Εμέν’ από μικρόν μ’ έτρωγε η έννοια
του Απόλλωνα – ψυχή δε μού ‘χε λείψει!
Και σ’ άφθαστα τιμών μ’ ανέβασε ύψη,
σ’ ολυμπική αποθέωσην η εύνοια
βασιλισσών με την αιθέρια ευγένεια,
βασιλιάδων λαμπρών, πού ‘χανε στύψει
τις δάφνες των πολέμων ή από τύψη
σβήσανε σε κρεβάτια πουπουλένια.
Κι όληνε τη Φραγκιά, την Εγγλιτέρα
ο Στίχος μου στο πόδι ξεσηκώνει
του Απόλλωνα – ψυχή δε μού ‘χε λείψει!
Και σ’ άφθαστα τιμών μ’ ανέβασε ύψη,
σ’ ολυμπική αποθέωσην η εύνοια
βασιλισσών με την αιθέρια ευγένεια,
βασιλιάδων λαμπρών, πού ‘χανε στύψει
τις δάφνες των πολέμων ή από τύψη
σβήσανε σε κρεβάτια πουπουλένια.
Κι όληνε τη Φραγκιά, την Εγγλιτέρα
ο Στίχος μου στο πόδι ξεσηκώνει
κ’ οι νέοι μ’ ακολουθούν αυγή κ’ εσπέρα
να ρουφάνε τη μάντισσα ομιλιά μου.
Κι όμως χαρά δεν έχω. Στα μαλλιά μου
μι’ άσπρη τούφα τα πάντα φαρμακώνει.
O
Κώστας Βάρναλης (Μπουργκάς, 1884 – 1974) ήταν λογοτέχνης. Είναι γνωστός
κυρίως για τα ποιήματά του, αλλά έγραψε επίσης αφηγηματικά έργα,
κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν. [Βιογραφία]