Θλιβόταν η σελήνη . Σεραφείμ με ολοφυρμούς
Σε όνειρα τα δοξάρια τους κρατώντας μες σε ανθούς
Αχνόλουστους , βαθιά από βιόλες που ‘σβηναν αντλούσαν
Λευκούς λυγμούς που σε γαλάζιους κάλυκες γλιστρούσαν.
- ήταν η ευλογητή μέρα του πρώτου σου φιλιού.
Σε όνειρα τα δοξάρια τους κρατώντας μες σε ανθούς
Αχνόλουστους , βαθιά από βιόλες που ‘σβηναν αντλούσαν
Λευκούς λυγμούς που σε γαλάζιους κάλυκες γλιστρούσαν.
- ήταν η ευλογητή μέρα του πρώτου σου φιλιού.
Άκαμπτη φαντασία δικού μου ειρμού μαρτυρικού
Μεθούσε έντεχνα τότε με του μύρου την οδύνη
Που δίχως μεταμέλεια και πίκρα ωστόσο αφήνει
Το τρύγημα ενός ονείρου στον τρυγητή παλμό.
Διαβάτης το λιθόστρωτο ατένιζα το παλιό
Ότε , έχοντας τον ήλιο στα μαλλιά , μέσα στο βράδυ
Και μες στον δρόμο , πρόβαλες , μειδιώντας με , όλο χάρη,
Και νόμισα πως έβλεπα με κάλυμμα φωτός
Τη νεράιδα που μου ‘φέρνε ο ύπνος μου ο παιδικός
Με μισόκλειστ΄ αφήνοντας στο πέρασμα της χέρια
Να πέφτουν μύριες χιονοδέσμες μυρωμένα αστέρια.
~
Μετάφραση: Γ.Σ. ΙΙατριαρχέας
Από «Τα ποιήματα του Στεφάν Μαλαρμέ», Εκδόσεις Ιδεόγραμμα, 1992