Θα πιώ ούζο κάτω από την κληματαριά μιας ταβέρνας.
Διέκρινα, πολύ μακριά, στην άκρη μια αταξίας
με στέγες πλυμένες από το φεγγάρι,
Τον Παρθενώνα σε σκεφτικό κουκουβάγιας ύπνο.
Καταπλήξαμε τους Θεούς στη θάλασσα του Αιγαίου
Τα νησιά ανοίγουν τα πόδια τους στις ουτοπίες
Μπορεί η Ελλάδα να έχει γεράσει
Δεν θα το λέγαμε πετώντας πάνω από την θάλασσα.
Διέκρινα, πολύ μακριά, στην άκρη μια αταξίας
με στέγες πλυμένες από το φεγγάρι,
Τον Παρθενώνα σε σκεφτικό κουκουβάγιας ύπνο.
Καταπλήξαμε τους Θεούς στη θάλασσα του Αιγαίου
Τα νησιά ανοίγουν τα πόδια τους στις ουτοπίες
Μπορεί η Ελλάδα να έχει γεράσει
Δεν θα το λέγαμε πετώντας πάνω από την θάλασσα.
Την βλέπουμε καμωμένη από εφηβικά κορμιά, μ’ εντονο
Ροζ χρώμα, με μέληα ανάκαατ και βελουδένιο χνούδι.
Δεν ξέρω αν είναι μάχη ή κάτι άλλο
Αυτά τα κορμιά κοιμούνται μετά τον έρωτα.
Ιδού τι αφήνει να εννοήσουμε η θέα των νησιών,
Από ψηλά, (αυτό που φτάνει μέχρι εμάς)
Ένα τριχωτό σύστημα που πτέ δεν μαδάμε,
Μια αταξία από πλάτες, ώμους,γόνατα.
Πότε πότε κάποια κοιμωμένη τεντώνοντας το πόδι
Ή ένας κοιμώμενος το χέρι, δαντελώνουν του νησιου την άκρη
Είναι φανερό πως αυτά τα μπλεγμένα κορμιά
Δεν είναι πολεμιστές μπερδεμένοι μες στο θάνατο
Όχι. Αυτό δεν μοιάζει με τίποτε άλλο που μπορεί
να ειπωθεί αλλιώς από αυτό που σας λέω.
Ένα σύμπλεγμα μηρών και γοφών,
Ώστε να πιστέψουμε πως κι η αμαρτία έχει τον παράδεισό της
Είναι τουλάχιστον η εικόνα των νησιών κάτω από τα φτερά μας.
Κορμιά με κορμιά κοιμισμένα, αυτά τα αγόραι ποια είναι;
Αυτά τα κορίτσια ποια είναι;
Κανένας. Έτσι είναι φτιαγμένα τα νησιά.
Των θεών άλλωστε συναντήσαμε μια λιτανεία
Που μας έκρυβε το ακατάληπτο μυστικό.
Και τα δικά του κορμιά ήταν μπερδεμένα,
Αλλά με χιόνι κι αλάβαστρο
Μια στρατιά κορμιών αστραφτερών.
Αστραφτερά, ιερά, στο δρόμο για το βουνό
Όπου μάθαμε πως γεύονται γλυκίσματα μελένια
Πίνουν μέλι κι απατούν τις συντρόφους τους
Κι αποικοιμιούνται στους μαιάνδρους των κιονόκρανων
Θεοί και άνθρωποι κατοικούν το ίδιο κτήριο
Και πότε-πότε απαντιούνται στην σκάλα
Είναι η Ελλάδα, Θεοί και Άνθρωποι συνομιλούν
Ή ταξιδεύουν, πιάνοντας λιμάνι στα νησιά.
Όλα τούτα κατευθύνονται από το ραβδωτο μέταλο
Ενός κράνους. Όλα τούτα κατευθύνονται από το σίδερο
Μιας λόγχης. Κατευθύνονται από μια ταραχώδη
Κυρία, ακίνητη, με την γαλάζια του νερού της θάλασσας ματιά.
(1949)
~
Μετάφραση: Δημήτρης Άναλις
(1949)
~
Μετάφραση: Δημήτρης Άναλις