Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

721 Ποιητές - 8.160 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Σαρλ Μπωντλαίρ (Charles Baudelaire), «Το ταξίδι»

                                                                       Στον Maxime du Camp

Ι.
Για ένα παιδί που χάνεται σε χάρτες και εικόνες,
Το σύμπαν είναι μια σταλιά, στην άπειρη ορεξή του.
Α! Μεγάλος που 'ναι ο κόσμος στο φως του λυχναριού!
Μικρός που ειν' ο κόσμος μας στης θύμησης τα μάτια...

Αναχωρούμε ενα πρωί -- ο νους μας μες στις φλόγες,
Κι είν' η καρδιά μνησίκακη κι ο πόθος μας πικρός,
Και στον ρυθμό που μας τραβά, μας οδηγεί το κύμα,
Κι ένας μικρός ωκεανός λικνίζει το άπειρό μας:

Κάποιοι αφήνουν πίσω τους κακόφημη πατρίδα·
Κι άλλοι τον τρόμο του σπιτιού -- και είναι κι ορισμένοι,
Μάγοι των άστρων που ναυάγησαν στα μάτια μιας γυναίκας,
Σ' αρώματα επικίνδυνα, στη τυραννία μιας Κίρκης.

Μεθούν, απ'ουρανό κι ορίζοντες και φως,
Για να μη γίνουν κτήνη·
Κι ο πάγος που τους τρώει, ο ήλιος που τους ψήνει,
Σιγά σιγά θα σβήσουνε τα ίχνη των φιλιών.

Μα οι αληθινοί ταξιδευτές είναι εκείνοι,
Που φεύγουν μόνο για να φύγουν·
Κείνοι με την ανάλαφρη καρδιά, που μοιάζει με μπαλόνι.
Στο πεπρωμένο τους μπροστά, αυτοί δεν κάνουν πίσω,
Και δίχως να ξέρουν το γιατί, πάντοτε λένε: Πάμε!

Έχουν οι πόθοι τους αυτών, το σχήμα των συννέφων,
Κι ονειρεύονται, σαν το νεούδι τα κανόνια,
Άγνωστες απολαύσεις, άστατες κι απέραντες.
Που τ' όνομά τους άνθρωπος δεν βρήκε ως τα τώρα!

II.
Μιμούμαστε, αλίμονο, τη σβούρα και τη μπάλα,
Τα βαλς τους και τα σάλτα τους· κι ακόμη και στον ύπνο
Της Περιέργειας το βάσανο σε στρόβιλο μας ρίχνει
Σαν ένας Άγγελος σκληρός, που μαστιγώνει μ' ήλιους.

Μοίρα παράξενη, που πάντα μας ξεφεύγει,
Κι αν πουθενά δεν στέκεται, παντού μπορεί να είναι!
Κι ο Άνθρωπος, που η ελπίδα του ποτέ δεν ξαποσταίνει,
Την κυνηγά σαν τον τρελό, ανάπαυση για να βρει!

Κι όλο σαλπάρει η ψυχή, τρικάταρτο καράβι,
Κι απ'την κουβέρτα αντηχεί: «Κοιτάξτε, η Ικαρία!»
Ψηλά απ'την κόφα μια φωνή, τρελή κι όλο λαχτάρα:
«Να ο έρωτας... να η δόξα... να η ζωή!»
Στα μπάγκα όμως ξωκείλαμε -- κατάρα!

Σε κάθε σινιάλο για νησί που δίνουν απ΄την πλώρη
Το Πεπρωμένο υπόσχεται καινούργιο Ελντοράντο
Κι όλη τη νύχτα η Φαντασία ευελπιστεί,
Μα ούτε ύφαλος δεν φαίνεται στο πρώτο φως της μέρας.

Φτωχέ μου εραστή εσύ, χωρών που δεν υπάρχουν!
Σιδερόκλειστο στη θάλασσα πρέπει να σε ρίξουν;
Μέθυσε ναύτη, επινόησες την Αμερική --
Φάτα Μοργκάνα που την άβυσσο πικραίνει.

Τέτοιος ο γεροαλήτης μας λοιπόν, στη λάσπη βουτηγμένος,
Ονειρεύεται κι οσφρίζεται, ψάχνοντας παραδείσους·
Κι αν κάπου ένα μικρό κερί φωτίσει μια καλύβα,
Τα μαγεμένα μάτια του βρήκαν την Ουτοπία.

ΙΙΙ.
Ταξιδευτές εκπληκτικοί, διαβάζουμε ιστορίες
Μες στις βαθιές τις θάλασσες που έχετε για μάτια!
Της μνήμης το σεντούκι ανοίχτε μας και δείξτε μας τα πλούτη
Που χουν φτιαχτεί υπέροχα απ' άστρα και αιθέρα.

Ζητάμε να σαλπάρουμε -- χωρίς ατμό, χωρίς πανιά,
Της φυλακής μας για να σπάσουμε την πλήξη -- γι' αυτό
Απλώστε στις ψυχές μας των αναμνήσεων τον καμβά
Και στερεώστε τον στου ορίζοντα τα κάδρα.

Τι είδατε, λοιπόν; για πείτε...

IV.
«Είδαμ' αστέρια
Είδαμε κύματα και άμμους της ερήμου·
Και μόλα τ' απροσδόκητα και τις καταστροφές,
Πλήτταμε στα ταξίδια μας συχνά, όπως εδώ!

Σε θάλασσες μενεξεδί, η δόξα του ήλιου πάνω,
Η δόξα μιας μεγαλούπολης στου ήλιου το γέρμα μέσα,
Βαθιά μες στις καρδιές μας άναβαν παράξενη λαχτάρα:
Να βυθιστούμε σε ουρανούς με μαγικές ανταύγειες.

Μα οι πόλεις οι πιο πλούσιες, τα πιο τρανά τοπία,
Ποτέ τους δε μας έδωσαν τη μυστική ομορφιά,
Κείνη που φτιάχνουνε ψηλά, τα σύννεφα κι η τύχη
Και για όλα πάντα ο πόθος της μας κάνει σκεπτικούς!

--Είναι η απόλαυση που δίνει ισχύ στον πόθο.
Πόθε, δέντρο γέρικο που η ηδονή λιπαίνει,
Κι αν ο κορμός σου απόκαμε, σκληρός και ροζιασμένος,
Υψώνεις πάντα τα κλαδιά, να φτάσουνε τον ήλιο!

Δέντρο πιο αιωνόβιο κι από το κυπαρίσσι
Πόσο θα μεγαλώσεις; -- Μα έχουμε μεις κρατήσει
Για τ' αδηφάγο άλμπουμ σας, σκίτσα διαλεχτά,
Αδέρφια εσείς που σας τραβούν: όλα τα μακρινά!

Έχουμε μεις υποκλιθεί σε είδωλα ελεφάντων·
Σε θρόνους που φωτίζονταν από αστερισμούς·
Και σε παλάτια τόσο απόκοσμα και τόσο μαγικά
Που τ' όνειρό τους θα κανε τους πλούσιους φτωχούς·

Πολυτελή φορέματα -- μεθύσι για τα μάτια·
Γυναίκες με χρωματιστά τα δόντια και τα νύχια,
Και γητευτές πολύξερους, που φίδια ημερεύαν».

V.
Κι έπειτα; Κι έπειτα;!

VI.
Αχ, παιδικά μυαλά!

Ας μη ξεχάσουμε λοιπόν το πιο σημαντικό,
Αυτό που βρήκαμε παντού, χωρίς κανέναν κόπο,
Από ψηλά ως χαμηλά, 'πα στη μοιραία σκάλα,
Το θέαμα το πληκτικό μιας αμαρτίας αιώνιας:

Σκλάβα τη γυναίκα, αυτάρεσκη, ανόητη κι αχρεία,
Λατρεύεται δίχως να γελά, χωρίς αιδώ αγαπιέται·
Κι ο άντρας τύραννος σκληρός, άπληστος και χυδαίος,
Σκλάβος της σκλάβας του κι αυτός, στο βούρκο κυλισμένος·

Είδαμε δήμιους να γελούν και θύματα να κλαίνε·
Φιέστες να σκεπάζουνε μ' αρώματα το αίμα·
Της εξουσίας το ναρκωτικό τους ισχυρούς να θέλγει,
Και τον λαό τη βίτσα ν' αγαπά, που τον αποκτηνώνει·

Θρησκείες είδαμε πολλές, που μοιάζουν στη δική μας,
Να σκαρφαλώνουν όλες τους ψηλά, κι η Αγιοσύνη να ζητά,
Σαν κάποιον ευαίσθητο σε πουπουλένιο στρώμμα,
Απόλαυση και ηδονή 'πα σε καρφιά και τρίχες·

Την Ανθρωπότητα να φλυαρεί, στης δόξας το μεθύσι,
Και τώρα όπως και πρώτα της τρελή, και μες στην αγωνία,
Να αλαλάζει μανιασμένη στο Θεό:
"Ομοίωμα κι αφέντη μου, εγώ σε καταριέμαι!"

Κι όσους δεν είν' ανόητοι, μα αγαπούν την Τρέλα,
Να δραπετεύουν απ'το ποίμνιο που χει μαντρώσει η Μοίρα,
Βρίσκοντας καταφύγιο στις θάλασσες του οπίου!
-- Πάντοτ' αυτά είν' επίκαιρα σ' ολόκληρο τον κόσμο».

VII.
Γνώση πικρή παίρνει κανείς σε τούτο το ταξίδι!
Μικρός ο κόσμος και μονότονος, εικόνα του εαυτού μας,
Σήμερα και χθες και αύριο και πάντα:
Μια όαση τρομακτική μέσα σ' ερήμους πλήξης!

Να φύγουμε, λοιπόν; Να μείνουμε; Μείνε αν μπορείς·
Κι αν είν' ανάγκη, φύγε. Ένας κινεί κι άλλος λουφάζει
Από τον άγρυπνο για να κρυφτεί, σκληρό εχθρό -- τον Χρόνο!
Υπάρχουν κάποιοι, αλίμονο, που τρέχουν δίχως παύση,

Σας Ιουδαίοι περιπλανώμενοι και σαν τους Αποστόλους,
Που τίποτα δεν τους αρκεί, ούτε βαγόνι ούτε σκαρί,
Του άτιμου του κυνηγού τα δίχτυα ν' αποφύγουν· κι άλλοι
Που ξέρουν και τον σκοτώνουνε χωρίς να κινηθούν.

Κι όταν, τέλος, το πόδι του τη ράχη μας πατήσει,
Ακόμη θα ελπίζουμε, φωνάζοντας: Εμπρός!
Το ίδιο όπως άλλοτε, που φεύγαμε για Κίνα,
Με μάτια στον ορίζοντα κι αγέρα στα μαλλιά,

Μπαρκάρουμε ορθόπλωροι στις θάλασσες του Σκότους,
Με μια καρδιά χαρούμενη, καινούργιου ταξιδιώτη.
Ακούτε τούτες τις φωνές από γητειά και λύπη;
Σας λένε: «Δώθε εκείνος που θέλει να γευτεί

Λωτό ευωδιαστό! Τρυγήστε δω
Τους θαυμαστούς καρπούς π' ορέγεται η καρδιά σας·
Ελάτε απ'την παράξενη τη γλύκα και μεθύστε
Αυτού του απομεσήμερου, του δίχως τελειωμό!»

Αυτής της γνώριμης λαλιάς μαντεύουμε το σχήμα·
Κει κάτω ο Πυλάδης μας, ανοίγει αγκαλιά.
«Για να ξυπνήσεις την καρδιά, πλεύσε προς την Ηλέκτρα!»
Μας είπε κείνη π' άλλοτε φιλούσαμε τα πόδια.

VIII.
Ω καπετάνιε Θάνατε, έφτασε πια η ώρα! Βίρα τις άγκυρες!
Σαλπάρουμε γερο-Θάνατε, αυτή η Γη μας πλήττει!
Κι αν είναι μαύρος ο ουρανός κι η θάλασσα μελάνι,
Ξέρεις καλά πως στην καρδιά, έχουμε μόνο φως!

Ρίξε μας το φαρμάκι σου, γιατί μας δίνει θάρρος!
Και κάνει τούτη η φωτιά, που πυρπολεί το νου μας,
Να θέλουμε να πέσουμε στα χάη της αβύσσου· 
Κόλαση ή Παράδεισος, τι σημασία έχει;
Φτάνει στα βάθη τ' Άγνωστου, κάτι το νέο να βρούμε!

~

Μετάφραση: Γιώργος Κυρπιγιάν
πηγή

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης