Η μοναξιά, είναι σαν μια βροχή.
Από τη θάλασσα στη βραδινή μουντάδα ανεβαίνει
ή από κάμπους που΄ ναι μακρινοί και απομονωμένοι
και πάει στους ουρανούς, που στέκουν πάντα μοναχοί –
κι ύστερα από εκεί, στην πόλη πέφτει σαν βροχή.
Από τη θάλασσα στη βραδινή μουντάδα ανεβαίνει
ή από κάμπους που΄ ναι μακρινοί και απομονωμένοι
και πάει στους ουρανούς, που στέκουν πάντα μοναχοί –
κι ύστερα από εκεί, στην πόλη πέφτει σαν βροχή.
Στις νόθες ώρες της νυχτιάς πάνω της βρέχει,
όταν τα σκοτεινά στενά τη μέρα λαχταρούν
κι όταν τα σώματα βουβά χωρίς κάτι να βρουν,
πιο μοναχά από πριν χωρίζουν μεταξύ τους πικραμένα,
ή όταν ζευγάρια που μισούνται υποχωρούν,
γιατί σ΄ένα κρεβάτι να περάσουν τη νυχτιά είναι υποχρεωμένα:
ποτάμια τρέχει τότε η μοναξιά, πλημμυρισμένα.
~
μτφρ: Άρης Δικταίος