Πάνω απ’ τη σύγχυση των ανθρωπίνων τή ζωική
Μέσα σέ λάμψεις κι ανήμερες χαίτες ξεπηδούσαν
Ζητητές αίθριου γλαύκου στη δική μας διαδρομή.
Μέσα σέ λάμψεις κι ανήμερες χαίτες ξεπηδούσαν
Ζητητές αίθριου γλαύκου στη δική μας διαδρομή.
Την για σημαίες πορεία τους μαύροι άνεμοι κτυπούσαν
Ψυχρό φραγγέλωμα σαν σε βαθιά πτυχή σαρκός,
Που επίσης στο άνοιγμά της με άναμμα τροχιών περνούσαν.
Της θάλασσας το αντίκρυσμα ο μεγάλος τους καημός,
Ενώ, άσιτοι, δίχως ραβδιά και υδρίες, ταξίδευαν
Δαγκώνοντας χρυσό λεμόνι όπου ο σκοπός πικρός.
Οι πολλοί σε ολονύκτιες παρελάσεις κινδύνευαν
Και υπέκυψαν, νιώθοντας μέθη σε αίματος ροές,
Θάνατε, ω μόνο εσύ φιλί για ωχρά χείλη που αγρίευαν!
Η ήττα τους, από ανίκητο άγγελο με ευθυτενές
Προς τόν ορίζοντα ύψος του και γύμνωμα ρομφαίας·
Πορφύρα μες στο στήθος πήζει σ’ ευλογίας πνοές.
Το άλγος θηλάζουν ως θήλαζαν αστείρευτο ιδέας
Όνειρο κι όταν φεύγουν, ρυθμοί θρήνων ηδονής,
Γόνυ κλίνον ο λαός κ’ η μάνα τους ύψος θέας.
Παρηγοριούνται αυτοί, βέβαιοι καί μεγαλοπρεπείς·
Μα πίσω σέρνουν αδελφούς που ο κόσμος τους χλευάζει,
Μαρτύρων πλήθη, παίγνια μιας σύμπτωσης στρεβλής.
Το άλάτι, αυτούσιο θρήνων, τη μορφή τους διαχαράζει,
Γεύονται τέφρα με τον ίδιο ερωτικό παλμό,
Μα η μοίρα, χύσην μίμος, στον τροχό της τους τραντάζει.
Σαν τύμπανο επίσης να εξάψουν ήταν δυνατό
Τον οίκτο τον δουλόφρονα φυλών σκοτεινοφώνων.
Όμοιοι με ΙΙρομηθέα δίχως δήμιο φτερωτό!
Όχι, κοινοί επισκέπτες σε άξενες ερήμους, μόνον
Από το μαστίγιο κάτω ελαύνουν του εξουσιαστή
Κατατρεγμού, όπου γέλιο του την κάμψη τους διαρθρώνον.
Εραστές, σε άλμα, τρίτη μαζί σας του μεριστή
Η ορμή! που, ενώ περνά τη ρεματιά, θα σας βυθίσει
Σωρό από λάσπη τον λευκού ζεύγους κολυμβητή.
Χάρη σ’ αυτόν, στο βούκινό του ο ένας αν σαλπίσει,
ΙΙλήθος παιδιών σε γέλιο θα μας μπλέξει πεισμονής
ΙΙου, με γρόθο πίσω τους, την βοή του θα πιθηκίσει.
Χάρη σ’ αυτόν, η μια αν στολίσει στήθος παρακμής
Με κάποιο ρόδο που έχει ανάψει για ώρα γάμου πάλι,
Στην ανθοδέσμη της θα λάμψει σίελος κολαστής.
Κι αυτός ο νάνος σκελετός, με φτερωτό κεφάλι
Και με υποδήματα, για τρίχες πώχει αληθινές
Σκουλήκια η μασχάλη του, μια πίκρα τους μεγάλη.
Δέν προκαλούν τον διάστροφο οι δικές τους συμφορές,
Ακολουθεί το ξίφος τους ακτίνα της σελήνης
Στροβίλισμα από χιόνι στό καυκί του διαμπερές.
Περίλυποι, δίχως έπαρση θρόνιασμ’ αθλιοσύνης,
Τα οστά τους γιά να εκδικηθούν με ράμφισμα φριχτό,
Χολή ορέγονται της σιγής αντί κακία της φήμης.
Αποτελούν τέρψη για κάθε άξεστο μουσικό,
Για μορμολύκεια, πόρνες, παλιά συνομοταξία
Κουρελισμένων χορευτών σε στράγγισμα στητό.
Οι ταγμένοι ποιητές για εκδίκηση είτε για ευσπλαχνία,
Μην ξέροντας τα δείνα τούτων των σβησμένων θεών,
Στρυφνούς τους αποκαλούν και δίχως αυτογνωσία.
«Μπορεί απαυδώντας ν’ αφήσουν στάδια μεγαλουργών,
»Σάμπως αλογο παρθενικό άφρισμά τρικυμίας
»ΙΙαρά νά φυγουν μέ καλπασματα θωρακισμών.
»Θα υμνήσουμε τον νικητή με θυμιατά λατρείας·
»Μα αυτοί, πως να μή φορούν, τούτοι εδώθε οι κωμωδοί,
»Ράκη άλικα για ωρυόμενο τέρμα της πανδαισίας!»
Σάν κατά πρόσωπο όλους ξευτελίσουν οι εμπτυσμοί,
Ελεεινοί και με ευχή στη βροντή στρυμωχτά που εκφράσθη,
Τούτοι παραφορτωμένοι με εμπαιγμούς οι ηρωικοί
Πάνε αξιογέλαστα να κρεμασθούν στον φανοστάτη.
~
Μετάφραση: Γ.Σ. ΙΙατριαρχέας
Από «Τα ποιήματα του Στεφάν Μαλαρμέ», Εκδόσεις Καραβίας, 1975