Οι θύμησές μας μοιάζουνε κάμαρες δίχως κλείθρα,
κάμαρες άδειες. Δεν τολμά κανείς σ' αυτές να μπη
γιατί έχουν παληοί πρόγονοι άλλοτε κει πεθάνει.
Ζούμε στο σπίτι πούνε αυτές οι κάμαρες κλεισμένες
και ξέρουμε πως βρίσκονται πάντοτε κει κλειστές.
Η ρόδινη είνε κάμαρη... κ' η κάμαρη η γαλάζια.
Έτσι το σπίτι αυτό σιγά με μοναξιά γεμίζει
κι' όμως κει μέσα ακόμα μεις ζούμε χαμογελώντας.
Τη δέχομαι όταν κάποτες η θύμηση περνάει.
Της λέω: «Θα θαναρθώ για σέ...να, μείνε κάπου εδώ».
κάμαρες άδειες. Δεν τολμά κανείς σ' αυτές να μπη
γιατί έχουν παληοί πρόγονοι άλλοτε κει πεθάνει.
Ζούμε στο σπίτι πούνε αυτές οι κάμαρες κλεισμένες
και ξέρουμε πως βρίσκονται πάντοτε κει κλειστές.
Η ρόδινη είνε κάμαρη... κ' η κάμαρη η γαλάζια.
Έτσι το σπίτι αυτό σιγά με μοναξιά γεμίζει
κι' όμως κει μέσα ακόμα μεις ζούμε χαμογελώντας.
Τη δέχομαι όταν κάποτες η θύμηση περνάει.
Της λέω: «Θα θαναρθώ για σέ...να, μείνε κάπου εδώ».
Σ' όλη μου, ξέρω, τη ζωή στη θέση της πως είνε,
όμως ξεχνώ, καμμιά φορά, να πάω να την ιδώ.
Κ' είνε απ' αυτές τώρα πολλές στο παληό σπίτι μέσα
κ' εγκαρτερούνε τώρα πια στο να τις λησμονούν.
Κι' αν ούτε τούτη τη στιγμή δεν έρθω, ούτε κι' απόψε
μη το ζητάτε απ' την καρδιά παρ' όσο απ' τη ζωή.
Το ξέρω πως κοιμώνται κει και πίσω απώνα φράγμα.
Να πάω να μάθω αν είνε αυτές, ανάγκη πια καμμιά.
Από το δρόμο τα μικρά παράθυρά τους βλέπω
κι' αυτό θε νάναι ως που και γω θε να σβηστώ, κι' αυτές.
Κι' όμως κάποτε μέσα στις καθημερινές σκιές
νοιώθω, δεν ξέρω, τι ψυχρή αγωνία και τι ρίγος
και μήτε ξεχωρίζοντας πόθεν η θλίψη αυτή
περνώ...
Λοιπόν κάθε φορά κι' απώνα πένθος θάρθη.
Μια ταραχή θαρθή κρυφά να μας ειδοποιήση
πως πέθανε μια θύμηση, για πάντα έφυγε πια...
Όμως δε διακρίνουμε καλά ποια απ' όλες νάταν
γιατί είνε τόσο πια παληές... Τίποτα δε θυμίζουν.
Μονάχα νοιώθω μέσα μου βλέφαρα να σφαλίζουν...
~
Μετάφραση: Μαρία Πολυδούρη