Αχ και να γύριζαν ξανά τα χρόνια τα φευγάτα,
να ξαναζούσε η νόνα μας και να μας παραγγείλει
πολύ πως μας πεθύμησε και να μας δει πως θέλει.
Νωρίς-νωρίς ξυπνήσαμε και φύγαμε μπονώρα
και περπατώντας ήρθαμε προτού το μεσημέρι
κάτω στα Διαλετάτικα, στης νόνας μας το σπίτι.
Κι ο γερο-Μάκης, ο παππούς, καθόταν στο παγκούλι
και πρόσμενε να φτάσουμε και μέτραγε την ώρα
από τον ίσκιο του σπιτιού στης αφοδιάς τις πλάκες.
Μα η νόνα μας δεν είναι εδώ… η νόνα μας πού πήγε;
Στο Μοθωνιό κατέβηκε φρέσκο νερό να φέρνει
και να τη που ξανάφανε κι ανοίγει το πορτόνι
και ξεβοηθάει τη λάτα της απάνω απ’ το κεφάλι,
ποθώνει και τον ποδολό απάνω στην πεζούλα
και σαν μας βλέπει χαίρεται και μας καλωσορίζει.
Ολημερίς η νόνα μας να βρίσκεται στο πόδι,
πότε να ζμώσει το ψωμί κι ύστερα να φουρνίσει,
πότε να πήξει το τυρί και του λαδιού και φρέσκο,
πότε να τρέξει στο μαντρί, ν’ αρμέξει, να ταΐσει
τα γίδια και τα πρόβατα που γύρισαν το βράδυ∙
κι άλλοτε νά ’βγει ανήσυχη, να κράξει την Μπελίτσα
και να φωνάξει τη Λευκή, την άσπρη προβατίνα,
γιατί κι οι δυο νυχτώθηκαν στις σκάλες και στους τράφους
και δεν την ξαναπήρανε του γυρισμού τη στράτα.
Και μόλις έφεξε ο Θεός την άλλη την ημέρα,
μας ξύπνησεν η νόνα μας, να πάμε στο κηπάρι
να μάσουμε παυλόσυκα, προτού να βγει ο ήλιος.
Κι ο γερο-Μάκης, ο παππούς, που μέτραγε την ώρα,
δεν την εμέτρησε ξανά στης αφοδιάς τις πλάκες
κι ούτε ξανά προλάβαμε τον ήλιο στο κηπάρι
κι ούτε ξανά μας μήνυσε η νόνα μας να πάμε.
Αχ και να γύριζαν ξανά τα χρόνια τα φευγάτα…
πηγή
από τον ίσκιο του σπιτιού στης αφοδιάς τις πλάκες.
Μα η νόνα μας δεν είναι εδώ… η νόνα μας πού πήγε;
Στο Μοθωνιό κατέβηκε φρέσκο νερό να φέρνει
και να τη που ξανάφανε κι ανοίγει το πορτόνι
και ξεβοηθάει τη λάτα της απάνω απ’ το κεφάλι,
ποθώνει και τον ποδολό απάνω στην πεζούλα
και σαν μας βλέπει χαίρεται και μας καλωσορίζει.
Ολημερίς η νόνα μας να βρίσκεται στο πόδι,
πότε να ζμώσει το ψωμί κι ύστερα να φουρνίσει,
πότε να πήξει το τυρί και του λαδιού και φρέσκο,
πότε να τρέξει στο μαντρί, ν’ αρμέξει, να ταΐσει
τα γίδια και τα πρόβατα που γύρισαν το βράδυ∙
κι άλλοτε νά ’βγει ανήσυχη, να κράξει την Μπελίτσα
και να φωνάξει τη Λευκή, την άσπρη προβατίνα,
γιατί κι οι δυο νυχτώθηκαν στις σκάλες και στους τράφους
και δεν την ξαναπήρανε του γυρισμού τη στράτα.
Και μόλις έφεξε ο Θεός την άλλη την ημέρα,
μας ξύπνησεν η νόνα μας, να πάμε στο κηπάρι
να μάσουμε παυλόσυκα, προτού να βγει ο ήλιος.
Κι ο γερο-Μάκης, ο παππούς, που μέτραγε την ώρα,
δεν την εμέτρησε ξανά στης αφοδιάς τις πλάκες
κι ούτε ξανά προλάβαμε τον ήλιο στο κηπάρι
κι ούτε ξανά μας μήνυσε η νόνα μας να πάμε.
Αχ και να γύριζαν ξανά τα χρόνια τα φευγάτα…
πηγή
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάτρα. Οι γονείς της παξινοί, ο Γεράσιμος Μάστορας (Παπαγεράσιμου) και ή Ελένη Δαλιέτου (Μάκη). Πέρασε στους Παξούς τα μακρά καλοκαίρια των παιδικών, εφηβικών και νεανικών της χρόνων, βιώνοντας τα ήθη, τις συνήθειες και τη ντοπιολαλιά του Νησιού, καθώς τα ζούσε και στο οικογενειακό της περιβάλλον, στην Πάτρα. Στην Πάτρα τελείωσε το Δημοτικό σχολείο και το A' Γυμνάσιο Θηλέων και φοίτησε στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Αρσακείου. Εργάστηκε ως δασκάλα στο Δημοτικό σχολείο του Φύλλου Καρδίτσας για δύο περίπου χρόνια. Ολοκλήρωσα την επαγγελματική της σταδιοδρομία ως δασκάλα Κωφών στα σχολεία του Εθνικού Ιδρύματος Κωφών, στην Πάτρα, στον Βόλο και στην Αθήνα. Επί διετία συνεργάστηκε στην έκδοση του παιδικού περιοδικού «Καλημέρα Παιδιά». Προσέφερε και συνεχίζει μέχρι σήμερα να προσφέρει τις υπηρεσίες της σε συλλόγους με φιλανθρωπική και κοινωνική αποστολή, σε νεανικές κατασκηνώσεις και σε Φιλικούς Κύκλους μελέτης της Αγίας Γραφής.