Συμπαθάτε με καλοί μου φίλοι που έφερα μαζί μου και το κατσαρόλι μου
ήταν μακρύς ο δρόμος και στην Κομοτηνή αγόρασα καφέ κι αλμυρά
στραγάλια
ξαπόστασα για λίγο στην Καβάλα με τσίπουρο και χταποδάκι
στη Δράμα ήπια νερό από μια παγωμένη βουνίσια πηγή
και στη Θεσσαλονίκη χόρτασα πατσά και λίγωσα με σιροπιαστά και μέλι
Στον δρόμο για την Αθήνα κάθισα στο χώμα μέχρι να σβήσει η νύχτα
Κι όταν με βρήκαν τυχαία κυνηγοί πανιασμένο να πασχίζω ν’ αρθρώσω
λέξεις οργής
ήταν ήδη αργά και το φεγγάρι είχε κολλήσει στην κοιλιά μου και δεν έλεγε
να ξεκολλήσει με τίποτα
Δεν ήξερα αν έπρεπε να βρίσκομαι ήδη αλλού, αν έπρεπε να συρθώ μέχρι
το διπλανό λάκκο με τα φίδια ή
αν έπρεπε να ξεκινήσω πάλι το πρωί άβουλος κι ανήμπορος μέχρι να με
κρίνουν οι θεοί
Μουδιασμένος σαν ταπεινωμένο σκυλί όσες πόρτες κι αν χτύπησα και
μίλησα για την αλήθεια
Με δέρνανε αλύπητα γιατί λέγανε πως τη λέξη αυτή δικαιούται να τη
ξεστομίζει μοναχά ο θεός
Κι έτσι γέμισα με τρόμο και κρυβόμουν στους παράδρομους μέχρι που
άπλωνε παγερά την αγκαλιά της η ομίχλη και σκόρπιζε σιωπή και
γαλάζιο φως
Όταν έφθασα στην πρωτεύουσα δόξασα τον θεό γιατί επιτέλους μου χάριζε
μια πόλη για να μεγαλουργήσω
Μα η Αθήνα που βρήκα ήταν ήδη μια μοχθηρή πολιτεία με πλήθη στεγνά
από το πικρό μεροκάματο
Κι όταν με καμάρι ανήγγειλα στην πλατεία Συντάγματος πως είμαι ο νέος
ποιητής της πόλης μόνο που δεν με χαστουκίσανε
Μου το ξέκοψαν πως οι ποιητές περισσεύουν σ’ αυτήν την πόλη και δεν
τόχουν σκοπό να μπλεχτεί στα πόδια τους ακόμη ένας πεινάλας
δραμινός τσικιρικιτζής
πηγή
ήταν μακρύς ο δρόμος και στην Κομοτηνή αγόρασα καφέ κι αλμυρά
στραγάλια
ξαπόστασα για λίγο στην Καβάλα με τσίπουρο και χταποδάκι
στη Δράμα ήπια νερό από μια παγωμένη βουνίσια πηγή
και στη Θεσσαλονίκη χόρτασα πατσά και λίγωσα με σιροπιαστά και μέλι
Στον δρόμο για την Αθήνα κάθισα στο χώμα μέχρι να σβήσει η νύχτα
Κι όταν με βρήκαν τυχαία κυνηγοί πανιασμένο να πασχίζω ν’ αρθρώσω
λέξεις οργής
ήταν ήδη αργά και το φεγγάρι είχε κολλήσει στην κοιλιά μου και δεν έλεγε
να ξεκολλήσει με τίποτα
Δεν ήξερα αν έπρεπε να βρίσκομαι ήδη αλλού, αν έπρεπε να συρθώ μέχρι
το διπλανό λάκκο με τα φίδια ή
αν έπρεπε να ξεκινήσω πάλι το πρωί άβουλος κι ανήμπορος μέχρι να με
κρίνουν οι θεοί
Μουδιασμένος σαν ταπεινωμένο σκυλί όσες πόρτες κι αν χτύπησα και
μίλησα για την αλήθεια
Με δέρνανε αλύπητα γιατί λέγανε πως τη λέξη αυτή δικαιούται να τη
ξεστομίζει μοναχά ο θεός
Κι έτσι γέμισα με τρόμο και κρυβόμουν στους παράδρομους μέχρι που
άπλωνε παγερά την αγκαλιά της η ομίχλη και σκόρπιζε σιωπή και
γαλάζιο φως
Όταν έφθασα στην πρωτεύουσα δόξασα τον θεό γιατί επιτέλους μου χάριζε
μια πόλη για να μεγαλουργήσω
Μα η Αθήνα που βρήκα ήταν ήδη μια μοχθηρή πολιτεία με πλήθη στεγνά
από το πικρό μεροκάματο
Κι όταν με καμάρι ανήγγειλα στην πλατεία Συντάγματος πως είμαι ο νέος
ποιητής της πόλης μόνο που δεν με χαστουκίσανε
Μου το ξέκοψαν πως οι ποιητές περισσεύουν σ’ αυτήν την πόλη και δεν
τόχουν σκοπό να μπλεχτεί στα πόδια τους ακόμη ένας πεινάλας
δραμινός τσικιρικιτζής
πηγή
Ο Αλέξανδρος Αραμπατζής γεννήθηκε στη Δράμα το 1961. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στη Δράμα. Λογοτεχνικά και κριτικά κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά ("Διαβάζω", "Μανδραγόρας", "Λέξη", "Παρέμβαση", κτλ) ενώ συγκαταλέγεται στους τακτικούς εισηγητές του Συμποσίου Ποίησης στην Πάτρα. Ποιητικές συλλογές: Ποιήματα μικρόσωμα, άσωτα και φαντασμένα στα όρια του πολίτικαλ κορέκτ (2014), Μεγαλιθικές μπαλάντες (2011), Το μανιφέστο της κοινής συμφοράς (1998) κ.α.