Η πόλη μου σιγοβράζει μέσα σ’ έναν αντιδραστήρα
οι κοντές ανάσες
τα άγρια ποδοβολητά
οι άσκοπες αλληλογραφίες
η αγάπη που ξελαρυγγιάζεται με εκκωφαντικές σονάτες.
Το κανόνι του ήλιου κεντράρει στον πυρήνα
φύλλο και φτερό το όνειρο
φύλλο και ακοντιές η σάρκα
τα πνευμόνια της μια όαση βουτηγμένη
στα απόβλητα εύγλωττου διαφημιστή αλιγάτορα.
Η πόλη μου του γυρίζει και το άλλο μάγουλο
κάτω από το κυρτό της σθένος.
Οι τελευταίες ανάστροφες που έφαγε
όλο αλλάζουν χέρια και φιρμάνι
δεν της έμεινε πια μάγουλο ροδαλό να ακουμπήσεις
η τσίπα είναι ένα τρύπιο σεντόνι
με τους κοριούς και τα όλα της
να ανεμίζει επάνω στα καλώδια της ΔΕΗ
απ’ όπου τέρπονται οι στέρνες του ουρανού.
Το κρίμα της μεγάλο
όπως και τα δαγκωμένα σκέλια της
κάτω από το μειδίαμα των τοκογλύφων
όλο σεργιανάει τους λειψούς της
και με πύρινες δεκάρες παζαρεύει τους νεκρούς.
Η πόλη μου σιγοβράζει στους υπονόμους
πετσοκόβει μ’ έναν μπαλτά
τις κραυγές από το συλλογικό καθήκον
κουτσό θηρίο στη βροχή
ψάχνει σαν ανεμώνα ρωγμή να ξεμυτήσει
μπετόν αρμέ ο τοίχος και μανιασμένο σύνθημα
περονιάζει την καρδιά της η φλογισμένη νιότη.
~
από τη συλλογή Αντιδραστήρας, εκδ. Ενύπνιο, 2020
πηγή
οι κοντές ανάσες
τα άγρια ποδοβολητά
οι άσκοπες αλληλογραφίες
η αγάπη που ξελαρυγγιάζεται με εκκωφαντικές σονάτες.
Το κανόνι του ήλιου κεντράρει στον πυρήνα
φύλλο και φτερό το όνειρο
φύλλο και ακοντιές η σάρκα
τα πνευμόνια της μια όαση βουτηγμένη
στα απόβλητα εύγλωττου διαφημιστή αλιγάτορα.
Η πόλη μου του γυρίζει και το άλλο μάγουλο
κάτω από το κυρτό της σθένος.
Οι τελευταίες ανάστροφες που έφαγε
όλο αλλάζουν χέρια και φιρμάνι
δεν της έμεινε πια μάγουλο ροδαλό να ακουμπήσεις
η τσίπα είναι ένα τρύπιο σεντόνι
με τους κοριούς και τα όλα της
να ανεμίζει επάνω στα καλώδια της ΔΕΗ
απ’ όπου τέρπονται οι στέρνες του ουρανού.
Το κρίμα της μεγάλο
όπως και τα δαγκωμένα σκέλια της
κάτω από το μειδίαμα των τοκογλύφων
όλο σεργιανάει τους λειψούς της
και με πύρινες δεκάρες παζαρεύει τους νεκρούς.
Η πόλη μου σιγοβράζει στους υπονόμους
πετσοκόβει μ’ έναν μπαλτά
τις κραυγές από το συλλογικό καθήκον
κουτσό θηρίο στη βροχή
ψάχνει σαν ανεμώνα ρωγμή να ξεμυτήσει
μπετόν αρμέ ο τοίχος και μανιασμένο σύνθημα
περονιάζει την καρδιά της η φλογισμένη νιότη.
~
από τη συλλογή Αντιδραστήρας, εκδ. Ενύπνιο, 2020
πηγή
Η Ελένη (Suela) Ντούξη γεννήθηκε το 1979 στους Αγίους Σαράντα της Αλβανίας και ζει στην Αθήνα από το 1993. Σπούδασε Θεολογία στο ΕΚΠΑ και κλασική κιθάρα. Τίτλοι βιβλίων: Μείον δεκάξι (Μελάνι, 2016 - Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα στην Ποίηση του περιοδικού "Αναγνώστης", το 2017). Αντιδραστήρας (Ενύπνιο, 2020)