Σκούφιες πλεχτές, κοντές κοτσίδες,
σαλάκι τρεις φορές στριφτό
―φτωχές μαθήτρες, κορασίδες…
Απρόσεχτες, παραπατάνε.
Στις λάσπες, με ξεφωνητό,
τα τρύπια τσόκαρα βουτάνε.
Η Μοίρα δεν τους έχει κλώσει
ουδέ μετάξι στα μαλλιά,
ουδέ χρυσό στη μέση κρόσσι,
μα άχαρες, πολυφορεμένες
ποδιές, που κρέμεται η θηλειά,
κι’ ούτε ως τα γόνατα φτασμένες.
Κρυώνουν, κι’ άλλες τους ακόμα
πεινάνε· μα άλλες ―πιο καλά―
μασσούν μαστίχα, άκρη στο στόμα.
Κι’ αν δεν κατέχουν τι είναι η Γνώση,
στα μάτια τους τα βαθουλά
τι πρώιμα που έχουν μεγαλώσει!
Στο σπίτι, πάντα η φτώχεια, η λύπη·
χάνεται η σάκκα, το χαρτί,
το «παιδί» κλαίει, η μητέρα λείπει·
κι’ αυτές, στην τύχη απορριγμένες,
ζουν, συντροφιά ξεχωριστή,
μια, αμόνοιαστες, μια, αγαπημένες.
Αδέξιες, κι’ όμως περγελάνε·
σκληρές, καταφρονετικές,
βγάζουν τη γλώσσα, αντιμιλάνε,
παρήκοες στην ορμήνεια, τρέχουν
άστατες, άσκεφτες ψυχές
που νόμο ή φταίξιμο δεν έχουν.
Ανοιχτομμάτες, καυχησιάρες.
Θαυμάζουν ―τούτο τες αρκεί.
Λαίμαργες, μα ποτές ζηλιάρες.
Μόνο, η φωνή τους, σαν ξεσπάζη
στην τάξη, μες στην Ωδική,
καίει ―σαν τρυγόνι, που σπαράζει.
~
από το βιβλίο Η χαμηλή φωνή, εκδ. Νεφέλη, 1990
πηγή
σαλάκι τρεις φορές στριφτό
―φτωχές μαθήτρες, κορασίδες…
Απρόσεχτες, παραπατάνε.
Στις λάσπες, με ξεφωνητό,
τα τρύπια τσόκαρα βουτάνε.
Η Μοίρα δεν τους έχει κλώσει
ουδέ μετάξι στα μαλλιά,
ουδέ χρυσό στη μέση κρόσσι,
μα άχαρες, πολυφορεμένες
ποδιές, που κρέμεται η θηλειά,
κι’ ούτε ως τα γόνατα φτασμένες.
Κρυώνουν, κι’ άλλες τους ακόμα
πεινάνε· μα άλλες ―πιο καλά―
μασσούν μαστίχα, άκρη στο στόμα.
Κι’ αν δεν κατέχουν τι είναι η Γνώση,
στα μάτια τους τα βαθουλά
τι πρώιμα που έχουν μεγαλώσει!
Στο σπίτι, πάντα η φτώχεια, η λύπη·
χάνεται η σάκκα, το χαρτί,
το «παιδί» κλαίει, η μητέρα λείπει·
κι’ αυτές, στην τύχη απορριγμένες,
ζουν, συντροφιά ξεχωριστή,
μια, αμόνοιαστες, μια, αγαπημένες.
Αδέξιες, κι’ όμως περγελάνε·
σκληρές, καταφρονετικές,
βγάζουν τη γλώσσα, αντιμιλάνε,
παρήκοες στην ορμήνεια, τρέχουν
άστατες, άσκεφτες ψυχές
που νόμο ή φταίξιμο δεν έχουν.
Ανοιχτομμάτες, καυχησιάρες.
Θαυμάζουν ―τούτο τες αρκεί.
Λαίμαργες, μα ποτές ζηλιάρες.
Μόνο, η φωνή τους, σαν ξεσπάζη
στην τάξη, μες στην Ωδική,
καίει ―σαν τρυγόνι, που σπαράζει.
~
από το βιβλίο Η χαμηλή φωνή, εκδ. Νεφέλη, 1990
πηγή
Ο Τέλλος Άγρας (ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου, Καλαμπάκα, 17 Ιουνίου
1899 – Αθήνα 12 Νοεμβρίου 1944) ήταν ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής
και κριτικός λογοτεχνίας. [Βιογραφία]