Στην Αυγή – Άννα Μάγγελ
Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς νʼ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς νʼ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.
Ο Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος Ηλείας, 1924 – Πύργος Ηλείας, 2008) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Το 1942 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως λογιστής και γραμματέας στον ιδιωτικό τομέα. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του το 1943, στο περιοδικό "Οδυσσέας", που εξέδιδε με φίλους του στον Πύργο. Ποιήματα και κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε πολλά ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά έντυπα και ανθολογίες. Συνεργάστηκε με τον φίλο του ποιητή Τάκη Σινόπουλο, σε μια πειραματική γραφή κοινών ποιημάτων, τα οποία συμπεριέλαβε ο Σινόπουλος στο έργο του. Ήταν επίσης φίλος με τον Γιώργο Σεφέρη. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: "Το κατώγι" (1971), "Το σακί" (1980), "Τα αντικλείδια" (1988), "Τριαντατρία χαϊκού" (1990), "Λίγος άμμος" (1997), "Ποιήματα 1943-1997" (συγκεντρωτική έκδοση, Νεφέλη, 2001), "Πού είναι τα πουλιά" (2004) και "Να μη τους ξεχάσω" (2008). Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες και περιελήφθησαν και σε σχολικά βιβλία. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Επίσης, ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική. Τα ποιήματά του, όλα σε ελεύθερο στίχο, έχουν έντονα βιωματικό χαρακτήρα. «Αυτό που γράφω το έχω ζήσει», είχε πει ο ίδιος. Στα πρώτα του ποιήματα σκιαγραφούνται οι τραυματικές εμπειρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου. Στα τελευταία του ποιήματα, ο λόγος του επικεντρώνεται στις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου: τον έρωτα και το θάνατο.