖ συνάντησα τὸν ἑαυτό μου;

XXXIV
Μὲ ὅσες ἀρετὲς ἔχω ξεχάσει
μπορῶ νὰ ράψω καινούργιο κοστούμι;
Γιατί τὰ καλύτερά μας ποτάμια
τρέχουν νὰ κυλήσουνε στὴ Γαλλία;
Γιατί μετὰ τὴ νύχτα τοῦ Γκεβάρα
δὲν ξημερώνει πιὰ στὴ Βολιβία;
Λὲς κι ἡ δολοφονημένη του καρδιὰ
ἀναζητᾶ ἐκεῖ τοὺς δολοφόνους;
Τὸ μαῦρο σταφύλι ἀπ’ τὴν ἔρημο
κρύβει τὴν πρώτη γεύση τῶν δακρύων;

XXXV
Ἡ ζωή μας δὲν ϑά ’ναι μιὰ σήραγγα
μεταξὺ δύο ϑολῶν διαυγειῶν;
Ἢ δὲν ϑά ’ναι παρὰ καθαρότητα
μεταξὺ δύο σκοτεινῶν τριγώνων;
Ἢ πάλι, ἡ ζωὴ δὲν ϑά ’ναι ψάρι
σὰν ἑτοιμάζεται νὰ γίνει πουλί;
Κι ὁ ϑάνατος ϑά ’ναι ἀπὸ δὲν θά ’ναι
ἢ ἀπὸ ὑλικὰ ἐπικίνδυνα;

XXXVI
Στὸ τέλος δὲν ϑὰ γίνει ὁ ϑάνατος
μιὰ κουζίνα διαρκὴς χωρὶς τέλος;
Τί ϑὰ κάνουν τὰ σπασμένα ὀστά σου ―
ϑὰ ψάξουν, ἄλλη μιά, γιὰ τὴ μορφή σου;
Ἡ καταστροφή σου ϑὰ καλουπωθεῖ
σὲ μιὰν ἄλλη ϕωνή, σ’ ἕνα ἄλλο ϕῶς;
Θὰ γίνουν οἱ σκώληκες ποὺ ἔγινες
μέρος ἀπὸ σκυλιὰ ἢ πεταλοῦδες;

XXXVII
Ἀπ’ τὶς στάχτες σου ϑὰ ξαναγεννηθεῖ
χελώνα, κανὰς Τσέχος ἢ Σλοβάκος;
Τὸ στόμα σου ϑὰ ϕιλᾶ γαρύφαλλα
μὲ ὁλοζώντανα καινούργια χείλη;
Ὅμως, πόθεν ἔρχεται ὁ ϑάνατος ―
ἀπὸ τὰ ψηλὰ ἢ ἀπ’ τὰ χαμηλά;
Ἀπ’ τὰ μικρόβια ἢ ἀπ’ τοὺς τοίχους,
ἀπ’ τοὺς πολέμους ἢ ἀπ’ τὸν χειμώνα;

XXXVIII
Τὸ πιστεύεις ὅτι ὁ ϑάνατος ζῆ
στὸν ἥλιο ϐαθιὰ μέσα τοῦ κερασιοῦ;
Δὲν ϑὰ μποροῦσε νὰ σ’ ἔχει σκοτώσει
μ’ ἕνα γλυκοφίλημα ἡ ἄνοιξη;
Πιστεύεις πὼς τὸ πένθος σοῦ ὑψώνει
τὸ λάβαρο μὲ τὸ πεπρωμένο σου;
Καὶ μὲς στὸ κρανίο ἀνακαλύπτεις
ὥς τὸ κόκαλο νεκρὴ τὴ γενιά σου;

XXXIX
Δὲν νιώθεις τὸ σημάδι τοῦ κινδύνου
στὸν εἴρωνα καγχασμὸ τῆς ϑάλασσας;
Δὲν ϐλέπεις τὸ αἱμάτινο μετάξι
τῆς παπαρούνας πόσο σὲ ἀπειλεῖ;
Καὶ ἡ μηλιά, δὲν ἀντιλαμβάνεσαι
πὼς ἀνθεῖ γιὰ νὰ πεθάνει στὸ μῆλο;
Δὲν κλαῖς τριγυρισμένος ἀπὸ γέλια
μὲ τὸ μπουκάλι, στὸ χέρι, τῆς λήθης;

XL
Σὲ ποιόν ὁ κουρελιασμένος κόνδορας
δίνει λογαριασμὸ γιὰ τὶς πράξεις του;
Καὶ πῶς νὰ ὀνομάσουμε τὴ ϑλίψη
τὴ ϑλίψη τοῦ μοναχικοῦ προβάτου;
Ἂν τραγουδήσουνε τὰ περιστέρια
ϑ’ ἀναστατωθεῖ ὁ περιστερώνας;
Ἂν μάθουν οἱ μύγες νὰ ϕτιάχνουν μέλι
ϑὰ προσβάλουν, ἄραγε, τὶς μέλισσες;

XLI
Πόσο σκληρός εἰναι ἕνας ρινόκερως
ἕνας ρινόκερως συγκινημένος;
Τί νὰ διηγεῖται τὸ νέο ϕύλλο
ἀπὸ τὴν πρόσφατη ἄνοιξη πάλι;
Τὰ ϕύλλα ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦνε
τὸν χειμώνα, μυστικά, μὲ τὶς ρίζες;
Τί ἔμαθε ἀπὸ τὴ γῆ τὸ δέντρο
γιὰ νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν οὐρανό;

XLII
Πονᾶς περισσότερο ἂν ἐλπίζεις
ἢ ἂν δὲν ἐλπίζεις τίποτε, ποτέ;
Ποῦ τελειώνει τὸ οὐράνιο τόξο,
μὲς στὴν ψυχή σου ἢ στὸν ὁρίζοντα;
Ἴσως ἕνας ἀόρατος ἀστέρας
νὰ γίνει ἡ Ἐδὲμ τῶν αὐτοκτόνων;
Πῶς τρυγοῦν τὰ σιδερένια ἀμπέλια,
ἀπὸ ποῦ πέφτουν οἱ μετεωρίτες;

XLIII
Ποιά ἦταν ἐκείνη ποὺ σ’ ἀγαποῦσε
μὲς στ’ ὄνειρό σου, κάθε ποὺ κοιμόσουν;
Ποῦ πάει τὸ ὑλικὸ τοῦ ὀνείρου;
Μπαίνει στὰ ὄνειρα ἄλλων ἀνθρώπων;
Καὶ ὁ πατέρας ποὺ ζῆ στὰ ὄνειρα
γυρνάει στὸν ϑάνατο μόλις ξυπνᾶς;
Ἀνθοφοροῦν τὰ ϕυτὰ τῶν ὀνείρων,
ὡριμάζουν οἱ αὐστηροί τους καρποί;

XLIV
Ποῦ πῆγε τὸ παιδὶ παλιὰ ποὺ ἤμουν ―
εἶναι ἀκόμα ἐδῶ ἢ ἔφυγε;
Νὰ ξέρει ὅτι δὲν τὸ ἀγάπησα,
ὅτι δὲν μ’ ἀγάπησε ποτὲ κι αὐτό;
Τί κι ἂν περπατήσαμε καιρὸ μαζί!
Μεγαλώσαμε γιὰ νὰ χωρίσουμε;
Γιατί δὲν πεθάναμε καὶ οἱ δύο
σὰν πέθανε ἡ παιδικότητά μου;
Γιατί ὁ σκελετός μου παραμένει
ἂν ἡ ψυχή μου γνώρισε τὴν Πτώση;

XLV
Αὐτὸ τὸ κίτρινο ϕέτος τῶν δασῶν
εἶναι τὸ ἴδιο περσινὸ κίτρινο;
Τὴν πτήση του τὴ μαύρη συνεχίζει
τὸ πεισματάρικο ϑαλασσοπούλι;
Ἐκεῖ ὅπου τὰ ὅρια τελειώνουν
ϑάνατος εἶναι ἢ ἀπειροσύνη;
Τί μᾶς ϐαραίνει πιότερο τὴ μέση,
οἱ σωματικοὶ πόνοι ἢ ἡ μνήμη;

XLVI
Καὶ πῶς λέγεται ὁ μήνας ἐκεῖνος
Δεκέμβρη ἀνάμεσα καὶ Γενάρη;
Ποιᾶς ἐξουσίας νόμοι ἀρίθμησαν
τὰ δώδεκα σταφύλια ἀπὸ τὸν μίσχο;
Γιατί μᾶς ἔδωσαν σύντομους μῆνες
ποὺ δὲν διαρκοῦν ὁλόκληρο χρόνο;
Δὲν σὲ ξεγέλασε ποτὲ μὲ ϕιλιὰ
―ϕιλιὰ ποὺ δὲν ἀνθίσαν! ― ἡ ἄνοιξη;

XLVII
Μεσοῦντος τοῦ ϕθινοπώρου δὲν ἀκοῦς
τὶς κιτρινωπὲς ἐκπυρσοκροτήσεις;
Γιὰ ποιόν λόγο, δίκαιο ἢ ἄδικο
ϑρηνολογεῖ ἡ ϐροχὴ τὴ χαρά της;
Ποιό πουλὶ ἡγεῖται ὅλου τοῦ σμήνους
ὅταν αὐτὸ πετάει στὸν οὐρανό;
Πάνω σὲ τί κρεμάει τὸ κολιμπρὶ
τὴν ἐκθαμβωτική του συμμετρία;

XLVIII
Δὲν μοιάζουνε τὰ στήθη τῶν γοργόνων
στὰ ϑαλάσσια στρογγυλὰ κοχύλια;
Στ’ ἀπολιθωμένα πάλι κύματα
ἢ στ’ ἀκίνητο παιχνίδι τοῦ ἀφροῦ;
Καὶ δὲν ἅρπαξε ϕωτιὰ τὸ λιβάδι
ἀπὸ τὶς ἄγριες πυγολαμπίδες;
Πότε οἱ κομμωτὲς τοῦ ϕθινοπώρου
ξεχτένισαν ὅλα τὰ χρυσάνθεμα;

XLIX
Ὅταν κοιτῶ ἐκ νέου τὴ ϑάλασσα
ἡ ϑάλασσα μὲ ϐλέπει ἢ δὲν μὲ ϐλέπει;
Γιατί νὰ μὲ ρωτᾶνε τὰ κύματα
ὅ,τι ἀκριβῶς κι ἐγὼ τὰ ρωτάω;
Καὶ γιατί κτυποῦν μὲ λύσσα τὰ ϐράχια
ἀλλὰ καὶ μάταιο ἐνθουσιασμό;
Δὲν κουράστηκαν νὰ γράφουν, νὰ γράφουν
τὴ διακήρυξή τους πάνω στὴν ἄμμο;

L
Μπορεῖ κανεὶς νὰ πείσει τὴ ϑάλασσα
νὰ ξαναγυρίσει στὰ λογικά της;
Ὑπάρχει νόημα νὰ καταστρέφει
πράσινο γρανίτη, μπλὲ κεχριμπάρι;
Καὶ τελικά, πρὸς τί τόσες ρυτίδες
καὶ τόσα κοιλώματα μὲς στοὺς ϐράχους;
Ἂν καὶ ἦρθα μετὰ ἀπ’ τὴ ϑάλασσα
ποῦ ϑὰ στραφῶ μόλις μὲ σταματήσει;
Γιατί ἔφραξα μόνος μου τὸν δρόμο
πιασμένος στὴ ϑαλασσινὴ παγίδα;

LI
Γιατί νὰ μισῶ τὶς μεγαλουπόλεις
μὲ τὴν ὀσμὴ γυναίκας καὶ κάτουρου;
Οἱ πόλεις δέν εἰναι σὰν ὠκεανὸς
μέγας ἀπὸ στρώματα ποὺ πάλλονται;
Ἡ ὠκεανία τῶν ἀέρηδων
γιατί δὲν ἔχει νήσους καὶ ϕοινικιές;
Γιατί ἐπέστρεψα στὴν ἀπάθεια
τοῦ ἀπειρομέτρητου ὠκεανοῦ;

LII
Τί μάκρος εἶχε τὸ μαῦρο χταπόδι
ποὺ σκέπασε τὴν ξέγνοιαστην ἡμέρα;
Τὰ πλοκάμια του ἦταν σιδερένια
τὰ μάτια του πέταγαν νεκρὴ ϕωτιά;
Καὶ γιατί ἡ τρικολόρε ϕάλαινα
μοῦ ἔβαλε ἐμπόδια στὸν δρόμο;

LIII
Ποιός κατασπάραξε ἐνώπιόν μου
τὸν λευκὸ μὲ τὶς πληγὲς καρχαρία;
Τὸ ϕταίξιμο ἦταν τοῦ σκυλόψαρου
ἢ τῶν ψαριῶν τῶν καταματωμένων;
Αὐτὴ ἡ ϐαθμιαία ἐξάντληση
εἶναι κανόνας ἢ μήπως ἀγώνας;

LIV
Ἀλήθεια, τὰ χελιδόνια πήγανε
νὰ χτίσουν τὶς ϕωλιές τους στὴ σελήνη;
Στοὺς ὤμους νὰ σηκώσουν τὴν ἄνοιξη
ἁρπάζοντάς την ἀπὸ τὰ περβάζια;
Θὰ ϕύγουν τὸ ϕθινόπωρο ϑὰ ϕύγουν
ϕέτος τὰ χελιδόνια τῆς σελήνης;
Ψάχνοντας καὶ ραμφίζοντας ψιχία
ἑνὸς οὐρανοῦ ἀπὸ ϐισμούθιο;
Ἐπιστρέφοντας ξανὰ στὰ μπαλκόνια
σκονισμένα, καλυμμένα μὲ στάχτη;

LV
Γιατί δὲν στέλνουμε καμιὰ χελώνα
ἢ καὶ τυφλοπόντικες στὴ σελήνη;
Τᾶ ζῶα τῆς ὑψηλῆς μηχανικῆς
―μάστορες κοιλοτήτων καὶ σηράγγων―
ϑὰ τοὺς ἦταν δύσκολο ν’ ἀναλάβουν
κάθε μακρινὴ ἐπιθεώρηση;

LVI
Δὲν ϐλέπεις πῶς οἱ δρομάδες καμῆλες
ϕέρουν τὴ σελήνη στὴν καμπούρα τους;
Πῶς τὴ ϕυτεύουν ϐαθιὰ στὴν ἔρημο
μὲ μιὰν ἐπιμονὴ μυστικιστική;
Κι ἡ ϑάλασσα ἡ ϑάλασσα δὲν πρέπει
γιὰ λίγο νὰ τὴ δανείσουμε στὴ γῆ;
Δὲν πρέπει, τελικά, νὰ ἐπιστραφεῖ
μὲ τὶς παλίρροιές της στὴ σελήνη;

LVII
Δὲν ϑὰ ἦταν καλὸ ν’ ἀπαγορευθοῦν
ἐν γένει τὰ διαπλανητικὰ ϕιλιά;
Καὶ ν’ ἀναλύουμε τὰ δεδομένα
πρὶν κατοικήσουμε ἄλλους πλανῆτες;
Γιατί δὲν στέλνουμε τὸν πλατύποδα
μὲ τὸν διαστημικό του ἐξοπλισμό;
Δὲν σφυρηλατήθηκαν τὰ πέταλα
νὰ ταιριάζουν στ’ ἄλογα τῆς σελήνης;

LVIII
Καὶ τί δονοῦσε τὴν ἔρημη νύχτα;
Πλανῆτες ἢ καλπάσματα τῶν ἵππων;
Πρέπει νὰ διαλέξω τοῦτο τὸ πρωὶ
τὸν οὐρανὸ ἢ τὴ γυμνὴ ϑάλασσα;
Καὶ γιατί ἔχει ντυθεῖ ὁ οὐρανὸς
χαράματα τὴν καλή του καταχνιά;
Τί μὲ περίμενε στὴν Ἴσλα Νέγρα;
Εὐπρέπειες ἢ πράσινες ἀλήθειες;

LIX
Γιατί δὲν γεννήθηκα μυστήριος;
Γιατί μεγάλωσα χωρὶς συντροφιά;
Ποιός μὲ διέταξε νὰ χαλαρώσω
τοὺς ἁρμοὺς τῆς ὑπερηφάνειάς μου;
Καὶ ποιός ἦρθε στὴ ϑέση μου νὰ ζήσει
ὅταν ἤμουν ἄρρωστος ἢ κοιμόμουν;
Καὶ τί σημαία νὰ ξεδιπλώνεται
στὰ μέρη ὅπου δὲν μ’ ἔχουν ξεχάσει;

LX
Ποιά ϑέση κύρια καταλαμβάνω
στὸ δικαστήριο τῆς λησμοσύνης;
Καὶ μὲ ποιόν τρόπο ἀναπαρίστανται
οἱ μελλοντικὲς ἐτυμηγορίες;
Μήπως μὲ τὸν δημητριακὸ σπόρο
μὲς στὸ ἀπέραντο κίτρινο πλῆθος;
Ἢ μήπως μὲ μιὰν ὀστέινη καρδιά ―
τὸν ἀντιπρόσωπο τοῦ ροδακίνου;

LXI
Ἡ ζωντανὴ στάλα τοῦ ὑδραργύρου
τρέχει πρὸς τὰ κάτω ἢ καὶ διὰ παντός;
Τὸ ποιητικὸ κακορίζικό μου
ϑὰ κοιτᾶ μὲ τὰ μάτια τὰ δικά μου;
Ὅταν ϑὰ κοιμᾶμαι κατεστραμμένος
ϑά ’χω τὴν ὀσμὴ καὶ τὰ ϐάσανά μου;

LXII
Τί νόημα ἔχει νὰ ἐπιμένεις
στὰ μαρμαρένια ἁλώνια τοῦ ϑανάτου;
Μὲς στὴν ἔρημο τὴν ἁλατισμένη
ποιό ϕυτὸ μπορεῖ νὰ εὐδοκιμήσει;
Στὴ ϑάλασσα τοῦ δὲν συμϐαίνει κάτι
ροῦχα ὑπάρχουν γιὰ νὰ πεθάνουμε;
Ὅταν πιὰ τὰ ὀστά μας ϑά ’χουν ϕύγει
ποιός ϑὰ ζῆ στὸν ἔσχατο κονιορτό;

LXIII
Πῶς ἔχει συντονιστεῖ μὲ τὰ πουλιὰ
ἡ μετάφραση τῆς ξένης γλώσσας τους;
Πῶς νὰ ὁμολογήσω στὴ χελώνα
ὅτι ϑὰ κερδίσω σὲ ϐραδύτητα;
Καὶ τὸν νικητὴ τοῦ πρωταθλήματος
τὸν ψύλλο, πῶς νὰ μάθω τὰ ρεκόρ του;
Στὰ ἄσπρα δὲ γαρύφαλλα πῶς νὰ πῶ
τὸ εὐχαριστῶ γιὰ τὸ ἄρωμά τους;

LXIV
Γιατί τὰ ξεθωριασμένα ροῦχα μου
νὰ κυματίζουν ὅπως οἱ σημαῖες;
Εἶμαι μοχθηρὸς ὁρισμένες ϕορὲς
ἢ πάντοτε εἶμαι τὸ καλὸ παιδί;
Ἀνακαλύπτουμε τὴν καλωσύνη
ἢ τὸ προσωπεῖο τῆς καλωσύνης;
Δέν εἰναι λευκὰ τὰ ρόδα τοῦ κακοῦ
καὶ τοῦ καλοῦ δὲν εἶναι μαῦρα τ’ ἄνθη;
Ποιός δίνει τ’ ὄνομα καὶ τὸ νούμερο
στὴν ὑπεράριθμη ἀθωότητα;

LXV
Λάμπει ἀπ’ τὸ μέταλλο ἡ σταγόνα
καθὼς μιὰ συλλαβὴ στὰ τραγούδια μου;
Καὶ δὲν γλιστρᾶ ἐνίοτε ὁ λόγος
σέρνεται πὼς σέρνουνται τὰ ἑρπετά;
Δὲν τρύπωσε κρυφὰ μὲς στὴν καρδιά σου
ἕνα ὄνομα σὰν τὸ πορτοκάλι;
Καὶ ἀπὸ ποῦ πηγάζουνε τὰ ψάρια;
Ἀπὸ ποιόν ἀργυρόλεκτο ποταμό;
Τὰ ἱστιοπλοϊκὰ δὲν ϐουλιάζουν
ἂν ϕορτώσουν πρόσθετα ϕωνήεντα;

LXVI
Βγάζουν ϕωτιές, πυκνοὺς καπνοὺς καὶ ἀτμοὺς
τὰ ὄμικρον τῆς ἁμαξοστοιχίας;
Ὅποτε ϐρέχει πάνω ἀπ’ τὶς πόλεις
τὶς πονεμένες, σὲ ποιά γλώσσα ϐρέχει;
Ποιές ἁπαλὲς συλλαβὲς ξαναλέει
ὁ ἀέρας τῆς ϑαλάσσιας αὐγῆς;
Ὑπάρχει πιὸ ὀρθάνοιχτο ἀστέρι
ἀπ’ τὴν ἅλικη λέξη παπαρούνα;
Ὑπάρχουν πιὸ κοφτεροὶ κυνόδοντες
ἀπὸ τὸ συλλάβισμα τοῦ τσακαλιοῦ;

LXVII
Ἀλφαβητάριό μου! Μὲ ἀγαπᾶς
γιὰ νὰ μοῦ δώσεις τὸ γνήσιο ϕιλί;
Τὰ λεξικὰ εἶναι κενοτάφια
ἢ κηρῆθρες κλειστὲς γεμάτες μέλι;
Ἀπὸ ποιό μισάνοιχτο παράθυρο
χαζεύω τὸν παραχωμένο χρόνο;
Μήπως ὅλα ὅσα ϐλέπω μακριὰ
εἶναι ὅσα μοῦ μέλλεται νὰ ζήσω;

LXVIII
Μπορεῖ νὰ διαβάσει ἡ πεταλούδα
ὅ,τι γραμμένο πετᾶ στὰ ϕτερά της;
Ποιά γράμματα γνωρίζει ἡ μέλισσα
γιὰ νὰ ξέρει τὸ δρομολόγιό της;
Καὶ μὲ πόσα ψηφία προσθαφαιροῦν
τοὺς νεκροὺς στρατιῶτες τὰ μερμήγκια;
Ὅταν ἡ κίνηση ἀπουσιάζει
πῶς λέγονται οἱ ἀνεμοστρόβιλοι;

LXIX
Τοῦ ἔρωτα οἱ συλλογισμοὶ πέφτουν
μέσα σὲ ἡφαίστεια ἀνενεργά;
Οἱ κρατῆρες εἶναι μιὰ ἐκδίκηση
τῆς γῆς ἢ ἁπλὰ μιὰ τιμωρία της;
Μὲ ποιούς ἀστερισμοὺς μιλοῦν ἀκόμη
ὅσα ποτάμια πλέον δὲν ἐκβάλλουν;

LXX
Ποιά καταναγκαστικὴ ἐργασία
νὰ κάνει ὁ Ἀδόλφος στὴν Κόλαση;
Μήπως ϐάφει τοίχους, μήπως πτώματα;
Μήπως ρουφάει τὴν κάπνα τῶν νεκρῶν;
Μήπως τοῦ δίνουν νὰ γευθεῖ τὴ στάχτη
τῶν τόσων ἀπανθρακωμένων παιδιῶν;
Ἢ τοῦ ’δωσαν ―εὐθὺς μόλις πέθανε―
μὲ τὸ χωνὶ νὰ καταπίνει αἷμα;
Ἢ τοῦ σφυροκοποῦν πίσω στὸ στόμα
τὰ χρυσὰ δόντια πού ’χε ἀφαιρέσει;

LXXI
Ἢ τοῦ στρώνουν γιὰ νὰ ξαπλώνει στρῶμα
μὲ σεντόνι ἀπὸ συρματόπλεγμα;
Ἢ τοῦ κάνουνε στὸ δέρμα τατουὰζ
γιὰ τὸ ἀνακριτικὸ ϕῶς τοῦ Ἅδη;
Ἢ τῆς πυρᾶς τὰ κατάμαυρα σκυλιὰ
τοῦ δαγκώνουν τὴ σάρκα χωρὶς οἶκτο;
Ἢ πρέπει νυχθημερὸν νὰ περπατᾶ
σὲ κύκλο μὲ τοὺς συγκρατούμενούς του;
Ἢ νὰ πεθαίνει χωρὶς νὰ πεθαίνει
―εἰς τοὺς αἰῶνας!― ἀπὸ ἀέρια;

LXXII
Ἂν ὅλα τὰ ποτάμια εἶναι γλυκὰ
ποῦ ϐρίσκει τὴν ἁλμύρα ἡ ϑάλασσα;
Πῶς ἄραγε γνωρίζουν οἱ ἐποχὲς
ὅτι πρέπει ν’ ἀλλάξουν πουκάμισο;
Τόσο ϐραδυκίνητες τὸν χειμώνα
μὰ τόσο ϐιαστικὲς ἀμέσως μετά;
Καὶ πῶς γνωρίζουν οἱ ρίζες τῶν δέντρων
πὼς ἦρθε ἡ ὥρα ν’ ἀνέβουν στὸ ϕῶς;
Καὶ τὸν ἀέρα νὰ καλωσορίσουν
μὲ τόσα χρώματα καὶ τόσα ἄνθη;
Εἶναι ἡ ἴδια πάντοτε ἄνοιξη
ποὺ ἐπαναλαμβάνει τὸν ρόλο της;

LXXIII
Ποιός δουλεύει περισσότερο στὴ γῆ ―
οἱ ϑνητοὶ ἢ τῆς Δήμητρας ὁ ἥλιος;
Μεταξὺ ἐλάτης καὶ παπαρούνας
ποιόν ἀγαπᾶ ἡ γῆ περισσότερο;
Μεταξὺ ὀρχιδέας καὶ σιταριοῦ
ποῦ κλίνει τῆς εὔνοιας ἡ πλάστιγγα;
Γιατί τόση χλιδὴ σ’ ἕνα λουλούδι
μὰ ϐρώμικος χρυσὸς γιὰ τὸ σιτάρι;
Τὸ ϕθινόπωρο ἔρχεται νομίμως
ἢ πρόκειται γιὰ ἐποχὴ λαθραία;

LXXIV
Γιατί κάθεται ἀκόμα στὰ κλαδιὰ
ὡσότου πεθάνουν ὅλα τὰ ϕύλλα;
Καί σὲ ποιό σκοινὶ μένει ἁπλωμένο
τὸ παλιό, κίτρινο παντελόνι του;
Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὸ ϕθινόπωρο
δείχνει σὰν νὰ περιμένει κάτι τι;
Ἴσως τὴ συγκίνηση ἑνὸς ϕύλλου
ἢ τὴ μετατόπιση τοῦ σύμπαντος;
Ὑπάρχει κανὰς μαγνήτης μὲς στὴ γῆ
μαγνήτης-ἀδελφὸς τοῦ ϕθινοπώρου;
Πότε προβλέπεται ὁ διορισμὸς
γιὰ τὴ ϑέση, κάτω στὴ γῆ, τοῦ ρόδου;
 
Μετάφραση: Δημήτρης Aγαθοκλής
~

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ: Ο ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ ξεκίνησε νὰ γράφει τὸ Libro de las Preguntas, μᾶλλον, τὸ 1971 ὅσο ἦταν στὴ Γαλλία. Τὸ ὁλοκλήρωσε σίγουρα στὴ Χιλὴ λίγους μῆνες πρὶν πεθάνει (Σεπτέμβριος τοῦ ’73). Τὸ ἔργο ἀποτελεῖται ἀπὸ 74 ποιήματα, τῶν 619 στίχων συνολικά, ποὺ συγκροτοῦν 319 ἐρωτήσεις. Κατὰ κάποιον τρόπο συνδυάζουν τὴν ἀπορία ἑνὸς παιδιοῦ, καθὼς μεγαλώνει, μὲ τὶς ἐμπειρίες ἑνὸς ἐνήλικα ―τοῦ ὁποίου ἡ εὐαισθησία δὲν ἔχει ἐξατμιστεῖ― ὁ ὁποῖος ἀνακαλεῖ στὴ μνήμη του τὶς μέρες ποὺ ἦταν νέος, τότε ποὺ διέθετε μιὰν ἄλλη ματιὰ γιὰ τὴ ζωή.

Τὸ παρὸν πόνημα εἶναι ἀποτέλεσμα ἑνὸς προσωπικοῦ στοιχήματος· νὰ δῶ ἐὰν μποροῦν νὰ «χωρέσουν» ὅλα σὲ ἐλεύθερους ἐνδεκασύλλαβους, στὰ ἑλληνικά, διατηρώντας ϕυσικὰ τὰ νοήματα. Ἐπὶ τούτου συμβουλεύτηκα τὴν ἀμερικανικὴ μετάφραση τοῦ William O’Daly (Copper Canyon Press, 1991), τὴ γαλλικὴ τοῦ Claude Couffon (Gallimard Jeunesse, 2008) καὶ τὴν ἑλληνικὴ τοῦ Βασίλη Λαλιώτη (Bibliothèque, 2016). Κάποιες δὲ μεταφραστικές μου αὐϑαιρεσίες ἐπὶ τὸ ἑλληνικώτερον (ϐλ. IX, XII, XIX, XXXI) ἐλπίζω νὰ εἶναι δόκιμες. Ἂν ὄχι, ἂς μοῦ συγχωρεθοῦν.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ
Καλοκαίρι 2020

πηγή - πρωτότυπο / μετάφραση

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης