Πρίγκιπα, η μέρα αργοσβήνει στις χιονισμένες πλαγιές
κι εσύ οδεύεις ψηλότερα. Τα χέρια σου αγκάλιασαν
το τιμόνι. Τα μάτια σου πάγωσαν λίμνες και δάση
κοιτούν κουρασμένα τις άσπρες κορυφογραμμές
ώσπου ο ουρανός ν’ αστράψει τη νύχτα της Γέννησης
χρωματιστά παιδάκια στη δακρυσμένη σου σκέψη
Κι εμένα με στέλνεις στις λασπωμένες ακτές. Να εξάψω
τις φωλιές της αντίστασης στα χωριά και τα πνεύματα
μιας ηλιόλουστης χειμωνιάτικης μέρας. Μεθυσμένος
από μιαν ολονυχτία σε μισοφώτιστα μπαρ
να ορκιστώ πίστη κι ύστερα να πεθάνω
για σένα
Πρίγκιπα, γύρισα κι είδα τον άρρωστο ήλιο στις πορτοκαλιές
είδα τα νυχτολούλουδα στο παλάτι σου και τις κατάκλειστες γρίλιες
και τ’ άλογά σου συλλογισμένα να βόσκουν στη χλόη.
Γιατί τα κτήματα δόθηκαν για το τίποτα, τα οικόσημα
της αιώνιας βασιλείας σου στο εφήμερο αίσθημα.
Στις μαρμάρινες σκάλες, στα ανάκλιντρα μιας επίχρυσης δόξας με πήραν τ’ αναφιλητά
το αίμα σου μας δόθηκε, Πρίγκιπα, δε μας ανήκει
κι εσύ οδεύεις ψηλότερα. Τα χέρια σου αγκάλιασαν
το τιμόνι. Τα μάτια σου πάγωσαν λίμνες και δάση
κοιτούν κουρασμένα τις άσπρες κορυφογραμμές
ώσπου ο ουρανός ν’ αστράψει τη νύχτα της Γέννησης
χρωματιστά παιδάκια στη δακρυσμένη σου σκέψη
Κι εμένα με στέλνεις στις λασπωμένες ακτές. Να εξάψω
τις φωλιές της αντίστασης στα χωριά και τα πνεύματα
μιας ηλιόλουστης χειμωνιάτικης μέρας. Μεθυσμένος
από μιαν ολονυχτία σε μισοφώτιστα μπαρ
να ορκιστώ πίστη κι ύστερα να πεθάνω
για σένα
Πρίγκιπα, γύρισα κι είδα τον άρρωστο ήλιο στις πορτοκαλιές
είδα τα νυχτολούλουδα στο παλάτι σου και τις κατάκλειστες γρίλιες
και τ’ άλογά σου συλλογισμένα να βόσκουν στη χλόη.
Γιατί τα κτήματα δόθηκαν για το τίποτα, τα οικόσημα
της αιώνιας βασιλείας σου στο εφήμερο αίσθημα.
Στις μαρμάρινες σκάλες, στα ανάκλιντρα μιας επίχρυσης δόξας με πήραν τ’ αναφιλητά
το αίμα σου μας δόθηκε, Πρίγκιπα, δε μας ανήκει
Ο Νίκος Ασλάνογλου, (Θεσσαλονίκη, 1931 - Αθήνα, 1996), είναι σημαντικός
μεταπολεμικός Έλληνας ποιητής. Το ψευδώνυμο Αλέξης διάλεξε στα εφηβικά
του χρόνια από τον ομώνυμο ήρωα του Ντοστογιέφσκι στο έργο του "Ταπεινοί
και καταφρονεμένοι". Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο, ως καθηγητής σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών, ως
επιστημονικός συνεργάτης στην Αρχιτεκτονική Σχολή Θεσσαλονίκης και μετά
το 1980, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ως επιμελητής και λογοτεχνικός
σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Ευσταθιάδη. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε
το 1952 με την πολυγραφημένη έκδοση του έμμετρου θεατρικού μονοπράκτου
έργου Θάλασσα και συγχρονισμός, απόσπασμα του οποίου δημοσίευσε το 1953
στις σελίδες του φοιτητικού περιοδικού "Πυρσός". Στο ίδιο περιοδικό
υπήρξε επίσης μέλος της συντακτικής επιτροπής (1953-1955) και δημοσίευσε
οχτώ ακόμη ποιήματα. Βασικό στέλεχος του περιοδικού του Ντίνου
Χριστιανόπουλου "Διαγώνιος" (1958-1962), συνεργάστηκε επίσης με τα
περιοδικά "Διάλογος", "Καινούρια Εποχή", "Ευθύνη", "Ausblicke" και τις
εφημερίδες "Δράσις" και "Ναυτεμπορική". Πέθανε στην Αθήνα. Η ποίηση του
Ασλάνογλου δέχτηκε επιδράσεις από τα καλλιτεχνικά ρεύματα του
νεοσυμβολισμού και του υπαρξισμού, ενώ καθοριστικό ρόλο στη γραφή του
έχουν η ανάμνηση εμπειριών και βιωμάτων, η θεματική της μετεμφυλιακής
ελληνικής πραγματικότητας και επιρροές από την ποίηση του Σεφέρη, του
Καρυωτάκη, του Άγρα. Από τη μεταφραστική λογοτεχνική του δραστηριότητα
σημειώνουμε τις Εκλάμψεις του Ρεμπώ. [Βιογραφία]