Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

723 Ποιητές - 8.176 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Θεοδόσης Κοντάκης, «Χρησμός»

Στεκόμουν στην εξώπορτα όλη μέρα, κι όταν νύχτωσε
«το αύριο, πώς θα ’ναι άραγε;» σε ρώτησα – και συ:
Περίεργα παιχνίδια κάνουν εδώ κάτω η θάλασσα με τη γη:
είναι δεν είναι εκατό μέτρα το νερό κι είν’ αδύνατο να περάσεις
απέναντι, τα πλοιάρια όλα δεμένα από φόβο για τη νύχτα
τη φουρτουνιασμένη· κι η γέφυρα θα κόστιζε πολύ ακριβά-
«και τι σχέση έχουν όλ’ αυτά;» «μα το θεό, εγώ δεν έχω ιδέα,
συ όμως θα δεις, ίσως, σαν συνηθίσεις»· στο σκοτάδι
οι επιβάτες μάταια στυλώνουν απέναντι το βλέμμα
με αγωνία: θα πρέπει να κοιμηθούν εδώ, πάνω στους μπόγους τους
διότι είναι δύσκολο πια να περιμένουνε να ξημερώσει- «μπα,γιατί;»
-διότι, λέω, είναι δύσκολο πια να ξημερώσει, όμως ξαφνικά
στα βάθη της νύχτας φτάνει τεράστιο πλοίο· κι όλοι χαζεύουμε
μισοκοιμισμένοι, καθώς αγκομαχάει να μπει στο στενό: σβηστά
φώτα και μηχανές, μα το νιώθουμε καθώς ξεδιπλώνει πανιά-
«απίθανα πράγματα λες, σαν να τα ξεσήκωσες από παλιά βιβλία-»
δε διαφωνώ, μα άκου κι αυτό: τελικά -θαύμα- μόλις που χώρεσε
και στάθηκε κατά μήκος, έτσι που μπαίναν όλοι απ’ την πίσω πόρτα
κι η μπροστινή ανοίγει κατευθείαν στην απέναντι, άγνωστη στεριά·
οι επιβάτες, νυσταγμένοι, μπουλούκια, μπλέκονται στους λαβυρίνθους:
«χάθηκε, λέει, ένας διάδρομος να μπαίνει απ’ τη μια και να βγάζει
ευθεία;» – ευθεία δεν υπάρχει κι ακούγονται πια σ’ όλες τις σκάλες,
άλλοι πάνε κάτω, φτάνουν ως τα μηχανοστάσια κι εκεί
ζαλισμένους απ’ τα πετρέλαια αμέσως τους δένουν, τους ντύνουν
να τ’ οδηγήσουν πάλι πίσω- «με ποιο δικαίωμα; και πού πίσω;
μα δεν είχε πανιά;» «είχε, μα τώρα πήγαινε πίσω, δηλαδή στ’ ανοιχτά,
από κει που ′ρθε τέλος πάντων»· άκου όμως ακόμα και τούτο:
άλλοι ανεβαίνουν, ανεβαίνουν- οι βαριές μεταλλικές πόρτες κλείσαν
πίσω τους· και βρέθηκαν στο πάνω κατάστρωμα, μόνοι
απέναντι στον ουρανό – παγερός άνεμος, φως χλωμό
στα πρόσωπα· κι ένας δείχνει ψηλά τον ουρανό και λέει:
«κοίτα τι θλιβερή η νυχτιά και πόσο λίγο μάς φωτίζει»,
κι εκείνος αντιλαλεί: «κοίτα τι θλιβερό κι απελπισμένο πλήθος
φωτίζω», και σβήνει και το τελευταίο του άστρο- «και;»
«και τίποτα πια». –

O Θεοδόσης Κοντάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Κατάγεται από την Ιεράπετρα της Κρήτης και τη Θεσσαλονίκη. Έχει ζήσει και εργαστεί ως εκπαιδευτικός σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Πόρφυρας, Πλανόδιον, Κουκούτσι, κ.ά. Έχει μεταφράσει τα βιβλία: "Ο ναός της Ιερουσαλήμ", του Simon Goldhill, "Η Ωραία Ελένη", της Bettany Hughes (μαζί με τον Μάνο Κοντάκη), και "Τρεις μέρες στην Αβάνα", του Robert A. McCabe. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Αναγνώριση εδάφους (2009), Τελευταία εποχή (2016), Μέρες και νύχτες του Οδυσσέα (2017), και μία συλλογή με πεζά κείμενα. Επίσης, ασχολείται με τη μετάφραση ποίησης από τη γερμανική, την ιταλική και την αγγλική γλώσσα. Μεταφράσεις του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης