Κάπου ανάμεσα
στα σύμφωνα και τα φωνήεντα
χάθηκες απ’ τα μάτια μου
Όσο κι αν σε αναζήτησα
κάτω από αποστρόφους
άνω τελείες και αποσιωπητικά,
Αληθινά
«πού χάθηκες, αγάπη μου», αλυχτούσα
ώρες ολόκληρες να έρθεις καρτερούσα.
Τελείες και κόμματα προσπέρασα
στις παύλες γέφυρες απέναντι περνούσα,
με δυσκολία στα θαυμαστικά σκαρφάλωνα
κι απ’ τα στενά τελειώματα
σύντομων στίχων
κάτω ως τα υποσέλιδα
βαριά κατρακυλούσα.
Απ’ την προμετωπίδα κάβους λύνοντας
τα απανωτά κύματα των σελίδων σου
με το σκαρί μου έσκισα,
μα με ορμή, ακυβέρνητη, στον κολοφώνα σου άραξα
Φώναξα
«Τίποτα, αγάπη, τίποτα»
μα χάθηκαν τα λόγια ανείπωτα.
Γραμμή γραμμή
τα λόγια σου κατέβηκα
και άλλα τόσα ανέβηκα
μήπως και σε προφτάσω
Το χάδι σου λαχτάρισα καθώς,
λατρευτικά φυλλομετρούσες τις σελίδες,
μα εσύ λόγια διαβάζοντας,
για ένα κορμί που πια δεν έχω,
δε με είδες.
Αόρατη πασχίζοντας με αντίβαρο το σώμα
να σ’ εμποδίσω να κλείσεις το βιβλίο,
με δάκρυα τρύπησα το εξώφυλλο
μουσκεύοντας τα απλά των στιγμών μας στοιχεία, του τυπογράφου
το άκαρδο όνομα διαγράφοντας
Εκείνου που άσκεφτα μάς χώρισε,
«αγάπη, αγάπη μου» εκλιπάρησα,
τυπώνοντας τείχη ανάμεσά μας
τα δεκαεξασέλιδα
γεμάτα απ’ των ζεστών
λόγων σου τα νοήματα
εκείνα που παλιά κρυφοψιθύριζες
άγραφα μεσ’ στ’ αυτιά σαν χάδι.
Σαν δάκρυ εκατρακύλησα
στο επόμενο βιβλίο,
σε νέες περιπέτειες
με δράκους κεφαλαίους,
σπήλαια ερωτηματικά
και μάγισσες οξείες.
Εσύ, ανύποπτος ξανά,
με το μυαλό στα λόγια,
από το χέρι μ’ έπιασες
να πάμε για το δείπνο,
το πρωινό, τη βόλτα μας
Κι εγώ σε ακολουθούσα,
ξέροντας πως στο χτύπο
κάθε καρδιάς, εσύ άκουγες
ριματοπλέχτη στίχο.
πηγή
«πού χάθηκες, αγάπη μου», αλυχτούσα
ώρες ολόκληρες να έρθεις καρτερούσα.
Τελείες και κόμματα προσπέρασα
στις παύλες γέφυρες απέναντι περνούσα,
με δυσκολία στα θαυμαστικά σκαρφάλωνα
κι απ’ τα στενά τελειώματα
σύντομων στίχων
κάτω ως τα υποσέλιδα
βαριά κατρακυλούσα.
Απ’ την προμετωπίδα κάβους λύνοντας
τα απανωτά κύματα των σελίδων σου
με το σκαρί μου έσκισα,
μα με ορμή, ακυβέρνητη, στον κολοφώνα σου άραξα
Φώναξα
«Τίποτα, αγάπη, τίποτα»
μα χάθηκαν τα λόγια ανείπωτα.
Γραμμή γραμμή
τα λόγια σου κατέβηκα
και άλλα τόσα ανέβηκα
μήπως και σε προφτάσω
Το χάδι σου λαχτάρισα καθώς,
λατρευτικά φυλλομετρούσες τις σελίδες,
μα εσύ λόγια διαβάζοντας,
για ένα κορμί που πια δεν έχω,
δε με είδες.
Αόρατη πασχίζοντας με αντίβαρο το σώμα
να σ’ εμποδίσω να κλείσεις το βιβλίο,
με δάκρυα τρύπησα το εξώφυλλο
μουσκεύοντας τα απλά των στιγμών μας στοιχεία, του τυπογράφου
το άκαρδο όνομα διαγράφοντας
Εκείνου που άσκεφτα μάς χώρισε,
«αγάπη, αγάπη μου» εκλιπάρησα,
τυπώνοντας τείχη ανάμεσά μας
τα δεκαεξασέλιδα
γεμάτα απ’ των ζεστών
λόγων σου τα νοήματα
εκείνα που παλιά κρυφοψιθύριζες
άγραφα μεσ’ στ’ αυτιά σαν χάδι.
Σαν δάκρυ εκατρακύλησα
στο επόμενο βιβλίο,
σε νέες περιπέτειες
με δράκους κεφαλαίους,
σπήλαια ερωτηματικά
και μάγισσες οξείες.
Εσύ, ανύποπτος ξανά,
με το μυαλό στα λόγια,
από το χέρι μ’ έπιασες
να πάμε για το δείπνο,
το πρωινό, τη βόλτα μας
Κι εγώ σε ακολουθούσα,
ξέροντας πως στο χτύπο
κάθε καρδιάς, εσύ άκουγες
ριματοπλέχτη στίχο.
πηγή
Η Αρχοντούλα Χαρ. Αλεξανδροπούλου γεννήθηκε το 1976 στον Πύργο Ηλείας. Είναι αριστούχος απόφοιτος του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΒΑ) και έχει ΜΑ στη Μετάφραση-Μεταφρασεολογία στο ίδιο πανεπιστήμιο. Εργάζεται ως καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ως μεταφράστρια. Πανεπιστημιακά εγχειρίδια μεταφρασμένα από την ίδια (Εκδόσεις «Gutenberg» Πανεπιστημιακά) διδάσκονται σε διάφορες Πανεπιστημιακές Σχολές της Ελλάδας. Έχει ασχοληθεί επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση και με μεταφράσεις ποικίλων άλλων κειμένων από την Αγγλική και την Ιταλική γλώσσα. Έχει εικονογραφήσει παραμύθια και ποιητικές συλλογές, έχει ασχοληθεί με την αγγειογραφία και τα ex-libris και έχει κάνει σκηνικά και κοστούμια για ερασιτενικές και σχολικές παραστάσεις. Τίτλοι βιβλίων: Ψάχνω Στιγμές (2009). Μελανοχτυπημένη (Μυθιστόρημα, 2020). Το «Ψάχνω Στιγμές» βραβεύτηκε την άνοιξη του 2010 από το περιοδικό «Κελαινώ».