Για την κυρία Ντονογκό
Νά που μ’ αρέσουν επιτέλους αυτά τα βουνά μ’ αυτό το φως
με δέρμα ρυτιδωμένο σαν την κοιλιά του ελέφαντα
όταν τα μάτια του στενεύουν απ’ τα χρόνια.
Νά που μ’ αρέσουν αυτές οι λεύκες, δεν είναι πολλές
σηκώνοντας τους ώμους μέσα στον ήλιο.
Οι αψηλοί γκέγκηδες οι κοντοί τόσκηδες
το καλοκαίρι με τα δρεπάνια και το χειμώνα με τα τσεκούρια
κι όλο τα ίδια ξανά και ξανά, ίδιες κινήσεις
στα ίδια σώματα: κόπηκε η μονοτονία.
Τί λέει ο μουεζίνης στην άκρη του μιναρέ; γιά πρόσεξε!
Έσκυψε ν’ αγκαλιάσει μια ξανθή κούκλα στο πλαϊνό μπαλκόνι.
Αυτή ανεμίζει δυο ρόδινα χεράκια στον ουρανό
δεν παραδέχεται να τη βιάζουν.
Ωστόσο γέρνει ο μιναρές και το μπαλκόνι σαν τον πύργο της Πίζας
ακούς μονάχα ψιθυρίσματα, δεν είναι τα φύλλα μήτε το νερό
«Αλλάχ! Αλλάχ!» δεν είναι μήτε τ’ αγεράκι, παράξενη προσευχή.
Ένας κόκορας λάλησε, πρέπει να ’ναι ξανθός
ω ψυχή ερωτευμένη που πέταξες στα ύψη!
Νά που μ’ αρέσουν επιτέλους αυτά τα βουνά, έτσι κουλουριασμένα
το γερασμένο κοπάδι τριγύρω μου μ’ αυτές τις ρυτίδες
σκέφτηκε κανείς να πει τη μοίρα ενός βουνού όπως κοιτάζει μια παλάμη
σκέφτηκε κανείς;… Ω εκείνη η επίμονη σκέψη
κλεισμένη σ’ ένα κουτί αδειανό, θεληματική
χτυπώντας αδιάκοπα το χαρτόνι, όλη τη νύχτα
σαν ποντικός που ροκανίζει το πάτωμα.
Κόπηκε η μονοτονία, ω εσύ που πέταξες στα ύψη, νά που μ’ αρέσει
κι αυτό το βουβάλι του μακεδονίτικου κάμπου τόσο υπομονετικό
τόσο αβίαστο, σα να το ξέρει πως δε φτάνει κανείς πουθενά
θυμίζει τ’ αγέρωχο κεφάλι του πολεμόχαρου Βερκινγετόριξ
Tel qu’ en lui-même enfin l’éternité le change.
Κορυτσά, 1937
πηγή
με δέρμα ρυτιδωμένο σαν την κοιλιά του ελέφαντα
όταν τα μάτια του στενεύουν απ’ τα χρόνια.
Νά που μ’ αρέσουν αυτές οι λεύκες, δεν είναι πολλές
σηκώνοντας τους ώμους μέσα στον ήλιο.
Οι αψηλοί γκέγκηδες οι κοντοί τόσκηδες
το καλοκαίρι με τα δρεπάνια και το χειμώνα με τα τσεκούρια
κι όλο τα ίδια ξανά και ξανά, ίδιες κινήσεις
στα ίδια σώματα: κόπηκε η μονοτονία.
Τί λέει ο μουεζίνης στην άκρη του μιναρέ; γιά πρόσεξε!
Έσκυψε ν’ αγκαλιάσει μια ξανθή κούκλα στο πλαϊνό μπαλκόνι.
Αυτή ανεμίζει δυο ρόδινα χεράκια στον ουρανό
δεν παραδέχεται να τη βιάζουν.
Ωστόσο γέρνει ο μιναρές και το μπαλκόνι σαν τον πύργο της Πίζας
ακούς μονάχα ψιθυρίσματα, δεν είναι τα φύλλα μήτε το νερό
«Αλλάχ! Αλλάχ!» δεν είναι μήτε τ’ αγεράκι, παράξενη προσευχή.
Ένας κόκορας λάλησε, πρέπει να ’ναι ξανθός
ω ψυχή ερωτευμένη που πέταξες στα ύψη!
Νά που μ’ αρέσουν επιτέλους αυτά τα βουνά, έτσι κουλουριασμένα
το γερασμένο κοπάδι τριγύρω μου μ’ αυτές τις ρυτίδες
σκέφτηκε κανείς να πει τη μοίρα ενός βουνού όπως κοιτάζει μια παλάμη
σκέφτηκε κανείς;… Ω εκείνη η επίμονη σκέψη
κλεισμένη σ’ ένα κουτί αδειανό, θεληματική
χτυπώντας αδιάκοπα το χαρτόνι, όλη τη νύχτα
σαν ποντικός που ροκανίζει το πάτωμα.
Κόπηκε η μονοτονία, ω εσύ που πέταξες στα ύψη, νά που μ’ αρέσει
κι αυτό το βουβάλι του μακεδονίτικου κάμπου τόσο υπομονετικό
τόσο αβίαστο, σα να το ξέρει πως δε φτάνει κανείς πουθενά
θυμίζει τ’ αγέρωχο κεφάλι του πολεμόχαρου Βερκινγετόριξ
Tel qu’ en lui-même enfin l’éternité le change.
Κορυτσά, 1937
πηγή