Όσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν.
Όσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα
Μα όταν
μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά, γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά – απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα.
βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν.
Όσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα
Μα όταν
μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά, γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά – απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα.
Ο Νίκος Ασλάνογλου, (Θεσσαλονίκη, 1931 - Αθήνα, 1996), είναι σημαντικός
μεταπολεμικός Έλληνας ποιητής. Το ψευδώνυμο Αλέξης διάλεξε στα εφηβικά
του χρόνια από τον ομώνυμο ήρωα του Ντοστογιέφσκι στο έργο του "Ταπεινοί
και καταφρονεμένοι". Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο, ως καθηγητής σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών, ως
επιστημονικός συνεργάτης στην Αρχιτεκτονική Σχολή Θεσσαλονίκης και μετά
το 1980, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ως επιμελητής και λογοτεχνικός
σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Ευσταθιάδη. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε
το 1952 με την πολυγραφημένη έκδοση του έμμετρου θεατρικού μονοπράκτου
έργου Θάλασσα και συγχρονισμός, απόσπασμα του οποίου δημοσίευσε το 1953
στις σελίδες του φοιτητικού περιοδικού "Πυρσός". Στο ίδιο περιοδικό
υπήρξε επίσης μέλος της συντακτικής επιτροπής (1953-1955) και δημοσίευσε
οχτώ ακόμη ποιήματα. Βασικό στέλεχος του περιοδικού του Ντίνου
Χριστιανόπουλου "Διαγώνιος" (1958-1962), συνεργάστηκε επίσης με τα
περιοδικά "Διάλογος", "Καινούρια Εποχή", "Ευθύνη", "Ausblicke" και τις
εφημερίδες "Δράσις" και "Ναυτεμπορική". Πέθανε στην Αθήνα. Η ποίηση του
Ασλάνογλου δέχτηκε επιδράσεις από τα καλλιτεχνικά ρεύματα του
νεοσυμβολισμού και του υπαρξισμού, ενώ καθοριστικό ρόλο στη γραφή του
έχουν η ανάμνηση εμπειριών και βιωμάτων, η θεματική της μετεμφυλιακής
ελληνικής πραγματικότητας και επιρροές από την ποίηση του Σεφέρη, του
Καρυωτάκη, του Άγρα. Από τη μεταφραστική λογοτεχνική του δραστηριότητα
σημειώνουμε τις Εκλάμψεις του Ρεμπώ. [Βιογραφία]