Έχω τους νεκρούς μου, και τους άφησα να φύγουν,
κι απόρησα βλέποντας τους τόσο ευχαριστημένους,
τόσο γρήγορα εξοικειωμένους με το να είναι νεκροί, τόσο χαρούμενους,
τόσο διαφορετικούς από την φήμη τους. Μόνο εσύ
εσύ επιστρέφεις με αγγίζεις καθώς με προσπερνάς, κοντοστέκεσαι,
δοκιμάζεις να σκουντουφλήσεις σε κάτι, ώστε ο θόρυβος να φανερώσει
την παρουσία σου. Αχ μην μου παίρνεις ό τι εγώ
μαθαίνω τόσο δύσκολα. Είμαι βέβαιος ξεστρατίζεις
αν κινηθείς από νοσταλγία για οτιδήποτε
κι απόρησα βλέποντας τους τόσο ευχαριστημένους,
τόσο γρήγορα εξοικειωμένους με το να είναι νεκροί, τόσο χαρούμενους,
τόσο διαφορετικούς από την φήμη τους. Μόνο εσύ
εσύ επιστρέφεις με αγγίζεις καθώς με προσπερνάς, κοντοστέκεσαι,
δοκιμάζεις να σκουντουφλήσεις σε κάτι, ώστε ο θόρυβος να φανερώσει
την παρουσία σου. Αχ μην μου παίρνεις ό τι εγώ
μαθαίνω τόσο δύσκολα. Είμαι βέβαιος ξεστρατίζεις
αν κινηθείς από νοσταλγία για οτιδήποτε
σε ετούτη την γήινη διάσταση. Εμείς μεταμορφώνουμε αυτά τα Πράγματα'
δεν είναι αληθινά, είναι μόνο αντανακλάσεις
πάνω στην επιφάνεια της ύπαρξης μας καθώς τ’ αναγνωρίζουμε.
Νόμιζα είχες προχωρήσει πολύ παρά πέρα. Μ' ενοχλεί
που εσύ ξέμεινες πίσω, εσύ, που έχεις πετύχει
περισσότερη μεταμόρφωση από κάθε άλλη γυναίκα.
Ότι τρομάξαμε όταν πέθανες, όχι, μάλλον
ότι ο αυστηρός θάνατος σου ξέσπασε πάνω μας, σκοτεινά,
ξεκολλώντας το μέχρι-εκεί από το από κει και πέρα:
αυτό μας αφορά να το βάλουμε σε τάξη
είναι το καθήκον μας διαρκώς μπροστά μας
Αλλά το ότι και συ φοβήθηκες, κι ακόμα τώρα
τρέμεις με φόβο, εδώ όπου ο φόβος δεν έχει νόημα'
ότι έχεις χάσει έστω και το μικρότερο κομμάτι
της αιωνιότητας σου, Πάουλα φίλη, και μπαίνεις
εδώ, εδώ όπου τίποτα ακόμη δεν υπάρχει' ότι εκεί πέρα
σαστισμένη για πρώτη φορά με όλα, απρόσεκτη,
δεν συνέλαβες το μεγαλείο των απείρων
δυνάμεων, όπως στην γη συλλάμβανες το κάθε Πράγμα'
ότι, από το πεδίο που σε είχε ήδη δεχτεί,
η βαρύτητα κάποιας παλιάς δυσαρέσκειας
σε έσυρε πίσω στον τεκμαρτό χρόνο-:
αυτό συχνά με ξαφνιάζει έξω από ύπνο χωρίς όνειρα
τη νύχτα, σαν να σκαρφαλώνει διαρρήκτης στο παράθυρό μου.
Αν μπορούσα να το πω είναι μόνο από καλοσύνη,
από τη γενναιόδωρη αφθονία σου, που ήρθες,
γιατί είσαι τόσο ασφαλής, αυτάρκης
που περιπλανιέσαι οπουδήποτε, σαν παιδί,
άφοβη για κανένα κακό που τυχόν θα περίμενε-:
Όμως όχι: Εσύ παρακαλάς. Αυτό με διαπερνά, ως τα
ίδια μου τα κόκαλα, και με κόβει σαν πριόνι.
Την πιο πικρή αντίδραση να μου ‘φερνε το φάντασμα σου,
να μου ‘βαζε τις φωνές, μέσα στη νύχτα, όταν αποσύρομαι
στα πνευμόνια μου, στα σωθικά μου,
στο τελευταίο κενό κοίλωμα της καρδιάς μου,-
τέτοια πίκρα δεν θα με πάγωνε ούτε στο μισό
όσο αυτό το μουγκό παρακάλι. Τι είναι αυτό που ζητάς;
Πες μου, πρέπει να ταξιδέψω; Μήπως άφησες
κάποιο Πράγμα πίσω σου, κάποιο μέρος, που δεν αντέχει
την απουσία σου; Πρέπει να ξεκινήσω για καμιά χώρα
που δεν είδες ποτέ, αν και ήταν τόσο ζωντανά
κοντά σου, όσο οι ίδιες σου οι αισθήσεις;
Θα ταξιδέψω τους ποταμούς της, θα εξερευνήσω τις κοιλάδες της, θα μάθω
για τα πιο παλιά της ήθη' θα σταθώ
ώρες, μιλώντας με γυναίκες στις ξώθυρες τους
και θα κοιτώ, καθώς φωνάζουν τα παιδιά τους σπίτι.
Θα δω πώς τυλίγουν την γη γύρω τριγύρω τους
στην αρχαία τους εργασία στα χωράφια και στα λιβάδια' θα ζητήσω
να με οδηγήσουν στο βασιλιά τους' θα δωροδοκήσω τους ιερείς
να με πάνε στους ναούς τους, μπροστά στο πιο
ιερό τους άγαλμα
και να μ’ αφήσουν εκεί, κλείνοντας πίσω τους τις πύλες.
Και μόνο τότε, όταν θα έχω μάθει αρκετά,
θα πάω να δω τα ζώα, και θ’ αφήσω κάτι
από το στήσιμο τους σιγά να γλιστρήσει
στα μέλη μου' θα δω την ίδια μου την ύπαρξη
βαθιά μέσα στα μάτια τους, που με κρατάν για λίγο
κι ύστερα μ’ αφήνουν, ειρηνικά, δίχως να κρίνουν.
Θα βάλω τους κηπουρούς να έρθουν σε μένα και ν’ απαγγείλουν
πολλά λουλούδια, και στα μικρά κεραμικά
των μελωδικών ονομάτων τους θα επαναφέρω
κάποιο κατάλοιπο των εκατοντάδων ευωδιών.
~
Μετάφραση: ΒΙΚΟΣ ΝΑΧΜΙΑΣ