Ο χλωμός προπάππους μου του κάδρου
λεν οι συγγενείς πως πέθανε τρελός.
Ήταν γιατρός και γεωμέτρης.
Το μόνο που δεν μπόρεσε να κλείσει σε τετράγωνα
ήτανε το χάος της καρδιάς του·
το μόνο που δε γιάτρεψε:
η νοσταλγία μιας ανύπαρκτης χαράς.
Τέλος, παντρεύτηκε για νʼ αντιδράσει
κι έκανε και παιδιά.
Ούτε κι αυτά τον κάναν όμως πάλι να πιστέψει
πως ένα κι ένα κάνουν δύο.
Πέθανε νέος.
Τον τελευταίο του καιρό
κλεινότανε στο πιο βαθύ υπόγειο του σπιτιού.
Έλεγε λόγια τρελά
που απέλπιζαν για το μυαλό του τους δικούς του.
Λόγου χάριν, όταν του λέγανε να βγει
έλεγε
ότι η πνοή που ʼφερνε η θάλασσα στον κήπο
τον ξερίζωνε,
παραπονιότανε
πως δεν ευρέθηκε σοφός
να κάνει το κορμί φτερό
και κούναγε μʼ αδυναμία το κεφάλι
όταν του τονίζανε πως έπρεπε να γίνει πιο δραστήριος
για τα παιδιά του.
Ο προπάππους μου δεν πέθανε τρελός.
Μόνο δεν έκανε καλά
να νομίζει πως θα ξαναγινόταν γεωμέτρης
κάνοντας γάμους και παιδιά
φυτεύοντας έτσι τα παράξενά του πεπρωμένα
στα μυαλά μας και στις μέρες μας.
~
Από την ποιητική ενότητα «Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα» (1950-1952), του επιλεκτικού τόμου «Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα» (1940-1993), εκδόσεις Ερμής – 1998
λεν οι συγγενείς πως πέθανε τρελός.
Ήταν γιατρός και γεωμέτρης.
Το μόνο που δεν μπόρεσε να κλείσει σε τετράγωνα
ήτανε το χάος της καρδιάς του·
το μόνο που δε γιάτρεψε:
η νοσταλγία μιας ανύπαρκτης χαράς.
Τέλος, παντρεύτηκε για νʼ αντιδράσει
κι έκανε και παιδιά.
Ούτε κι αυτά τον κάναν όμως πάλι να πιστέψει
πως ένα κι ένα κάνουν δύο.
Πέθανε νέος.
Τον τελευταίο του καιρό
κλεινότανε στο πιο βαθύ υπόγειο του σπιτιού.
Έλεγε λόγια τρελά
που απέλπιζαν για το μυαλό του τους δικούς του.
Λόγου χάριν, όταν του λέγανε να βγει
έλεγε
ότι η πνοή που ʼφερνε η θάλασσα στον κήπο
τον ξερίζωνε,
παραπονιότανε
πως δεν ευρέθηκε σοφός
να κάνει το κορμί φτερό
και κούναγε μʼ αδυναμία το κεφάλι
όταν του τονίζανε πως έπρεπε να γίνει πιο δραστήριος
για τα παιδιά του.
Ο προπάππους μου δεν πέθανε τρελός.
Μόνο δεν έκανε καλά
να νομίζει πως θα ξαναγινόταν γεωμέτρης
κάνοντας γάμους και παιδιά
φυτεύοντας έτσι τα παράξενά του πεπρωμένα
στα μυαλά μας και στις μέρες μας.
~
Από την ποιητική ενότητα «Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα» (1950-1952), του επιλεκτικού τόμου «Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα» (1940-1993), εκδόσεις Ερμής – 1998
Ο Σταύρος Βαβούρης, (Αθήνα, 1925 - Αθήνα, 2008) ήταν Έλληνας ποιητής.
Την περίοδο 1946-1952 σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εξαιρετικά δραστήριος παρά μια εκ γενετής αναπηρία, εργάστηκε ως
καθηγητής φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Πρώτες του δημοσιεύσεις ήταν τα
ποιήματα «Σοφίας κρίματα» στο περιοδικό «Ξεκίνημα» της Θεσσαλονίκης
(Ιούνιος 1944, τεύχος 6-7), και «Χίμαιρα» στο περιοδικό «Νεανική φωνή».
Στα πρώτα ποιήματά του ακολουθεί την τεχνική του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Δίνοντάς τους δραματουργική μορφή, σφραγίζει πρόσωπα με ιστορική
υπόσταση με την αβεβαιότητα του έρωτα και το τραύμα που προκαλεί η
απώλεια. Μετά το 1980 πραγματοποιεί στροφή στο έργο του: αιχμηρά αλλά
και με ειρωνεία παρουσιάζει τη ματαιότητα του έρωτα και το ανέφικτο της
ευτυχίας. Ποιητής του πάθους, που δοκιμάζεται στα όρια της οδύνης,
μιλάει σωματικά για τον έρωτα, συγκρατημένα και κομψά, χωρίς να κάνει
δηλώσεις για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Μόνο στα ποιήματα της
τελευταίας εικοσαετίας και μετά την έξοδό του από τη δευτεροβάθμια
εκπαίδευση, αναφέρεται ανοιχτά στην ομοφυλοφιλία του. Ανήκει στην πρώτη
μεταπολεμική γενιά. Το 1986 του απονεμήθηκε το 2ο Κρατικό Βραβείο
Ποίησης για τη συλλογή «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα». Ποιήματά
του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, ολλανδικά, πολωνικά, βουλγαρικά. [Βιογραφία]