Ωστόσο
πριν πεθάνει από το κρύο η εποχή
που κουβάλησε ένας ζέφυρος στους ώμους
στον χρυσαφένιο υψώθηκα ουρανό
ο Λωζ κι ο Τζένκις τον ύπνο σου φυλάνε
ο Ντόλμετς στο πλάι σου πάντα να 'ναι,
Αυτός λείανε το ξύλο
της βιόλας για να δυναμώσει την χαμηλή και την ψηλή;
Αυτός στρογγύλεψε την σκάφη του λαγούτου;
ο Λωζ κι ο Τζένκις τον ύπνο σου φυλάνε
ο Ντόλμετς στο πλάι σου πάντα να 'ναι,
Επλασες κόσμο ευάερο να φέρεις
το φύλλο από την ρίζα;
Σύγνεφο βρήκες διάφανο, που ομίχλη
και ίσκιος δεν του έμοιασαν ποτέ;
Ε, τότε λύτρωσέ με, πες μου -αλήθεια-
αν τραγούδησε ο Ουώλερ κι αν έπαιξε ο Ντάουλαντ.
Τα δυο σου μάτια θα γενούν μαχαίρια να με σφάξουν
αφού πλέον δεν δύναμαι ν' αντέξω την μπωτέ τους
Κι επί 180 χρόνια τίποτε σχεδόν.
Εντ ασκολντάντο ιλεγκιέρ μορμόριo
μπήκε στην σκηνή μου μια καινούργια λεπτή ισορροπία ματιών,
κι αν ήταν πνεύμα,
υπόσταση κι αν ήταν- δεμένα μάτια τίποτε,
κρυμμένα μάτια,
μάτια σε καρναβάλι πάντως
θυμό δεν είχανε ζευγάρι
κι εγώ δεν είδα παρά μάτια, κι ανάμεσα στα μάτια χρώμα
διάστημα,
αμέριμνο ή ανύποπτο πάντως δεν είχε
όλο τον χώρο της σκηνής
μήτε ήταν τόπος για πλήρη Ειδώς
διείσδυση, διάτρηση
μονάχα μια σκιά πέρα
στα πέρα φώτα
γαλάζιο τ' ουρανού
θάλασσα μες στην νύχτα
πράσινη λίμνη απάνω στα βουνά
λάμψη από μάτια ακάλυπτα στην επικράτεια μιας μάσκας τόσης δα.
Ο,τι πολύ αγάπησες σου μένει,
τα υπόλοιπα σαβούρα
Ο,τι πολύ αγάπησες δεν θα το στερηθείς
Ο,τι πολύ αγάπησες το αληθινό σου μέρισμα
κληρονομιά ενός κόσμου, δικού μου και δικού τους
ή μήπως κανενός;
Πρώτα ήρθαν τα ορατά, κι ακολούθησαν τ' απτά
Ηλύσια, έστω και στις αίθουσες του Αδη,
Ο,τι πολύ αγάπησες το αληθινό σου μέρισμα
Ο,τι πολύ αγάπησες δεν θα το στερηθείς
κένταυρος είναι το μυρμήγκι για τους δικούς του δράκοντές του.
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία, δεν έπλασε ο άνθρωπος
την τόλμη και την δύναμη, δεν έπλασε την τάξη ο άνθρωπος την χάρη,
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία, τέλειωνε λέω.
Μάθε απ' το πράσινο του κόσμου την θέση σου στην κλίμακα
της δημιουργίας ή της γνήσιας καλλιτεχνίας,
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
τέλειωνε Πακίν!
Ο πράσινος ο σκούφος ξέκανε την κομψότητά σου.
κυβέρνησε τον εαυτό σου κι οι άλλοι θα σε αντέξουν
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία
ένα σκυλί δαρμένο είσαι και πέφτει το χαλάζι,
μια κουρούνα που κορδώνεται και πάνω πότε βγαίνει πότε κρύβεται ο ήλιος,
Ασπρόμαυρη, μισή μισή,
δεν ξεχωρίζεις καν την φτερούγα απ' την ουρά σου
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία
Βρώμα φρικτή το μίσος σου
και τρέφεται με ψέμα,
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
Αμε, ταχιά και τέλειωνε, τσιγκούνης στην αγάπη, ναι
μα τέλειωνε μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
τέλειωνε λέω.
Να πράξεις, άπρακτος μην μείνεις
αυτό δεν είναι δα ματαιοδοξία
Να χτυπήσεις μ' ευγένεια την πόρτα
που θ' ανοίξει ένας Μπλαντ να μυρίσεις στον αέρα
μια ζωντανή παράδοση ν' αδράξεις
σε μια ματιά σοφή γριά ματιά την φλόγα την αιώνια
όχι αυτό δεν είναι δα και ματαιοδοξία.
Το λάθος βρίσκεται σ' εκείνο,
που δεν πραγματοποίησες,
το λάθος όλο σε μιαν απόφαση που δεν την πήρες
και τρέκλισε η απόφαση...
πριν πεθάνει από το κρύο η εποχή
που κουβάλησε ένας ζέφυρος στους ώμους
στον χρυσαφένιο υψώθηκα ουρανό
ο Λωζ κι ο Τζένκις τον ύπνο σου φυλάνε
ο Ντόλμετς στο πλάι σου πάντα να 'ναι,
Αυτός λείανε το ξύλο
της βιόλας για να δυναμώσει την χαμηλή και την ψηλή;
Αυτός στρογγύλεψε την σκάφη του λαγούτου;
ο Λωζ κι ο Τζένκις τον ύπνο σου φυλάνε
ο Ντόλμετς στο πλάι σου πάντα να 'ναι,
Επλασες κόσμο ευάερο να φέρεις
το φύλλο από την ρίζα;
Σύγνεφο βρήκες διάφανο, που ομίχλη
και ίσκιος δεν του έμοιασαν ποτέ;
Ε, τότε λύτρωσέ με, πες μου -αλήθεια-
αν τραγούδησε ο Ουώλερ κι αν έπαιξε ο Ντάουλαντ.
Τα δυο σου μάτια θα γενούν μαχαίρια να με σφάξουν
αφού πλέον δεν δύναμαι ν' αντέξω την μπωτέ τους
Κι επί 180 χρόνια τίποτε σχεδόν.
Εντ ασκολντάντο ιλεγκιέρ μορμόριo
μπήκε στην σκηνή μου μια καινούργια λεπτή ισορροπία ματιών,
κι αν ήταν πνεύμα,
υπόσταση κι αν ήταν- δεμένα μάτια τίποτε,
κρυμμένα μάτια,
μάτια σε καρναβάλι πάντως
θυμό δεν είχανε ζευγάρι
κι εγώ δεν είδα παρά μάτια, κι ανάμεσα στα μάτια χρώμα
διάστημα,
αμέριμνο ή ανύποπτο πάντως δεν είχε
όλο τον χώρο της σκηνής
μήτε ήταν τόπος για πλήρη Ειδώς
διείσδυση, διάτρηση
μονάχα μια σκιά πέρα
στα πέρα φώτα
γαλάζιο τ' ουρανού
θάλασσα μες στην νύχτα
πράσινη λίμνη απάνω στα βουνά
λάμψη από μάτια ακάλυπτα στην επικράτεια μιας μάσκας τόσης δα.
Ο,τι πολύ αγάπησες σου μένει,
τα υπόλοιπα σαβούρα
Ο,τι πολύ αγάπησες δεν θα το στερηθείς
Ο,τι πολύ αγάπησες το αληθινό σου μέρισμα
κληρονομιά ενός κόσμου, δικού μου και δικού τους
ή μήπως κανενός;
Πρώτα ήρθαν τα ορατά, κι ακολούθησαν τ' απτά
Ηλύσια, έστω και στις αίθουσες του Αδη,
Ο,τι πολύ αγάπησες το αληθινό σου μέρισμα
Ο,τι πολύ αγάπησες δεν θα το στερηθείς
κένταυρος είναι το μυρμήγκι για τους δικούς του δράκοντές του.
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία, δεν έπλασε ο άνθρωπος
την τόλμη και την δύναμη, δεν έπλασε την τάξη ο άνθρωπος την χάρη,
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία, τέλειωνε λέω.
Μάθε απ' το πράσινο του κόσμου την θέση σου στην κλίμακα
της δημιουργίας ή της γνήσιας καλλιτεχνίας,
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
τέλειωνε Πακίν!
Ο πράσινος ο σκούφος ξέκανε την κομψότητά σου.
κυβέρνησε τον εαυτό σου κι οι άλλοι θα σε αντέξουν
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία
ένα σκυλί δαρμένο είσαι και πέφτει το χαλάζι,
μια κουρούνα που κορδώνεται και πάνω πότε βγαίνει πότε κρύβεται ο ήλιος,
Ασπρόμαυρη, μισή μισή,
δεν ξεχωρίζεις καν την φτερούγα απ' την ουρά σου
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία
Βρώμα φρικτή το μίσος σου
και τρέφεται με ψέμα,
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
Αμε, ταχιά και τέλειωνε, τσιγκούνης στην αγάπη, ναι
μα τέλειωνε μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
τέλειωνε λέω.
Να πράξεις, άπρακτος μην μείνεις
αυτό δεν είναι δα ματαιοδοξία
Να χτυπήσεις μ' ευγένεια την πόρτα
που θ' ανοίξει ένας Μπλαντ να μυρίσεις στον αέρα
μια ζωντανή παράδοση ν' αδράξεις
σε μια ματιά σοφή γριά ματιά την φλόγα την αιώνια
όχι αυτό δεν είναι δα και ματαιοδοξία.
Το λάθος βρίσκεται σ' εκείνο,
που δεν πραγματοποίησες,
το λάθος όλο σε μιαν απόφαση που δεν την πήρες
και τρέκλισε η απόφαση...




(1).jpg)
.png)

