Ιούλης θα ’τανε. Κυριακή και ζέστη στην αυλή εκεί που τρώγαμε. Μέσα αναμμένη τηλεόραση κι ελληνική ταινία σε λιγάκι. Είχαμε κάτι σαν γιορτή, αλλιώς δε θα θυμόμουνα και τώρα ακόμα το ψητό κοτόπουλο. Έλαμπε ο ήλιος στη φρυγανισμένη πέτσα. Είχαμε και μπίρα. Και πατάτες• τηγανητές, μια παιδική ευωχία! Δεν ξέρω αν το θυμάμαι ή το σκηνοθετώ. Πάντως έπαιζε κάτι σαν ρυθμός μελλούμενης δροσιάς και λίβα θελκτικού σε απόσταση ιλίγγου. Τρώγαμε μακάριοι και οι τέσσερις. Γι’ αυτό είμαι απολύτως βέβαιη και τώρα.
Ε, και; Γιατί ακόμα προσπαθώ να θυμηθώ εκείνη την ντροπή κατακαλόκαιρο, όταν η μάνα μου τον μάλωσε: Βρε Αχιλλέα, δεν του δώσαμε ένα μεζέ του ανθρώπου. Γιατί ακόμα προσπαθώ να κρατηθώ απ’ του πατέρα μου το αλάφιασμα που κίνησε να βρει τον πωλητή καταμεσήμερο: Συμπάθα με, έλα να πιεις νερό. Ψήνει την πέτρα σήμερα.