Το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας του 2020 απονέμεται στην αμερικανίδα ποιήτρια Louise Glück «για την αδιαμφισβήτητη ποιητική της φωνή που με λιτή ομορφιά καθιστά την ατομική ύπαρξη καθολική». Η Louise Glück γεννήθηκε το 1943 στη Νέα Υόρκη και ζει στο Cambridge της Μασαχουσέτης. Εκτός από τη συγγραφική της ιδιότητα, είναι καθηγήτρια Αγγλικών στο Πανεπιστήμιο Yale. Έκανε το ντεμπούτο της το 1968 με το «Firstborn», και σύντομα αναγνωρίστηκε ως μία από τους σημαντικότερους ποιητές στη σύγχρονη λογοτεχνία της Αμερικής.
Έχει δημοσιεύσει δώδεκα συλλογές ποίησης και μερικούς τόμους δοκιμίων για την ποίηση.
Έχει λάβει πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το Βραβείο Πούλιτζερ (1993) και το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου των ΗΠΑ (2014).
Καιρό πριν, είχα πληγωθεί.
Ζούσα
για να μ’ εκδικηθώ
ενάντια στον πατέρα μου, όχι
γι’ αυτό που ήταν–
γι’ αυτό που ήμουνα εγώ: απ’ το ξεκίνημα,
στα παιδικά μου χρόνια, νόμιζα
πως πόνος σήμαινε
ότι δεν είχ’ αγαπηθεί.
Σήμαινε ότ’ είχα αγαπήσει.
«Πρώτη Ανάμνηση» από τη συλλογή “Ararat”, 1990 (μετφρ.-επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου)
Η παιδική ηλικία και η οικογενειακή ζωή, η στενή σχέση με γονείς και αδέλφια, είναι μία θεματική που παραμένει κεντρική στο έργο της. Στα ποιήματά της, ο εαυτός ακούει ό, τι απομένει από τα όνειρα και τις αυταπάτες του, και κανείς δεν μπορεί να είναι πιο σκληρός από αυτήν στο να έρχεται αντιμέτωπη με τις ψευδαισθήσεις του εαυτού. Αλλά ακόμη κι αν η Glück δεν θα αρνιόταν ποτέ τη σημασία του αυτοβιογραφικού υποβάθρου, δεν πρέπει να θεωρείται εξομολογητική ποιήτρια.
Αναζητά το καθολικό, και σε αυτό εμπνέεται από μύθους και κλασικά μοτίβα, παρόντα στα περισσότερα έργα της. Οι φωνές της Διδούς, της Περσεφόνης και της Ευρυδίκης – οι εγκαταλελειμμένες, οι τιμωρημένες, οι προδομένες – είναι μάσκες για έναν εαυτό σε μεταμόρφωση, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε καθολικό επίπεδο.
Η Louise Glück δεν εμπνέεται μόνο από τα λάθη και τις μεταβαλλόμενες συνθήκες της ζωής. Είναι επίσης ποιήτρια της ριζικής αλλαγής και της αναγέννησης, όπου το άλμα προς τα εμπρός γίνεται μέσα από μια βαθιά αίσθηση απώλειας.