Είμαι μια ψυχή γυμνή σε τούτους τους στίχους
γυμνή ψυχή. που μοναχή και θλιμμένη
τα πέταλά της αφήνει παντού σκορπισμένα.
Ψυχή που μπορεί να είναι μια παπαρούνα
θα μπορούσε να είναι κρίνο, να είναι βιολέτα,
κύμα και βράχος, άγρια βλάστηση.
Ψυχή που σαν αγέρι περιπλανιέται ανήσυχη
και βρυχάται σαν είναι πάνω απ τα πέλαγα
Και αποκοιμιέται γλυκά σε κάποια ρωγμή.
Ψυχή που λατρεύει στους βωμούς της επάνω
θεούς που δεν κατεβαίνουν να την αφήσουν τυφλή
Ψυχή που δε γνωρίζει από εμπόδια.
Ψυχή που θα ‘ταν εύκολο να τιθασεύσεις
με μια μόνο καρδιά που θα ραγίσει
και μες στο ζεστό της αίμα να την ποτίσει.
Ψυχή που όταν στην άνοιξη βρίσκεται
λέει στο χειμώνα που αργεί: επέστρεψε,
στο μεγάλο λιβάδι να πέσει το χιόνι σου.
Ψυχή που όταν χιονίσει σκορπίζεται
σε θλίψεις, ικετεύοντας για τριαντάφυλλα
που μ’ αυτά η Ανοιξη να μας σκεπάσει
Ψυχή που κάποιες φορές πεταλούδες αφήνει
σ’ ορθάνοιχτους κάμπους παρά την απόσταση
και τις λέει: ρουφήξτε από τα πράγματα
Ψυχή που να πεθάνει πρέπει, από ένα άρωμα,
κάποια ανάσα, ένα στίχο που ικετεύει,
χωρίς να χάσει, αν γίνεται, καθόλου τη χάρη της.
Ψυχή που δεν ξέρει τίποτα και όλα τα αρνιέται
και το καλό ευνοεί καβώς το καλό απαρνιέται
Γιατί μέσα από την άρνηση περισσότερα δίνουμε.
Ψυχή που συνήθως υπάρχει σα μια απόλαυση
άλλες ψυχές ψηλαφίζει. το ίχνος υποτιμά
κι ένα χάδι νιώθει μες στο χέρι της.
Ψυχή που διαφωνεί με τον εαυτό της πάντα
πλανιέται σαν τον άνεμο, τρέχει, στριφογυρνά
ψυχή αιμορραγούσα, παραληρεί ακατάπαυστα
γιατί είναι το καράβι στου άστρου την πορεία.
γυμνή ψυχή. που μοναχή και θλιμμένη
τα πέταλά της αφήνει παντού σκορπισμένα.
Ψυχή που μπορεί να είναι μια παπαρούνα
θα μπορούσε να είναι κρίνο, να είναι βιολέτα,
κύμα και βράχος, άγρια βλάστηση.
Ψυχή που σαν αγέρι περιπλανιέται ανήσυχη
και βρυχάται σαν είναι πάνω απ τα πέλαγα
Και αποκοιμιέται γλυκά σε κάποια ρωγμή.
Ψυχή που λατρεύει στους βωμούς της επάνω
θεούς που δεν κατεβαίνουν να την αφήσουν τυφλή
Ψυχή που δε γνωρίζει από εμπόδια.
Ψυχή που θα ‘ταν εύκολο να τιθασεύσεις
με μια μόνο καρδιά που θα ραγίσει
και μες στο ζεστό της αίμα να την ποτίσει.
Ψυχή που όταν στην άνοιξη βρίσκεται
λέει στο χειμώνα που αργεί: επέστρεψε,
στο μεγάλο λιβάδι να πέσει το χιόνι σου.
Ψυχή που όταν χιονίσει σκορπίζεται
σε θλίψεις, ικετεύοντας για τριαντάφυλλα
που μ’ αυτά η Ανοιξη να μας σκεπάσει
Ψυχή που κάποιες φορές πεταλούδες αφήνει
σ’ ορθάνοιχτους κάμπους παρά την απόσταση
και τις λέει: ρουφήξτε από τα πράγματα
Ψυχή που να πεθάνει πρέπει, από ένα άρωμα,
κάποια ανάσα, ένα στίχο που ικετεύει,
χωρίς να χάσει, αν γίνεται, καθόλου τη χάρη της.
Ψυχή που δεν ξέρει τίποτα και όλα τα αρνιέται
και το καλό ευνοεί καβώς το καλό απαρνιέται
Γιατί μέσα από την άρνηση περισσότερα δίνουμε.
Ψυχή που συνήθως υπάρχει σα μια απόλαυση
άλλες ψυχές ψηλαφίζει. το ίχνος υποτιμά
κι ένα χάδι νιώθει μες στο χέρι της.
Ψυχή που διαφωνεί με τον εαυτό της πάντα
πλανιέται σαν τον άνεμο, τρέχει, στριφογυρνά
ψυχή αιμορραγούσα, παραληρεί ακατάπαυστα
γιατί είναι το καράβι στου άστρου την πορεία.