Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Μαρία Κυρτζάκη, «Απόπειρα εξόδου»

[ α’ ]
Σ’ ένα σύννεφο όπου τα πουλιά
Μπορούν να πετάξουν.
Οι λέξεις θα κυλήσουν όμοια
Με ερυθρομόρφων σχημάτων τα κύματα.
Θα αποβάλεις τότε ενδύματα τετριμμένα
Του προσώπου την διπλή επιδερμίδα.
Τα βήματα όταν δεν θ’ ακούγονται πια

Πού θα σε βρει η άνοιξη.

[ β’ ]
Ποιος θα επιχειρήσει την πρώτη κίνηση
Να σπάσει η τεντωμένη κλωστή
Να τρέξουν επιτέλους τα νερά.
Η πρώτη κίνηση που θ’ ανάψει το πράσινο
Στους σηματοδότες.
Ποιος θα λογαριάσει την άνοιξη
Στο άθροισμα των χρεών
Επιταχύνοντας το χρόνο
Εξαφανίζοντας τα πτώματα

Στην ύστατη έκκληση
Στην ύστατη απουσία.

[ γ’ ]
Ο δείκτης της βελόνας
Και ο δείκτης του ρολογιού
Η πυξίδα που δεν προσανατολίζει
Πλέον.
Σε σκοτεινούς θαλάμους αποκρυπτογραφείς τα σήματα
Σημειώνεις ανύπαρκτες οδούς και διασταυρώσεις
Βλεμμάτων.
Αποπειράσαι την έξοδο.
Με επιμέλεια συγκεντρώνοντας τους αριθμούς
Με επιμέλεια εξαφανίζοντας ίχνη
Στοιχεία που θα σε πρόδιναν
Σε σκοτεινούς θαλάμους σημειώνεις τα χαρακτηριστικά σου.

[ δ΄]
Η ώρα των αποφάσεων που δεν αποτόλμησες
Η ώρα της αποπομπής σου.
Σιγά σιγά ωριμάζει το σχέδιο.
Οι παράγοντες της εκτελέσεως πλήθυναν
Μέρα τη μέρα χάνεις τα προσωπεία
Αποβάλλεις τα πολύχρωμα φορέματα
Ψάχνεις όλο και περισσότερο
Ν’ ανακαλύψεις μερικές συλλαβές
Να συναρμολογήσεις ένα όνομα
Τουλάχιστον το όνομά σου.

Σε δρόμους ατέρμονους
Τοποθετείς κέρινα ομοιώματα
Να συνηθίζεις επιτέλους την τοποθεσία
Να μη σε ενοχλεί το κλίμα.

[ ε’ ]
Μόλις πέσει η νύχτα
Αποπειρώμαστε την προσέγγιση.
Τα βήματα προσπερνούν
Η έξοδος οδηγεί σε άλλους κύκλους
Σε άλλα στεγανά όπου προσπαθούμε
Την αναγνώριση.
Απλοποιούνται τα πράγματα
Εξομοιώνονται
Γίνονται εύκολες οι εξεγέρσεις
Όταν πέφτει η νύχτα
Γίνεται εύκολη η μεταμόρφωση.

[ στ’ ]
Τα λόγια που δεν είπες
Οι κινήσεις που δεν κατόρθωσες
Η οσμή που αγνοείς την προέλευσή της.
Τώρα τι να προσπαθούμε προσθέσεις και αφαιρέσεις
Τι να λογαριάζουμε την «επαύριο»
Όταν δεν μας έμεινε ούτε ο άρτος ο επιούσιος
Κι έχουμε χάσει τη μορφή της πόλης
Και τα σπίτια μας δεν είναι παρά σχήματα
Νυκτός.

Οι κινήσεις που δεν τολμήσαμε
Πτώματα διασκορπισμένα
Στο σώμα μας.
~
Από την ποιητική συλλογή  Οι λέξεις (1973)
Ενότητα Απόπειρα εξόδου Ι

Η Μαρία Κυρτζάκη γεννήθηκε στην Καβάλα το 1948. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης (1966-1971) και το 1973 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε, για λίγο, στη Μέση Εκπαίδευση και με τη Μεταπολίτευση εντάχθηκε στο τμήμα ραδιοφωνικών παραγωγών του τότε ΕΙΡΤ. Κεντρικό θέμα των παραγωγών της ήταν η χρήση και η λειτουργία της γλώσσας στον ποιητικό και τον δραματουργικό λόγο, θέματα, τα οποία, επίσης, δίδαξε στη Σχολή Θεάτρου «Εμπρός» και ήταν, άλλωστε, απολύτως σχετικά με την ίδια την ποίησή της. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε πρώιμα, το 1996, με τα ποιήματά της «Σιωπηλές κραυγές». Ακολούθησαν τα ποιητικού μόχθου βιβλία της, λόγω της επίμονης και επίπονης διαδικασίας της προετοιμασίας τους: «Οι λέξεις» (1973), «Ο κύκλος» (1976), «Η γυναίκα με το κοπάδι» (1982), «Περίληψη για τη νύχτα» (1986), «Ημέρια νύχτα« (1989), «Σχιστή οδός» (1992), «Μαύρη θάλασσα» (2000), «Λιγοστό και να χάνεται« (2002) και «Στη μέση της ασφάλτου« (2005), όπου συγκέντρωσε την ποιητική διαδρομή της από το 1973 έως το 2002.Το μονολογικό της κείμενο «Τυφώ» παραστάθηκε το 1996 από το «Απλό Θέατρο». Το 2003 τιμήθηκε με το βραβείο Σωτηρίου Ματράγκα της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 2016, έπειτα από σύντομη μάχη με τον καρκίνο, σε ηλικία 68 ετών.

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης