Στο πρώτο σάλπισμα του πολέμου
τη νύχτα των ιαχών χάσαμε την ειρήνη.
Την είδαν, με πέλματα γυμνά από αγάπη,
να τρέχει σ’ ένα χωράφι σπαρμένο μ΄οβίδες.
Στα μαλλιά της πύκνωναν ανταύγειες κόκκινες
και στο πρόσωπό της άπλωσε το λευκό του θανάτου.
Τα χείλη της δυο ευθείες γραμμές σε καπνούς κρύφτηκαν
και τα μάτια της δυο κύκλοι τρόμου έσταξαν αλμύρα και πόνο.
Τα δάχτυλά της σταμάτησαν να υφαίνουν όνειρα
μόνο πληγές μπάλωναν με δανεικό το βελόνι του φόβου.
Στο πηγάδι της θλίψης οι μάνες έκλαιγαν τα παιδιά τους
όμως κανένα μοιρολόι δε λιγόστευε τη δίψα του θανάτου.
Τη μέρα ο στρατός τραγουδούσε με λόγχες και σφαίρες
και τη νύχτα έσερνε στα συντρίμμια τη σιωπή του.
Κι όταν με σκόνη στα μάτια και κρύο στην καρδιά
ο ύπνος αγκάλιαζε την πλάση η ειρήνη σεργιάνιζε στα χαλάσματα.
Έλουζε με φως τα σώματα και χάιδευε μ’ αχτίδες τα μαλλιά
Έτσι ‘λεγαν ‘κείνοι που την είχαν ζήσει.
Μα εγώ, παιδί του πολέμου και της συμφοράς,
γεννήθηκα σε καμένη γη και μεγάλωσα στο πεδίο της μάχης.
Κι όταν ρώτησα γιατί μόνο πως πέρασε καιρός μου είπαν
Έπαψαν οι άνθρωποι να ψάχνουν την ειρήνη.
Όμως εγώ την αναζητούσα πάντα κι ας μην την είχα ποτέ γνωρίσει.
Την είχα νιώσει, στιγμές. Την είχα δει. Την είχα ακούσει.
Στα χαρακώματα, όταν οι μνήμες ξαπόσταιναν σε σωρούς από μπαρούτι
κι έλεγαν ιστορίες της νιότης και της αθωότητας.
Στο τραγούδι των πουλιών, όταν το πυρ των κανονιών
έπαυε να σκίζει τον αέρα και τις σάρκες.
Στον έρωτα μου για μια κοπέλα, όταν καθάριζε τις πληγές μου
και χαμογελούσε σαν να υπάρχει αύριο.
Στις εποχές που άλλαζαν και στα βλαστάρια των λουλουδιών
που ξεπρόβαλαν μέσα από βουνά με βλήματα.
Κι όταν, σαν έτοιμος από χρόνια, είδα μπροστά μου μιαν αστραπή
γονάτισα κι έσφιξα στις χούφτες μου το χώμα.
«Είσαι εδώ;» τη ρώτησα με μάτια κλειστά και την ψυχή ορθάνοιχτη.
Ένιωσα μιαν αύρα να με αγκαλιάζει και τότε κατάλαβα.
Το μόνο που χρειάζεται η ειρήνη για να στεριώσει σε τόπους
είναι να θυμούνται οι άνθρωποι το χθες και ν’ αγαπούν το αύριο.
Ειρήνη ημίν. Eιρήνη υμίν.
τη νύχτα των ιαχών χάσαμε την ειρήνη.
Την είδαν, με πέλματα γυμνά από αγάπη,
να τρέχει σ’ ένα χωράφι σπαρμένο μ΄οβίδες.
Στα μαλλιά της πύκνωναν ανταύγειες κόκκινες
και στο πρόσωπό της άπλωσε το λευκό του θανάτου.
Τα χείλη της δυο ευθείες γραμμές σε καπνούς κρύφτηκαν
και τα μάτια της δυο κύκλοι τρόμου έσταξαν αλμύρα και πόνο.
Τα δάχτυλά της σταμάτησαν να υφαίνουν όνειρα
μόνο πληγές μπάλωναν με δανεικό το βελόνι του φόβου.
Στο πηγάδι της θλίψης οι μάνες έκλαιγαν τα παιδιά τους
όμως κανένα μοιρολόι δε λιγόστευε τη δίψα του θανάτου.
Τη μέρα ο στρατός τραγουδούσε με λόγχες και σφαίρες
και τη νύχτα έσερνε στα συντρίμμια τη σιωπή του.
Κι όταν με σκόνη στα μάτια και κρύο στην καρδιά
ο ύπνος αγκάλιαζε την πλάση η ειρήνη σεργιάνιζε στα χαλάσματα.
Έλουζε με φως τα σώματα και χάιδευε μ’ αχτίδες τα μαλλιά
Έτσι ‘λεγαν ‘κείνοι που την είχαν ζήσει.
Μα εγώ, παιδί του πολέμου και της συμφοράς,
γεννήθηκα σε καμένη γη και μεγάλωσα στο πεδίο της μάχης.
Κι όταν ρώτησα γιατί μόνο πως πέρασε καιρός μου είπαν
Έπαψαν οι άνθρωποι να ψάχνουν την ειρήνη.
Όμως εγώ την αναζητούσα πάντα κι ας μην την είχα ποτέ γνωρίσει.
Την είχα νιώσει, στιγμές. Την είχα δει. Την είχα ακούσει.
Στα χαρακώματα, όταν οι μνήμες ξαπόσταιναν σε σωρούς από μπαρούτι
κι έλεγαν ιστορίες της νιότης και της αθωότητας.
Στο τραγούδι των πουλιών, όταν το πυρ των κανονιών
έπαυε να σκίζει τον αέρα και τις σάρκες.
Στον έρωτα μου για μια κοπέλα, όταν καθάριζε τις πληγές μου
και χαμογελούσε σαν να υπάρχει αύριο.
Στις εποχές που άλλαζαν και στα βλαστάρια των λουλουδιών
που ξεπρόβαλαν μέσα από βουνά με βλήματα.
Κι όταν, σαν έτοιμος από χρόνια, είδα μπροστά μου μιαν αστραπή
γονάτισα κι έσφιξα στις χούφτες μου το χώμα.
«Είσαι εδώ;» τη ρώτησα με μάτια κλειστά και την ψυχή ορθάνοιχτη.
Ένιωσα μιαν αύρα να με αγκαλιάζει και τότε κατάλαβα.
Το μόνο που χρειάζεται η ειρήνη για να στεριώσει σε τόπους
είναι να θυμούνται οι άνθρωποι το χθες και ν’ αγαπούν το αύριο.
Ειρήνη ημίν. Eιρήνη υμίν.
Η Ιωάννα Γκανέτσα είναι αστυνομικός και συγγραφέας. Αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικές σελίδες από το 2012, γράφει λογοτεχνικά κείμενα, ποίηση και μυθιστορήματα για μικρούς και μεγάλους. Έχει παρακολουθήσει παιδαγωγικά μαθήματα στο Βρετανικό Συμβούλιο και είναι κάτοχος πτυχίου του Πανεπιστημίου Cambridge, ως καθηγήτρια αγγλικής γλώσσας. Γνωρίζει επίσης γαλλικά και ισπανικά. Είναι ιδρυτικό μέλος της Δράσης Αστυνομικών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Τίτλοι βιβλίων: Ο έρωτας δε θέλει τίτλο (2015). Το άνθος της ζωής (2018). Το μουσείο των ραγισμένων σχέσεων (2020).